Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό στην άκρη του δάσους, ζούσε ενα όμορφο κοριτσάκι. Αλλά και τυχερό συνάμα  μιάς και μεγάλωνε σε ένα σπίτι που λάτρευε το διάβασμα και το τραγούδι. Μια ημέρα λοιπόν, που η φαμίλια ήταν μαζεμένη γύρω απο το τραπέζι, ο μπαμπάς κοίταξε με νόημα τη μαμά και είπε χαμογελώντας: «Κάθριν μωρό μου, μπορεί να είσαι μόλις 14 αλλά δείχνεις πολύ μεγαλύτερη έτσι που σκέφτεσαι και μιλάς· μήπως θα ήταν προτιμότερο λοιπόν να παρατήσουμε για λίγο την εξοχή και να κατέβουμε στην πόλη, μπας και καταφέρεις τίποτα με αυτά τα υπέροχα τραγούδια που γράφεις και τα φοβερά ακροβατικά που κάνεις με την φωνή σου; Για να μην πω και το πόσο ωραία χορεύεις… Και μη φοβάσαι, εμείς θα είμαστε δίπλα σου».

Χωρίς δεύτερη σκέψη και πηδώντας από χαρά, η κόρη στρίμωξε στο δισάκι της πεντάγραμμα χαρτιά, μουντζουρωμένα τετράδια και προχειροφτιαγμένες κασέτες και, σαν Κέιτ πλέον, τράβηξε για την μυθική Λόνδρα. Ολες οι πόρτες όμως ήταν ερμητικά κλειστές· και όσες μισάνοιξαν έκλεισαν  πάνω στο έξυπνο μουτράκι της…

Καθώς λοιπόν, βαριά ηττημένη, μάζευε τα μπογαλάκια της για τον δρόμο της επιστροφής βρέθηκε, χάριν κάποιου άγνωστου από μηχανής θεού, υπό τη προστασία ενός ξανθού μακρυμάλλη γαλανομάτη: επρόκειτο για τον Ντέιβιντ Γκίλμορ, τον κιθαρίστα και τραγουδιστή δηλαδή ενός συγκεκριμένου κουαρτέτου που εκείνο το καλοκαίρι πουλούσε τρέλα, και μάλιστα με την οκά, προκαλώντας όχι μόνο πρόωρη εκσπερμάτιση στους νεοφώτιστους χαιφιντελίστες αλλά και νοσταλγική νιρβάνα στους ξεπερασμένους πλέον χίππιδες ! [σημ: Μερικοί μάλιστα τόλμησαν, χρόνια αργότερα, να επισημάνουν κάποιες ευγενείς συγγένειες με την ψυχοδραματική  «Σονάτα Του Σεληνόφωτος» του μονεμβάσιου Γιάννη Ρίτσου].

Άπαξ και η δεσποινίς Μπους μπήκε στο παιχνίδι, δεν της πήρε και πολύ να ανακηρυχθεί σε κυρίαρχό του. Σε κάθετη ρήξη με το στερεότυπο που μέχρι τότε η πιάτσα αναγνώριζε ως κατεξοχήν θηλυκό και κόντρα στο τσουνάμι απο ρετάλια, παραμάνες και ψαλιδιές μετασχημάτισε με θαυμαστό πείσμα, περίσσεια αυτοπεποίθηση και χαρακτηριστική ηρεμία σε τέτοιο βαθμό τις, ούτως η άλλως δύσκολα ανιχνεύσιμες παραστάσεις της από το παράλληλο σύμπαν του χαρτιού και του βινυλίου, ώστε κατόρθωσε να επιβάλει ένα μελαγχολικά ατμοσφαιρικό, σουρεαλιστικά ονειρικό και αθεράπευτα κυκλοθυμικό ποπ πρότυπο  το οποίο, για ανεξήγητους λόγους, επιμένουν να ακολουθούν διάφορες Καιτούλες που εποφθαλμιούν την, όντως τεράστια, φήμη και πελατεία της – ξεκινώντας απο την Τόρι Ειμος και καταλήγωντας στην Φλόρενς Γουέλς, μηδεμιάς, ενδιάμεσα,  εξαιρουμένης! Και φυσικά, ως γνήσια απόγονος των σειρήνων,  να ρυθμίζει,  όλο αυτό το διάστημα, το πότε θα επικρατεί πανικός ή εργασιακή ειρήνη στον ανταγωνισμό…

