Ευάγγελος Σπανδάγος
Αρχιμήδους βίος και έργον
Εκδόσεις Αίθρα, 2011 (www.aithra.gr), τηλ. 210 3301.269,
σελ. 220, τιμή 13,59 ευρώ
Για πολλούς από τους τωρινούς μεσηλίκους επιστήμονες και μηχανικούς της χώρας μας ο καθηγητής Βαγγέλης Σπανδάγος υπήρξε εμβληματική φυσιογνωμία της φροντιστηριακής νιότης τους: ένας «Λούκι Λουκ» των μαθηματικών, ένας σπινθηροβόλος μποέμ που ηλέκτριζε τον μαυροπίνακα. Κανείς τους τότε δεν φανταζόταν το μυστικό πάθος που θα καταλάμβανε αυτόν τον «αεί νέο» για τη σοφία των «παλιών». Το διαπιστώνουν τώρα όταν παίρνουν στα χέρια τους το τελευταίο βιβλίο του για τον πρώτο και μέγιστο των επιστημών, τον Αρχιμήδη. Με το που αρχίζουν να το ξεφυλλίζουν ανακαλύπτουν ότι είναι το 46ο βιβλίο του αφιερωμένο στην ελληνική επιστημονική σκέψη και ότι ο συγγραφέας έχει ήδη βραβευθεί για το έργο του 18 φορές! Οπότε αυτόματα έρχεται στον νου το ερώτημα: «Γιατί δεν έγινε ευρύτερα γνωστός;».
Η απάντηση διαφαίνεται καθώς προχωρεί κανείς στην ανάγνωση του βιβλίου: ο Σπανδάγος παρέμεινε «μοναχικός εραστής» της σοφίας των αρχαίων, ένας «ερασιτέχνης» με την κλασική έννοια, ένας μελετητής που πεισματικά κρατάει όλο το «αντικείμενο του πόθου του» υπό τον έλεγχό του. Από την έρευνα και την επεξεργασία των στοιχείων ως τη σελιδοποίηση και την έκδοση των βιβλίων του, το θέμα είναι «οικογενειακή υπόθεση». Είναι μια προσέγγιση που του διασφαλίζει τη μη παρέμβαση τρίτων στο έργο του αλλά και του στερεί το φινίρισμα που φέρνει η συνεργασία επαγγελματιών της έκδοσης.
Ξεκινήστε, π.χ., με το εξώφυλλο: ένας αρχαιοπρεπής τίτλος συνδυάζεται με τη φωτογραφία φορητού υπολογιστή, «σε πόζα δεκαετίας του ’80», που φιλοξενεί στην οθόνη του ημίγλυφη αρχαϊκή αναπαράσταση του Αρχιμήδη. Αναμφίβολα αποκαρδιωτικό αισθητικά και αδίκως αποπροσανατολιστικό ως προς το περιεχόμενό του. Και συνεχίστε με τον τρόπο γραφής αυτού του περιεχομένου: ο συγγραφέας μοιράζει την ύλη του σε τρία κεφάλαια, όπου στο πρώτο (σελ. 11-48) βιογραφεί τον Αρχιμήδη, στο δεύτερο (σελ. 49-136) καταγράφει το επιστημονικό του έργο και στο τρίτο (σελ. 137-204) απαντά σε υποτιθέμενα ερωτήματα που γεννιούνται στον αναγνώστη των προηγηθέντων.
