Οι «Sunday Τimes» τον αποκάλεσαν «μάστορα της ιστορικής αφήγησης». Ο Γκάιλς Μίλτον, γεννημένος στην Αγγλία το 1966, είναι από τους δημοφιλέστερους ευρωπαίους ιστορικούς και τα βιβλία του έχουν αποσπάσει διθυραμβικά σχόλια από την κριτική. Σε αυτά περιλαμβάνονται έξι ιστορικές μελέτες, δύο μυθιστορήματα και δύο βιβλία για παιδιά. Το πλέον πρόσφατο ιστορικό έργο του Χαμένος παράδεισος, Σμύρνη 1922, που κυκλοφόρησε στη Βρετανία και πριν από δύο χρόνια εκδόθηκε και στα ελληνικά (από τις εκδόσεις Μίνωας), αποτέλεσε τεράστια εμπορική επιτυχία. Εφέτος, καθώς συμπληρώνονται 88 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή και το κάψιμο της Σμύρνης επικοινωνήσαμε με τον συγγραφέα ο οποίος παραχώρησε αποκλειστικά στο «Βήμα» τη συνέντευξη που ακολουθεί.

Ο Γκάιλς Μίλτον

– Κύριε Μίλτον,το βιβλίο σας «Σμύρνη,ο χαμένος παράδεισος»,σημείωσε τεράστια εκδοτική επιτυχία στην Ελλάδα,μολονότι δεν είναι βιβλίο μυθοπλασίας.Πώς αισθάνεστε για αυτό και πώς το εξηγείτε;

«Είμαι εξαιρετικά ευχαριστημένος με την επιτυχία του βιβλίου μου στην Ελλάδα. Νομίζω ότι οφείλεται στο γεγονός ότι η προσέγγιση που επιχείρησα ήταν ισορροπημένη. Η απόσταση του χρόνου, όπως και το ότι, λόγω καταγωγής, μπορούσα να τηρήσω τη στάση του ουδέτερου- όχι όμως και αδιάφορου- παρατηρητή υπήρξαν δύο επιπλέον καθοριστικοί παράγοντες. Ας προσθέσω βεβαίως και κάτι ακόμη, σημαντικό κατά τη γνώμη μου: το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των ντοκουμέντων και των αρχείων στα οποία ανέτρεξα τα συνιστούν οι αφηγήσεις και τα αρχεία των απογόνων των Λεβαντίνων που ζούσαν στη Σμύρνη. Οι Λεβαντίνοι έχασαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους αλλά τήρησαν λίγο- πολύ ουδέτερη στάση και δεν υπέστησαν τις σφαγές των Ελλήνων και των Αρμενίων. Ηταν ένας καλός τρόπος να εξετάσει κανείς τα γεγονότα- ας το πω, κάπως αντικειμενικότερα και με μικρότερη ή εν πάση περιπτώσει ελεγχόμενη συναισθηματική φόρτιση». – Τι υποδοχή είχε η έκδοση του βιβλίου σας στην Τουρκία;

«Είχε εξαιρετική υποδοχή, πράγμα που με εξέπληξε και το θεωρώ ευοίωνο σημάδι. Ως φαίνεται οι νεότεροι ερευνητές έχουν αρχίσει να βλέπουν αντικειμενικότερα όσα συνέβησαν το 1922».

– Με ποια αφορμή αποφασίσατε να ασχοληθείτε με ένα θέμα που δεν ανήκει στις πρώτες προτεραιότητες των ιστορικών της Δύσης;

«Τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα, ανεξαρτήτως των επιθυμιών μας, ξεκινούν συχνά από μια σύμπτωση. Στην περίπτωσή μου οφείλεται στο ότι ένα κεφάλαιο του μυθιστορήματός μου Εdward Τrencom΄s Νose διαδραματίζεται στη Σμύρνη εκείνης της εποχής. Εντουαρντ Τρένκομ είναι το όνομα του κεντρικού ήρωα, ενός περίεργου βρετανού τζέντλεμαν με μεγάλη μύτη. Αλλά γρήγορα αντελήφθην ότι όσα έγραφα εκεί για τη Σμύρνη ήταν ελάχιστα σε σχέση με όσα συνέβησαν, εκ των οποίων τα περισσότερα δεν τα γνώριζα. Ως ιστορικός, όπως καταλαβαίνετε, βρισκόμουν μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση. Αποφάσισα λοιπόν να ερευνήσω το θέμα ευρύτερα, προκειμένου να σχηματίσω πληρέστερη εικόνα, κυρίως όμως προκειμένου να καταλάβω τι σήμαινε για τότε και για τώρα αυτή η τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή».

