Την απελευθέρωση των αγορών προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας ζητεί από την κυβέρνηση η Τράπεζα της Ελλάδος, χαρακτηρίζοντας απαραίτητη τη συγκεκριμένη συνταγή διαρθρωτικών αλλαγών παράλληλα με τη δημοσιονομική εξυγίανση. Ο διοικητής της ελληνικής νομισματικής αρχής κ. Γ. Προβόπουλος εκτιμά ότι η έξοδος από την ύφεση και η επιστροφή σε αναπτυξιακή τροχιά περνά από την ενίσχυση της πληγείσας την τελευταία 15ετία ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Τα παραπάνω επισημαίνονται μεταξύ άλλων από την Κεντρική Τράπεζα με αφορμή τη δημοσίευση ενός πολυσέλιδου τόμου στον οποίο περιλαμβάνονται επί μέρους μελέτες για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας.

Οπως τονίζει ο κ. Προβόπουλος στο προλογικό του σημείωμα, στις συνθήκες της σημερινής κρίσης στην Ελλάδα ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνεται πρωτίστως στις σοβαρές δημοσιονομικές προκλήσεις. « Ωστόσο υπάρχει μια πρόσθετη επίσης μεγάλη πρόκληση:η εξωτερική ανισορροπία της οικονομίας, με τη μορφή του μεγάλου και επίμονου ελλείμματος του ισοζυγίουτρεχουσών συναλλαγών» υπογραμμίζει ο κεντρικός τραπεζίτης, εξηγώντας ότι «αυτές οι δύο προκλήσεις είναι αλληλένδετες, στον βαθμό που το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα συνδέεται με το χρόνιο υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών».

Σύμφωνα με την ΤτΕ, από τη δεκαετία του 1960 ως τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην Ελλάδα διαμορφωνόταν μεταξύ 0%-5% του ΑΕΠ. Από το 2000 και μετά η κατάσταση άλλαξε δραματικά προς το χειρότερο και το έλλειμμα κορυφώθηκε στο 14% του ΑΕΠ το 2008. Τα υψηλά και παρατεταμένα ελλείμματα, τα οποία αντανακλούν την ανεπάρκεια της αποταμίευσης, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, δημιουργούν εξωτερικό χρέος.

Τα χρέη δεν μπορούν να συνεχίζουν να συσσωρεύονται επ΄ άπειρον, αφού πρέπει καθ΄ οδόν να εξυπηρετούνται και στη λήξη τους να αποπληρώνονται. Το γεγονός αυτό καταρρίπτει και την υπερβολικά αισιόδοξη άποψη ότι τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εντός μιας νομισματικής ένωσης δεν έχουν σημασία. Μπορεί μεν για μια χώρα που μετέχει σε μια νομισματική ένωση να μην αποτυπώνεται στο εθνικό της νόμισμα η ανησυχία των αγορών για τη δυναμική του χρέους, αντανακλάται όμως στους όρους δανεισμού της.

Σε μακροοικονομικό επίπεδο, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι η ανάπτυξη προήλθε κυρίως από την πλευρά της ζήτησης, από το γεγονός δηλαδή ότι η εγχώρια ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών υπερβαίνει το δυνητικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας αντανακλώντας τις εσωτερικές ανισορροπίες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.

Σε μικρο-οικονομικό επίπεδο, μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ ανταγωνιστικότητας τιμών/ κόστους και διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Οι σχετικοί δείκτες καταγράφουν για την Ελλάδα, από την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, μια σωρευτική ως σήμερα απώλεια ανταγωνιστικότητας τιμών/ κόστους της τάξεως του 20%-25%. Το γεγονός αυτό θέτει το ερώτημα κατά πόσον η παραγωγή είναι προσανατολισμένη προς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σύμφωνα με την τρίτη οπτική γωνία, η βελτίωση των μακροοικονομικών επιδόσεων μιας χώρας μέσω ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας ανάγεται τελικά σε ζήτημα βελτίωσης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών, δηλαδή της παραγωγικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου.

Κίνητρα και ευκαιρίες στο εργατικό δυναμικό

Η Τράπεζα της Ελλάδος τονίζει ότι η μικρο-οικονομική προσέγγιση δίνει έμφαση στην ανάγκη να βελτιωθούν οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας από την πλευρά της προσφοράς και να προωθηθούν η εξωστρέφεια και η ευελιξία στην αντιμετώπιση των εξωτερικών κραδασμών που μπορεί να προκύψουν στη Νομισματική Ενωση.

Για τον σκοπό αυτόν απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης, και στις αγορές προϊόντων, καθώς και αναβάθμιση της ποιότητας των θεσμών. Παράλληλα η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας πρέπει να ενισχύει τα κίνητρα και τις ευκαιρίες συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, να βελτιώνει διαρκώς την ποιότητα ανθρώπινου κεφαλαίου και να παρέχει στην αγορά εργασίας την ευελιξία που επιτρέπει ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων από απροσδόκητες διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου.

Την ίδια στιγμή η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου θα οδηγήσει σε υψηλότερη συνολική παραγωγικότητα, ενισχύοντας έτσι, σε μόνιμη βάση, τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης και απασχόλησης.

Παράλληλα με τη βελτίωση της εκπαίδευσης, μεγαλύτερη έμφαση πρέπει να δίνεται γενικότερα στην ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση και ιδιαίτερα στην απόκτηση δεξιοτήτων συμβατών με τις ευκαιρίες και τις νέες θέσεις απασχόλησης που δημιουργεί η πρόοδος της τεχνολογίας.