Στο έργο του περί Δικαιοσύνης ο νομπελίστας Αμάρτια Σεν υποστήριζε πως, όταν οι άνθρωποι διαμαρτύρονται έντονα, θα πρέπει να τους ακούμε και όχι να τους λέμε να σταματήσουν πρώτα να φωνάζουν _ ή να απεργούν _ προκειμένου να τους ακούσουμε.

Αν αυτό είναι σωστό, τότε είναι φανερό ότι η κυβέρνηση οφείλει να στήσει καλά το αφτί της να ακούσει γιατί σήμερα οι πάντες μοιάζει να φωνάζουν στη διαπασών. Από τις αστικές συγκοινωνίες ως τη ΔΕΗ και από τα φαρμακεία ως τους μηχανικούς, όλοι δηλώνουν έτοιμοι για τον υπέρ πάντων αγώνα.

Ακόμη χειρότερα ο δημόσιος λόγος και η πολιτική αντιπαράθεση όλο και πιο πολύ μοιάζει να διολισθαίνουν στη βία. Δεν ήταν αυτή καθαυτή η επίθεση στον Κ. Χατζηδάκη που τρομάζει _ όσους από εμάς μας τρομάζει _ αλλά η ευκολία με την οποία ένα τέτοιο περιστατικό θεωρήθηκε φυσικό και δικαιολογημένο.

Στο γκάλοπ του ηλεκτρονικού «Βήματος» το 48% όσων συμμετείχαν εξέφρασε αυτή την άποψη. Στα περισσότερα αριστερά έντυπα, εξάλλου, πέρα από κάποιες σποραδικές επιφανειακές καταδίκες, ήταν διάχυτη η αίσθηση ότι τέτοια φαινόμενα προδικάζουν την επερχόμενη _ και ευκταία _ εξέγερση του κόσμου.

Ο πειρασμός για αφορισμούς ένθεν κακείθεν είναι μεγάλος. Αλλοι βλέπουν ότι είμαστε σε περίοδο που εγκυμονεί ρήξεις και ανατροπές, ενώ άλλοι απλώς διαπιστώνουν πόσο λεπτή είναι η γραμμή που χωρίζει τον πολιτισμό από τη βαρβαρότητα.

Το πρόβλημα ωστόσο είναι να ακούσουμε για να καταλάβουμε. Και αυτό που σήμερα ακούμε είναι τους οδηγούς που τραβάνε το χειρόφρενο, τους φαρμακοποιούς που απειλούν να κλείσουν τα φαρμακεία τους, τους πανεπιστημιακούς που κλείνουν τα πανεπιστήμια, τους συνδικαλιστές της ΔΕΗ που απειλούν προκαταβολικά να μας βυθίσουν στο σκοτάδι.

Τους οδηγεί η πείνα και η ανέχεια; Οχι βέβαια. Ισως όμως να πρόκειται για κάτι πιο επικίνδυνο. Πριν από λίγα χρόνια η προοπτική του «εκσυγχρονισμού» υποσχόταν μια νέα χρυσή εποχή για την Ελλάδα. Το εγχείρημα έδωσε όσα έδωσε και κόλλησε. Σήμερα επανέρχεται όχι όμως ως θετική προοπτική αλλά ως βίαιη κατάργηση προνομίων επάνω στα οποία οικοδομήθηκε η μεταπολιτευτική «ευμάρεια» μιας σειράς κοινωνικών κατηγοριών. Και αυτό πράγματι μπορεί να οδηγήσει σε ρήξεις και ανατροπές.

Αντιθέτως, αν όχι η πείνα, πάντως η ανέχεια πλήττει χιλιάδες ανέργους που πολύ δύσκολα θα βρουν δουλειά. Αυτοί χρειάζονται την αλληλεγγύη τη δική μας και της πολιτείας. Τους ακούει κανείς; Οχι βέβαια. Να λοιπόν και η θετική πρόταση της στήλης: αντί για απεργίες, που μειώνουν έτσι κι αλλιώς τις αμοιβές μας, αντί για αυτή την παράλογη σπατάλη ενέργειας και… χημικών, να κάνουμε τα μεροκάματα της αλληλεγγύης. Μία φορά τον μήνα να απεργούμε δουλεύοντας και τα μεροκάματα να πηγαίνουν στο ταμείο ανεργίας. Το ίδιο δε ποσό να υποχρεούνται να καταθέτουν και οι εργοδότες.

Ως κοινωνία θα γίνουμε πλουσιότεροι και δεν θα διαμαρτύρονται και οι έμποροι, μέρες που έρχονται…