Χωρίς αμφιβολία η κρίση χρέους στην ευρωζώνη αποτέλεσε ένα απο τα φλέγοντα θέματα των αγορών και των οικονομιών κατά το 2010, ενώ είναι μάλλον σαφές, πως θα συνεχίσει να μας απασχολεί και κατά τη διάρκεια της χρονιάς που ανατέλλει οσονούπω. Μετά την Ελλάδα τον περασμένο Μάιο και την Ιρλανδία τον Νοέμβριο και ίσως την Πορτογαλία πολύ σύντομα, είναι εξάλλου σαφές ότι τα προβλήματα της ευρωζώνης δεν πρόκειται να εξαφανιστούν χωρίς αποφασιστική δράση των Αρχών της ζώνης του ευρώ, την ώρα μάλιστα που τα ερωτηματικά των αγορών δείχνουν να αυξάνουν:

Θα αντέξουν τα αδύναμα κράτη την περιοριστική πολιτική, θα μπορέσουν όλες οι χώρες της ευρωζώνης να χρηματοδοτήσουν το χρέος τους; Οι κάτοχοι ομολόγων των αδύναμων κρατών, γνωστοί και ως «bondholders» θα αναγκαστούν τελικά να εγγράψουν ζημίες από την κατοχή τέτοιων αξιών στα χαρτοφυλάκιά τους; Οι κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα οδηγήσουν τελικά στην απόσυρση των μέτρων ρευστότητας ή θα επιφέρουν μία μεγάλης κλίμακας ποσοτική χαλάρωση στην ευρωζώνη κατά τα πρότυπα άλλων χωρών όπως οι ΗΠΑ;

Οι αγορές θεωρούν πως υπάρχουν τρεις λύσεις που θα μπορούσαν να βγάλουν την ευρωζώνη απο τα προβλήματα χρέους: Η πρώτη αφορά στην πιθανότητα να επιτευχθεί στην ζώνη του ευρώ ένας ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης, ο δεύτερος να επιταχυνθεί η δημοσιονομική ολοκλήρωση και η μεταφορά κεφαλαίων εντός της ζώνης και η τρίτη να επέμβει δυναμικά η ΕΚΤ. Αφού οι δύο πρώτες λύσεις συγκεντρώνουν ελάχιστές πιθανότητες, τα μάτια στρέφονται στην τελευταία λύση.

Εάν η ΕΚΤ επρόκειτο να αρχίσει ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης τα προβλήματα της ευρωζώνης θα μπορούσαν να λυθούν εν μία νυκτί. Οι αγορές ομολόγων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, ανέρχονται εξάλλου περίπου στα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια, ή στο 14% του ΑΕΠ. Ομοίως, η Τράπεζα της Αγγλίας έχει αγοράσει ομόλογα αξίας 200 δισεκατομμυρίων στερλινών, ή 13% του ΑΕΠ. Εφαρμόζοντας αυτές τις αναλογίες στην ευρωζώνη, μία οικονομία 9 τρισ. ευρώ, η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράσει ομόλογα αξίας 1,2 – 1,3 τρισεκατομμυρίων.

Καθώς το χρέος της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ελλάδας, και της Ισπανίας που βρίσκεται στα χέρια των διεθνών επενδυτών κυμαίνεται στα 850 δισ. ευρώ, η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράσει ακόμη και ένα μεγάλο κομμάτι απο το ιταλικό χρέος το οποίο συνολικά κινείται στα 1,4 τρισ. ευρώ.

Εξάλλου, φαίνεται αναπόφευκτο ότι οι αγορές θα συνεχίσουν να δοκιμάζουν την αποφασιστικότητα των ευρωπαϊκών πολιτικών οργάνων. Η συζήτηση για τη μελλοντική χρηματοδότηση προβληματικού χρέους κρατών συνεχίζεται, αλλά οι πιθανότητες ότι η ΕΚΤ θα κληθεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο αυξάνοντας το ποσό για την αγορά κρατικών χρεογράφων, ενισχύονται. Άλλωστε, στο τέλος ενδέχεται να καταφύγει στην αγορά χρέους μεγάλου μεγέθους, τυπώνοντας χρήμα κατά τον τρόπο που κάνουν οι ΗΠΑ.

Η Γερμανία, έχοντας μνήμες από τον υπερπληθωρισμό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης της δεκαετίας του ’20, θα αντιταχθεί σε μία τέτοια λύση, αλλά όταν το διακύβευμα γίνει τόσο μεγάλο, τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ένα πλεονέκτημα: μια τέτοια στρατηγική θα μπορούσε πιθανότατα να εξασθενήσει το ευρώ, γεγονός το οποίο είναι προς το συμφέρον των γερμανικών εξαγωγών.

mantik@tovima.gr