Μπορεί μια γυναίκα να είναι τα πάντα; Κάθε καλό και κάθε κακό ταυτόχρονα; Για την Τρισεύγενη φαίνεται να ισχύει αυτή ακριβώς η ευχή και η κατάρα.

«Θηλυκό ή δαίμονας;» αναρωτιούνται οι σουσουράδες γειτόνισσες που έχουν μαζευτεί γύρω από την πηγή να γεμίσουν τις στάμνες τους νερό αλλά και να ξεδιψάσουν την κουτσομπολίστικη διάθεσή τους. Αιτία της αναστάτωσής τους φυσικά η Τρισεύγενη που το έσκασε από το σπίτι της μέσα στο χάραμα για να συναντήσει κρυφά τον αγαπητικό της. «Κανείς δεν της κόβει την ορμή, ούτε ο πατέρας της» σχολιάζει η μία. «Ετσι μεγάλωσε: ασκλάβωτη» απαντάει η άλλη.

Σε όλη τη διάρκεια του έργου ακούμε διαδοχικά τα καλύτερα και τα χειρότερα για την ηρωίδα. Οι ίδιοι άνθρωποι που την αγαπούν και τη θαυμάζουν, την επομένη την κατακεραυνώνουν. Την εξυμνούν για την ομορφιά, την καλοσύνη, τη φιλευσπλαχνία της, την κακολογούν επειδή τριγυρνά ελεύθερη, αψηφά τους κανόνες, δεν φοβάται κανέναν και τίποτε: «αστόχαστη κι ανυπότακτη», «αχόρταγη κι αξεδίψαστη», «φαντασμένη και κακόγλωσση», «μάταιη και σπάταλη», είναι μερικά μόνο από όσα της προσάπτουν. Ακόμη κι ο έρωτας της ζωής της, ο Πέτρος ο Φλώρης, που στην αρχή δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν, στο τέλος την αντιμετωπίζει με καχυποψία: μετά την τελευταία τους συνάντηση την περιγράφει ως πόρνη, τίγρη, βρικόλακα και φίδι.

«Δεν τα βάζει κανείς με τα ξωτικά» θα πει ένας από τους ήρωες και αυτή η υπερφυσική αίσθηση τυλίγει την Τρισεύγενη σαν αύρα ανεξιχνίαστη. Ξωτική, εξωτική, εξωπραγματική, νεραϊδίσια, πώς αλλιώς να ερμηνεύσει ή να δικαιολογήσει ο κοινωνικός περίγυρος τη συμπεριφορά μιας γυναίκας που υπερβαίνει το κανονικό, το λογικό, το αποδεκτό, το καθιερωμένο, και καλπάζει «σαν άτι ακαβαλίκευτη». Κάθε απόπειρα να τη δαμάσει κανείς αποτυγχάνει: ούτε οι ψίθυροι που την ακολουθούν αδιάκοπα, ούτε η φοβέρα του πατέρα (που γίνεται κατάρα μόλις περιφρονηθεί) καταφέρνουν να κάμψουν τα φτερά της Τρισεύγενης. Αυτό το καταφέρνει μονάχα η στενόμυαλη αντίληψη του άντρα της του Φλώρη, που θέλει όταν γυρίζει από τα θαλασσινά ταξίδια του να τη βρίσκει «ξεχασμένη απ΄ τον κόσμο, λατρεμένη από το σπίτι της». Η Τρισεύγενη αρνείται να υποταχθεί στην πατριαρχική εξουσία της εποχής, είτε αυτή αφορά τον πρόγονό της είτε τον σύντροφό της, και ο τρόπος που διεκδικεί τη γυναικεία αυτονομία της είναι σχεδόν σοκαριστικός για τα δεδομένα της εποχής (βρισκόμαστε στην αυγή του 20ού αιώνα): «Δε με πήρ΄ εμένα ο Πέτρος ο Φλώρης: εγώ τον πήρα (…) Θέλησα και τον αγάπησα: θέλησα και μ΄ αγάπησε (…) Είπα, κι έγινε».