Αυτή η δόμηση υπηρετεί, κατά τον συγγραφέα, τον διττό του στόχο να είναι αφενός κατανοητό το βιβλίο του από αναγνώστες διαφόρων ηλικιών και μόρφωσης και αφετέρου πλήρες ως προς τα στοιχεία και τις μαρτυρίες για τον Αρχιμήδη. Προτού όμως φτάσει κανείς στη μέση του βιβλίου έχει αντιληφθεί πως ο συγγραφικός αλγόριθμος παραέχει πολλούς βρόγχους – πισωγυρίσματα και επαναλήψεις που στεγνώνουν τη ροή της ανάγνωσης. Και έπειτα είναι αυτός καθαυτός ο λόγος του συγγραφέα: αυστηρά καταγραφικός, που θυμίζει «εκπαιδευτική τηλεόραση» περασμένων δεκαετιών. Και είναι κρίμα διότι βλέπει κανείς ότι ο Σπανδάγος έχει μελετήσει τις αντίστοιχες συγγραφικές «ανασκαφές» ενός Russo («Η λησμονημένη επανάσταση») ή ενός Netz («Ο Κώδικας του Αρχιμήδη») και θα μπορούσε κι αυτός να «βγάλει στο χαρτί» τα συναισθήματα που τον κατακλύζουν από τη μελέτη του υπέροχου Ελληνα, με το πάθος εκείνων. Δεν το κάνει είτε γιατί το μαθηματικοποιημένο εγώ του φοβάται το φιλολογικό λοξοδρόμημα (και την αυστηρή κριτική των συναδέλφων) ή γιατί νιώθει ανεπαρκή τη γνώση της λεκτικής δεξιοτεχνίας. Αλλά γι’ αυτό υπάρχουν οι καλοί «φροντιστές» της λογοτεχνικής επιμέλειας. Ο Σπανδάγος αρνείται να προσφύγει στις υπηρεσίες τους – και αυτό φαίνεται.
Τελικά, τι είναι αυτό το βιβλίο; «Απλώς ακόμη ένα βιβλίο για τον Αρχιμήδη» ή «το πληρέστερο βιβλίο όλων των εποχών για τον Αρχιμήδη»; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Η αισθητική κραυγάζει για το πρώτο, η λογική υποψιάζεται το δεύτερο. Η διελκυστίνδα όμως των δύο δεν αφήνει αλώβητη την ουσία του κειμένου: ο Σπανδάγος «πέρασε σαράντα κύματα» για να βρει στοιχεία που άλλοι συγγραφείς αγνοούσαν και προσέτρεξε σε μεταφραστές αραβικών για να μας πει πράγματα που οι αρχαιολόγοι μας διαβάζουν εμβρόντητοι, αλλά δεν καταφέρνει να ολοκληρώσει το οικοδόμημά του με την αρτιότητα που θα έπρεπε. Δείτε, για παράδειγμα, δύο σημεία: μας λέει ότι η πιο αξιόπιστη απεικόνιση του Αρχιμήδη βρίσκεται σε νόμισμα των Συρακουσών του 1ου αι. π.Χ., αλλά αυτό που μας δείχνει είναι ένα σκαρίφημα του νομίσματος και όχι η φωτογραφία του. Κι έπειτα, μολονότι πολλαπλά αναφέρεται στους «σκορπιούς» και στους καταπέλτες του Αρχιμήδη, αμελεί – αυτός, ένας μαθηματικός – να φέρει στην επιφάνεια τα κολοσσιαία μαθηματικά επιτεύγματα που έκρυβε τόσο η μελέτη κατασκευής των βραχιόνων και των συσφιγκτήρων τους όσο και η βλητική τους.
Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι το βιβλίο αυτό «μπορεί να γίνει» το καλύτερο όλων των εποχών για τον Αρχιμήδη αλλά δεν είναι. Χρειάζεται «ξαναγράψιμο», «χτένισμα» και «εμβάθυνση». Και αν το στοχευόμενο κοινό του δεν είναι απλά οι μεσήλικοι αλλά ιδιαίτερα οι νέοι, που «πρέπει να μάθουν πως η επιστήμη είναι κάτι το εξαιρετικό και μόνο μια κοινωνία ανθρώπων την ανακάλυψε, οι Ελληνες» (Lewis Wolpert, University College, London), τότε θα πρέπει να εμπλουτισθεί με τρισδιάστατα έγχρωμα γραφικά που θα οπτικοποιούν τις συλλήψεις του Αρχιμήδη. Αλλά, μια κι ένας τέτοιος δρόμος επανέκδοσης είναι μακρύς, αγοράστε το τωρινό βιβλίο και δώστε στον καλό καθηγητή την πίστωση να συνεχίσει τον υπέροχο αγώνα του.
a. kafantaris@gmail. com