Ανάμεσα στα εισοδήματα και στις δουλειές που χάνονται, στην ασφάλεια και στις βεβαιότητες που αποτελούν παρελθόν υπάρχει περιθώριο ελπίδας, λέει η γνωστή καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πεζογράφος Φωτεινή Τσαλίκογλου. Με αφορμή το βιβλίο της «Το μέλλον ανήκει στην έκπληξη: 34 σχόλια για την κρίση και ένα υστερόγραφο», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, και τη διάλεξη που θα δώσει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, την Τετάρτη 9 Μαρτίου, στις 7 μ. μ., με θέμα «Η δύναμη της απώλειας και οι μεταμορφώσεις της οδύνης: Η δημιουργία ως αντίδοτο στις κρίσεις», περπατήσαμε μαζί της στον δρόμο της απώλειας, ο οποίος οδηγεί, όπως επιμένει με επιχειρήματα, στη δημιουργία, το αντίδοτό μας σε καιρούς κρίσης.

– Οταν ακούμε τη λέξη «απώλεια», η επόμενη λέξη που έρχεται στον νου συνειρμικά είναι «θάνατος». Πρόκειται πάντοτε για κάτι τόσο οριστικό και τελεσίδικο;

«Κατά κάποιον τρόπο οι δύο λέξεις σχετίζονται, με την έννοια ότι η απώλεια δηλώνει πολλούς μικρούς και μεγάλους «θανάτους» : Να χάνεις έναν γονιό, μια πατρίδα, μια δουλειά… Να χάνεις την πίστη σε μια ιδέα, να χάνεις έναν έρωτα που έζησες και θλίβεσαι όταν σου τελειώνει, έναν τρόπο του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσαι…»

– Επιμένετε όμως στα κείμενά σας ότι κάθε απώλεια κρύβει μέσα της μια δύναμη, τη δύναμη της εξέλιξης. Πώς το εννοείτε;

«Η απώλεια, η έλλειψη μάς παρακινεί να επιθυμούμε και η επιθυμία είναι η κινητήριος δύναμη για τα πάντα στη ζωή μας. Ακριβώς εκεί βρίσκεται η δύναμη της απώλειας, στο ότι μας ωθεί να διεκδικήσουμε. Το βλέπουμε καθημερινά. Κάθε καινούργια φάση στη ζωή μας απαιτεί την εγκατάλειψη, την απώλεια μιας προηγούμενης για να προχωρήσουμε. Ηδη με τη γέννηση αποχωριζόμαστε από τον χαμένο παράδεισο της ενδομήτριας ζωής, στη συνέχεια από τη συμβιωτική σχέση με το πρώτο αντικείμενο της αγάπης, τη μητέρα. Αργότερα ο έφηβος, προκειμένου να “απογαλακτιστεί”, χρειάζεται να αποδεσμευτεί από τις παιδικές του εξαρτήσεις και να αμφισβητήσει τη γονεϊκή παντοδυναμία. Αλίμονο αν δεν το έκανε όμως!»

– Ένα επώδυνο γεγονός που για κάποιους αποβαίνει καταστροφικό στη ζωή τους για άλλους καταλήγει έναυσμα δημιουργίας. Υπό ποιες προϋποθέσεις γίνεται αυτό;

«Ο καθένας από εμάς έχει τη δυνατότητα να μετουσιώνει την οδύνη. Υπάρχει μέσα μας μια ορμή, η οποία εμφανίζεται αναπάντεχα. Βλέπουμε, για παράδειγμα, ένα μικρό παιδί να επινοεί ένα παιχνίδι για να καταπραΰνει την αγωνία του για τη μητέρα του που λείπει, έναν ψυχικά άρρωστο, χαμένο στον κόσμο του, να επινοεί έναν δικό του τρόπο ζωγραφικής και να μεταμορφώνει τους τοίχους στο άσυλο εγκλεισμού του. Oπωσδήποτε βέβαια υπάρχουν κάποιες συνθήκες που διευκολύνουν αυτή τη μετατροπή: η αίσθηση ότι κάπου μέσα στο σκοτάδι υπάρχει ελπίδα, ότι υπάρχουν χαραμάδες φωτός, η αίσθηση ότι η κίνηση που κάνουμε έχει κάποιο νόημα για μας και η αίσθηση ότι υπάρχει κάποιος (πρόσωπο ή πλαίσιο) που αναγνωρίζει τη σημασία αυτής της κίνησης και μας ενθαρρύνει».

– Ποιες απώλειες βρίσκονται πίσω από το δικό σας έργο ως συγγραφέα;

«Από παλιά με σαγήνευαν και με φόβιζαν δύο θέματα στην καρδιά των οποίων βρίσκεται μια απώλεια: η τρέλα και η μελαγχολία. Ημουν παιδί όταν ερχόταν στο σπίτι μας ένας παράξενος επισκέπτης, ένας θείος μου. “Μην του μιλάς, είναι τρελός”, μου λέγανε. Όμως έμενα ήταν ο αγαπημένος μου συγγενής. Η πιο στενή μου φίλη, που δεν ζει πια, έπασχε από διπολική διαταραχή. Προσπάθησα να ξεδιαλύνω το μυστικό της τρέλας μέσα από την επιστήμη μου, αλλά μου αντιστεκόταν. Ισως γιατί, όπως είπε ο Φουκό, “Ποτέ η ψυχολογία δεν θα μπορέσει να πει την αλήθεια για την τρέλα, γιατί η τρέλα είναι εκείνη που κατέχει την αλήθεια για την ψυχολογία”. Και έτσι διάλεξα τον δρόμο της λογοτεχνίας για να προσεγγίσω την αλήθεια αυτή».