Πώς μετά οι μικρόμυαλοι να μην την πούνε «φαντασμένη και κακόγλωσση»; Ακόμη και η αυτοκτονία της θα χαρακτηριστεί «θάνατος άξιος σα θυσία» από τον σκληροπυρηνικό φαλλοκράτη φίλο του συζύγου της: ποιο άλλο τέλος αρμόζει σε μια «αξεδίψαστη» από το να θυσιαστεί για να επαναφέρει την ηρεμία στα ύδατα που τάραξε με τα καμώματά της;

Και είναι νομίζω αυτή η έντονη, παθιασμένη φεμινιστική διάσταση του έργου, δοσμένη με ποιητικό αισθησιασμό, που καθιστά το έργο του Παλαμά τόσο μοναδικό στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου (ο Παλαμάς συνδεόταν φιλικά με την Καλλιρρόη Παρρέν και τον κύκλο της, και γενικά είχε γράψει πολλά άρθρα με φεμινιστικό περιεχόμενο). Προσωπικά αυτό εντοπίζω ως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της «Τρισεύγενης», αυτό που προσδίδει μοντέρνα διάσταση στο παραδοσιακό περιτύλιγμα του κειμένου. Ωραίες οι βρυσούλες κι οι γοργόνες, ωραία τα κρυφομιλήματα, τα ανταμώματα, τα κρεμάσματα απ΄ το παραθύρι, ωραίος όλος αυτός ο παραθαλάσσιος κόσμος της αρμυρής υπαίθρου, είναι όμως η κεντρική ηρωίδα με τον επαναστατημένο ψυχισμό της η οποία δίνει ώθηση διαχρονική και εκτόπισμα σημερινό στο έργο.

Η Λυδία Κονιόρδου έμεινε αιχμάλωτη του περιτυλίγματος. Για μία ακόμη φορά δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη γοητεία της στάμνας και του κλαρίνου. Εφτιαξε έναν κόσμο χάρτινο, ψεύτικο, στερεοτυπικό και ανέμπνευστο, έναν κόσμο που ούτε το παρελθόν ζωντανεύει ούτε το παρόν αφορά. Εβαλε νεαρές ηθοποιούς με πλεξούδες να καμώνονται τις χωριατοπούλες και νεαρούς μουσικούς να βαράνε τα νταούλια, στήνοντας μιαν απομίμηση παραδοσιακών σκηνών, μια χαζοπανήγυρη βεβιασμένης ευθυμίας, σκηνικής αμηχανίας και τυποποιημένης νοσταλγίας. Πολλά καλάθια, πολλά τσεμπέρια, ένα καΐκι και μια ελιά καλούνται άρον άρον να συνθέσουν αυτό το φολκλορικό κολλάζ εθνικής συνείδησης που τελεί υπό τη σκέπη του Εθνικού μας Θεάτρου σε στίχους ενός εκ των εθνικών μας ποιητών. «Και κυρά και νοικοκυρά», όπως λέει ο Πέτρος ο Φλώρης.

Μοναδική εξαίρεση- και μοναδικό σύγχρονο στοιχείο- σε όλο αυτό το ρουστίκ θέαμα αποδεικνύεται η Στεφανία Γουλιώτη. Ιδανική στον ρόλο της Τρισεύγενης, ενσαρκώνει μοναδικά αυτόν τον συνδυασμό άπιαστου ξωτικού και δυναμικού θηλυκού που δεν χωράει σε κανένα καλούπι. Η πρωταγωνίστρια ανυψώνεται από το μπουλούκι, μαγνητίζει τον θεατή, και παραμένει φωτεινός πόλος έλξης και συγκίνησης μέχρι τέλους.

Ο Νίκος Κουρής ως Πέτρος Φλώρης παίρνει τον ρόλο του καραβοκύρη περισσότερο στα σοβαρά απ΄ όσο θα ΄πρεπε και πληρώνει το τίμημα. Το ίδιο και ο Γιώργος Γάλλος ως Πάνος Τράτας (η αλήθεια είναι πως τα ονόματα δεν τους βοηθάνε). Γραφικός και ανυπόφορος ο Χρήστος Στέργιογλου ως αγροφύλακας Μπουρνόβας, γλυκερή και γεμάτη ηθοποιίστικα τερτίπια η Τζίνα Θλιβέρη ως Ποθούλα.

salome@tovima.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