– Πόσο καιρό σάς πήρε να γράψετε τον «Χαμένο παράδεισο»;

«Μου πήρε δύο χρόνια για να τον γράψω, αλλά πολύ περισσότερα να ερευνήσω τα αρχεία, να συλλέξω τα απαραίτητα στοιχεία, αρκετά από τα οποία δεν ήταν ως τότε γνωστά, να συναντήσω και να συνομιλήσω με τους επιζώντες της εποχής ή τους απογόνους τους. Πολλές από τις συνομιλίες αυτές ήταν αποκαλυπτικές. Αλλες για τα γεγονότα που αποκάλυπταν και άλλες για το μέγεθος της άγνοιας κάποιων συνομιλητών μου. Στις ΗΠΑ, λ.χ., υπάρχουν σήμερα χιλιάδες ελληνοαμερικανοί απόγονοι προσφύγων από τη Σμύρνη ή τη Μι κρά Ασία. Οι περισσότεροι από όσους συνάντησα δεν είχαν ιδέα για το τι πραγματικά συνέβη. Ηταν αναπόφευκτο, αφού οι γονείς ή οι παππούδες τους απέφευγαν να τους μιλήσουν για τη Μικρασιατική Καταστροφή, ως εάν να ήταν μια μαύρη σελίδα στη ζωή τους στην οποία δεν ήθελαν να επιστρέψουν. Με όσους επιζώντες μίλησα φυσικά, που δέχτηκαν να μοιραστούν μαζί μου τις αναμνήσεις τους, διαπίστωσα σχεδόν από την πρώτη στιγμή πως κρατούσαν ζωντανές μέσα τους τις επώδυνες εμπειρίες. Μιλούσαν με πάθος και νοσταλγία για τα προ του 1922 χρόνια. Κουβέντιαζες για λίγες ώρες μαζί τους και αποκόμιζες την αίσθηση πως ήταν σαν να τους έκλεβες τις αναμνήσεις αυτές, που οι ίδιοι ήθελαν να τις κρατήσουν μόνο για τον εαυτό τους. Οι συνεντεύξεις με τους επιζώντες πρόσφυγες, ιδιαίτερα με τους Λεβαντίνους, ήταν από τις δυσκολότερες που πήρα στη διάρκεια της δημοσιογραφικής μου καριέρας».

– Στο βιβλίο σας διαπιστώνει κανείς ότι δεν υπάρχει ίχνος αισθηματολογίας. Ταυτοχρόνως όμως η συναισθηματική φόρτιση είναι πολύ έντονη.Πώς καταφέρατε να ισορροπήσετε ανάμεσα στα αισθήματα και στα γεγονότα; Να γράψετε δηλαδή ένα βιβλίο και ως ιστορικός αλλά και ως μυθιστοριογράφος;

«Δεν ήταν καθόλου εύκολο, όπως αντιλαμβάνεσθε. Είναι εξαιρετικά δύσκολο σε τέτοιες περιπτώσεις να παραμείνει κανείς απαθής. Είχαμε και άλλες γενοκτονίες στον αιώνα που μας πέρασε και μάλιστα πολύ πρόσφατα, στη Ρουάντα, για παράδειγμα, το 1994, αλλά η καταστροφή της Σμύρνης υπήρξε κατά τη γνώμη μου η πρώτη μεγάλη ανθρωπιστική καταστροφή του 20ού αιώνα. Εκτός αυτού όμως θεώρησα ότι ήταν αναγκαίο να ειπωθεί καθαρά, στον αγγλόφωνο κόσμο τουλάχιστον, ποιος ήταν πραγματικά ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή και ιδιαίτερα των Αγγλων και των Αμερικανών, γιατί αυτό δεν είναι και πολύ γνωστό σε εμάς, ξέρετε. Τι σήμαινε, με άλλα λόγια, για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους εκείνο το οποίο κατ΄ ευφημισμόν αποκαλείται “ρεαλιστική πολιτική”, που πληρώθηκε με αίμα, δάκρυα, εξανδραποδισμό και στρατιές προσφύγων. Οι Αγγλοι θα έπρεπε να αισθάνονται ντροπή για αυτό, όσον αφορά τουλάχιστον το μέρος της ευθύνης που τους αναλογεί. Και για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως το 1922 είχαμε γενοκτονία. Πως το 1922 είναι μαζί μας».