– Ο σημερινός άνθρωπος ενδιαφέρεται, πιστεύετε, να σταθεί και να εξετάσει όσα τον πονούν, να συζητήσει για τα οφέλη της απώλειας; Η κοινωνία μας δεν είναι πολύ προσηλωμένη σε μια κουλτούρα της διασκέδασης;

«Είναι αλήθεια ότι ο αποτελεσματικός, λειτουργικός, εκσυγχρονισμένος άνθρωπος της εποχής μας αρνείται πεισματικά το πένθος. Αρνείται να έλθει αντιμέτωπος με το πλέον πανανθρώπινο και καθολικό βίωμα. Ζούμε σε μια εποχή όπου κυριαρχεί η επιταγή μιας απροϋπόθετης κίνησης “προς τα εμπρός” (όπως η αειφόρος ανάπτυξη στην οικονομία). Πρέπει, μας λένε, να προχωράμε μπροστά και να μην κοιτάμε πίσω. Με αυτούς τους όρους, η διεργασία του πένθους καθίσταται ενοχλητική παραφωνία. Ετσι όμως χάνονται μέσα από τα χέρια μας τα πολύτιμα δώρα της διεργασίας του πένθους: η αυτογνωσία, η ταπεινότητα, η συμπόνια προς τον εαυτό μας και τον άλλον, η βαθύτητα του συναισθήματος και της σκέψης, η επιείκεια και η αλληλεγγύη απέναντι στον αδύνατο».

– Πάντως, στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης, όπου θρηνούμε πολλές απώλειες σε συλλογικό επίπεδο, οι Ευρωπαίοι δεν φαίνεται να δείχνουν συμπόνια, επιείκεια και αλληλεγγύη. Τηρούν μάλλον τη στάση «όπως στρώσατε θα κοιμηθείτε». Υπάρχει «δίκαιη» απώλεια – τιμωρία και «άδικη»;

«Μην πέφτουμε σε αυτή την παγίδα. Οι πολιτικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται με όρους ψυχολογίας αλλά με όρους δύναμης, εξουσίας και συμφερόντων. Οι αγορές είναι φύσει και θέσει ανάλγητες ή – σωστότερα – δεν είναι καν ανάλγητες, είναι απρόσωπες. Η ψυχολογιοποίηση των αγορών είναι παγίδα. Το μόνο που τις αφορά είναι η μεγιστοποίηση της απόδοσης».

– Εκφράζεται από κάποιους η άποψη ότι η σημερινή κρίση – όχι μόνο η οικονομική αλλά και η πολιτική, η κοινωνική, η ηθική – , αν την αξιοποιήσουμε σωστά, μπορεί να μας κάνει να γίνουμε πιο ώριμοι, να βελτιωθούμε ως κοινωνία. Συμφωνείτε;

«Για το Θεό, μην ηθικοποιήσουμε μια κρίση που αφήνει πίσω της εκατόμβες θυμάτων! Θα μας υποχρεώσει όμως σε μια επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης μας με την απώλεια και τον θάνατο, στην αλλαγή μιας ανάπηρης φιλοσοφίας ζωής. Η δημιουργία, η εξέλιξη, παραμένει ένα ισχυρό αντίδοτο στην κρίση. Αρκεί να μην παραιτηθούμε από τη δύναμη που μας δίνει η επεξεργασία της απώλειας. Χρειάζεται όμως χρόνος. Το “εδώ και τώρα τα αλλάζουμε όλα” κινδυνεύει να μας αφήσει απογυμνωμένους απέναντι στη βαρβαρότητα μιας ανεπεξέργαστης απώλειας».

– Δεν είναι πολυτέλεια να μιλάμε για διάθεση χρόνου προκειμένου να διαχειριστούμε εσωτερικά τις απώλειές μας σήμερα που ζωτικά και επείγοντα ζητήματα μας απασχολούν ως Έλληνες πολίτες;

«Δεν είναι πολυτέλεια, αντιθέτως. Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι ετούτη η κρίση – για την οποία προφανώς και δεν είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι και συνένοχοι – , με τη βαρβαρότητα και τη βιαιότητα που ενέσκηψε, μας υποχρεώνει σε μια αδυσώπητη πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση με την απώλεια. Αν δημιουργώ σημαίνει εγκαταλείπω πρότερες βεβαιότητες και ασφάλειες και δοκιμάζομαι στο όχι γνωστό, μια τέτοια πρόκληση καλούμαστε τώρα να δοκιμάσουμε. Αν δεν καταθέσουμε τα όπλα, αν δεν φυσικοποιήσουμε αυτή την αφύσικη, επιβεβλημένη από αλλότριες δυνάμεις κατάσταση, τότε όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Το μέλλον, όπως μας διδάσκει η Ιστορία, ανήκει στην έκπληξη».