Φαίνεται όμως ότι το μερίδιο που της αναλογούσε σε τεμπελιά εξανεμίστηκε καθώς, μητέρα πλέον, επιστρέφει και πάλι στις αγορές. Και μάλιστα με τις αγριότερες των  διαθέσεων για σκληρή αυτοκριτική, μιας και βάλθηκε να περάσει ένα δεύτερο χεράκι σε 11 τραγούδια από δύο  παλιότερα συνεχόμενα άλμπουμ της, και δη τα «The Sensual World» και «The Red Shoes» – εξ’ ου και το κινηματογραφικό  υπονοούμενο «Director’s Cut» γιά τίτλο!

Πρωτίστως όμως, κατά πώς φαίνεται και από την ιδιόχειρη ανάρτηση της στον ανεμοδαρμένο τοίχο του Facebook,  φρόντισε να ξεμπερδέψει μια και καλή με μια παλιά εκκρεμότητα: «Αρχικά είχα στήσει το τραγούδι “The Sensual World” με το τέλος του “Οδυσσέα”* κατά νου. Όταν όμως ζήτησα την άδεια να το χρησιμοποιήσω, δεν την έδωσαν. Προς μεγάλη μου απογοήτευση αναγκάστηκα να γράψω κάποιους σχετικούς με αυτό στίχους, αν και έβρισκα την αρχική μου ιδέα αρκετά πιο ενδιαφέρουσα. Άλλωστε δεν είμαι ο Τζέιμς  Τζόις, σωστά; Όταν λοιπόν άρχισα να δουλεύω το “Director’s Cut” τόλμησα να ρωτήσω ξανά και αυτήν την φορά επιτέλους την πήρα. Νοιώθω πολύ ανακουφισμένη που έχω πλέον την ευκαιρία να πραγματοποιήσω αυτό που είχα σκεφτεί από την πρώτη στιγμή». Τόσο πού μάλλον δεν μπήκε καν στο κόπο να ζητήσει μια κάποια εξήγηση για εκείνη την, προ 20ετίας, αρνητική στάση…

Φαίνεται ότι, παρά το εντυπωσιακό βιογραφικό που έβλεπαν μπροστά τους, οι κληρονόμοι του τσίφτη Ιρλανδού πίστευαν και αυτοί ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει την εύθραστη και διάφανη ανάγνωση του πέμπτου ποιήματος της συλλογής «Μουσική Δωματίου» απο τον Σιντ Μπάρετ, το μαύρο πρόβατο δηλαδή των παραπάνω στοχευμένων Pink Floyd· ίσως γιατί πίσω από την ανάσα του ακουγόταν ολοκάθαρα μια ψυχή που γινόταν θρύψαλα – αργά και βασανιστικά.

Παρεμπιπτόντως και σε αυτήν την δοκιμασία ήταν παρών ο φίλτατος κύριος Γκίλμορ. Αυτό όμως είναι ένα εντελώς διαφορετικό παραμύθι, για κάποια άλλη φορά…

* Πρόκειται για τις τελευταίες εννέα σειρές του μονόλογου της Μόλι Μπλουμ από τον «Οδυσσέα» του Τζόις, αρχής γενομένης με την φράση «… ένα κορίτσι που ήμουνα τότε ένα Ανθος των βουνών …», οι οποίες, αδειοδοτημένες πλέον, οδήγησαν στη μετονομασία του εν λόγω τραγουδιού του «Director’s Cut» σε «Flower Of The Mountain».

– Νίκος Πετρουλάκης