– Αναφέρεστε βέβαια στην ηθική πλευρά του θέματος.

«Ασφαλώς. Πρέπει να θυμόμαστε τον κυνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων και τις ευθύνες τους για τις ανθρώπινες καταστροφές του 20ού αιώνα. Το 1922 ήταν έκφραση της “ρεαλιστικής πολιτικής” στη χειρότερη μορφή της. Ο Λόιντ Τζορτζ (σ.σ.: πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας ως το 1922) στην αρχή πείστηκε από τον Βενιζέλο να ενεργήσει όπως ενήργησε και στο τέλος ως άλλος “Πόντιος Πιλάτος” ένιψε τας χείρας του. Την ηθική πλευρά της πολιτικής τη θυμούνται φυσικά οι θεράποντές της και τη χρησιμοποιούν όποτε νομίζουν ότι τους εξυπηρετεί.

Να σας δώσω ένα σχετικά πρόσφατο παράδειγμα: τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του ο Τόνι Μπλερ διακήρυξε την ανάγκη για μια “ηθική εξωτερική πολιτική” την οποία βέβαια λησμόνησε πέντε λεπτά αργότερα, ακολουθώντας τον Τζορτζ Μπους στην ολέθρια περιπέτεια της εισβολής στο Ιράκ».

– Ποιος νομίζετε ότι ευθύνεται για τη φωτιά που κατέστρεψε τη Σμύρνη μετά την είσοδο των κεμαλικών στρατευμάτων στην πόλη; «Υπάρχουν τούρκοι ιστορικοί που ισχυρίζονται ότι τη φωτιά την έβαλαν οι Αρμένιοι. Είναι γελοίο βέβαια να λέμε ότι οι Αρμένιοι έβαλαν φωτιά να κάψουν τη Σμύρνη, δηλαδή τον τόπο όπου ζούσαν, και τα σπίτια τους. Ο ελληνικός στρατός επίσης ήταν αδύνατον να κάνει κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι οπισθοχωρούσε πανικόβλητος. Τη φωτιά κατά τη γνώμη μου την έβαλαν άτακτοι Τούρκοι σε συνεργασία με τον τακτικό τουρκικό στρατό. Ενδέχεται να μην είχαν την πρόθεση να κάψουν όλη την πόλη αλλά μόνο τις περιοχές όπου ζούσαν οι Ελληνες και οι Αρμένιοι, αφήνοντας άθικτη την τουρκική συνοικία. Αλλά μια φωτιά τέτοιων διαστάσεων και υπό τις συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν- τότε- ήταν αδύνατον να ελεγχθεί».

– Πώς εξηγείται το γεγονός ότι μετά την καταστροφή και τον διωγμό των Ελλήνων,των Αρμενίων και των Λεβαντίνων από την πόλη η Σμύρνη έχασε τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της και σήμερα δεν υπάρχει ίχνος από τη λάμψη του παρελθόντος της; «Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας υπήρξε αναμφίβολα το κύριο γνώρισμα της Σμύρνης που την καθιστούσε μια από τις συναρπαστικότερες πόλεις της Μεσογείου. Για την ακρίβεια ήταν η πρώτη που χαρακτηρίστηκε κοσμοπολίτικη στην Ευρώπη του 20ού αιώνα, μπορώ να πω πιο κοσμοπολίτικη ακόμη και από την Αλεξάνδρεια. Ηταν μια πόλη όπου συνέκλιναν οι θρησκευτικές διαφορές, ενώ οι εθνότητες οι οποίες την αποτελούσαν είχαν πολλά κοινά γνωρίσματα που τις διέκριναν αλλά και τις χαρακτήριζαν. Να προσθέσω ακόμη ότι το θρησκευτικό αίσθημα του καθενός ήταν λίγο- πολύ σεβαστό- χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι όλα ήταν ανέφελα. Επρόκειτο επομένως για μια πόλη-υπόδειγμα συνύπαρξης των διαφορών, δηλαδή ανεκτικότητας, για την οποία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο αρχίσαμε να μιλάμε ανοιχτά στην Ευρώπη και να την υποστηρίζουμε. Αυτά όλα δεν χάθηκαν μόνο εξαιτίας της καταστροφής. Ο τουρκικός εθνικισμός, όπως εκφράστηκε μέσω του κεμαλικού δόγματος του εκτουρκισμού, κατέστρεψε οριστικά τον πολυεθνικό χαρακτήρα της πόλης. Η Σμύρνη μετατράπηκε σε μιαν ακόμη επαρχιακή τουρκική πόλη. Ορισμένοι από τους Λεβαντίνους που έφυγαν το 1922 επέστρεψαν μερικά χρόνια αργότερα, αλλά η Σμύρνη δεν ήταν πια η ίδια πόλη και δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναγίνει εκείνο που υπήρξε».

– Οι Λεβαντίνοι φεύγοντας από τη Σμύρνη τι προβλήματα προσαρμογής αντιμετώπισαν;

«Οχι φυσικά τα προβλήματα των ελλήνων προσφύγων της Μικράς Ασίας. Ηταν παλιές οικογένειες για τις οποίες το κοινωνικό καθεστώς και η οικονομική ευχέρεια έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή τους και όχι το εθνικό συναίσθημα. Οι Λεβαντίνοι δεν παρουσιάζουν σοβαρές ομοιότητες σε αυτό το επίπεδο ούτε με τους εβραίους της Διασποράς. Ηταν κοσμοπολίτες με όλη τη σημασία της λέξης, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι ο ξεριζωμός τους από την πόλη δεν τους κόστισε- το αντίθετο. Γι΄ αυτό και έκανα τεράστιες προσπάθειες να αποκτήσω πρόσβαση στα προσωπικά ημερολόγια και στα οικογενειακά αρχεία τους. Ολα αυτά τα θεωρούσαν πολύ προσωπικά για να επιτρέψουν στον οιονδήποτε να τα δει και να τα χρησιμοποιήσει, ακόμη και για καθαρά ερευνητικούς σκοπούς».

– Θα μπορούσε,λέτε,να αποφευχθεί η καταστροφή της Σμύρνης;

«Αυτή είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση. Νομίζω ότι όπως είχαν έλθει τα πράγματα η καταστροφή ήταν αναπόφευκτη. Το ζήτημα είναι πως ούτε οι Αγγλοι ούτε οι Αμερικανοί έκαναν οτιδήποτε για να την αποτρέψουν. Εκείνο που θα μπορούσε να αποτραπεί φυσικά ήταν η τρομερή αιματοχυσία. Αλλά για αυτό δεν έγινε απολύτως τίποτε».

Να αναδημιουργήσουμε τη Σμύρνη

Λεβαντίνικο σπίτι της Σμύρνης όπως είναι σήμερα

– Σήμερα,88 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή,ποιο θα λέγατε ότι είναι το δίδαγμα που θα έπρεπε να αποκομίσουμε;

«Η αναδρομική ανάληψη ευθυνών μοιάζει εύκολη, ιδίως αν έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε. Αλλά πρέπει πάντοτε να θυμόμαστε, αν δεν θέλουμε να βλέπουμε την Ιστορία να επαναλαμβάνεται. Πέραν όμως αυτού θεωρώ πως είναι εξαιρετικά σημαντικό στη σημερινή εποχή να προσπαθήσουμε να αναδημιουργήσουμε ιδεατά τη Σμύρνη που χάθηκε, τον πολιτισμό που έσβησε, την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία άνθησε η κοινωνική και πολιτιστική ζωή της. Αυτό ισχύει για όλους μας. Οσον αφορά την ελληνική και την τουρκική πλευρά, χρειάζεται διεξοδικότερη έρευνα, μεγαλύτερη προσπάθεια να διερευνηθούν όλες οι πτυχές του δράματος. Η προσπάθεια αυτή θα αναδείξει τα κοινά στοιχεία των δύο λαών και θα βοηθήσει στην καλύτερη επικοινωνία, άρα και στην αναγκαία κατανόηση. Η Τουρκία επιπλέον επιδιώκει να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτό δεν θα μπορέσει να το επιτύχει αν δεν προβεί σε δομικές αλλαγές και αν δεν πάψει να είναι τόσο πολύ εξαρτημένη από το κεμαλικό παρελθόν της».