Εχει πέσει η Ελλάδα θύμα της κλιματικής αλλαγής και τι προβλέψεις υπάρχουν για το μέλλον; Επτά άνθρωποι που ξέρουν από… καιρό απαντούν στα ερωτήματα, κάποιοι με περιβαλλοντικές ή επιστημονικές περγαμηνές και άλλοι με τη βιωματική γνώση.

Δημήτρης Ζάννες
ψαράς, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Παράκτιων Αλιέων Νοτίου Αιγαίου

«Κάνω 20 χρόνια αυτή τη δουλειά και έχω δει τεράστιες αλλαγές. Παρ’ όλο που χρησιμοποιούμε πιο σύγχρονα εργαλεία και μεθόδους αλιείας, αλλά και καλύτερα ηλεκτρονικά μηχανήματα, υπάρχει μείωση της παραγωγής μας κατά 20% ως 30% συγκριτικά με πριν από περίπου επτά χρόνια. Ολο και σπανιότερα βγάζουμε μεγάλα ψάρια, ενώ παράλληλα χάνουμε κάποια είδη ψαριών όπως η γόπα, το φαγκρί, το σκαθάρι. Βέβαια, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν αυτά οφείλονται στην κλιματική αλλαγή ή στην υπεραλίευση, η οποία, για εμάς, ευθύνεται κατά 80%, δεδομένου ότι σε περιοχές που έχουν καιρό να αλιευθούν βρίσκουμε τα συγκεκριμένα είδη. Επίσης, πλέον τα βυθόμετρά μας διαθέτουν θερμόμετρα και παρατηρούμε ότι τα νερά ζεσταίνονται νωρίτερα πια. Χαρακτηριστικό είναι ότι παρατηρείται μετατόπιση ψαριών, κάποια είδη που θα έπρεπε την εποχή που γεννούν να βρίσκονται σε ρηχά νερά τα βλέπουμε βαθύτερα – όσο απομακρύνεσαι από την ακτή οι θερμοκρασίες είναι πιο σταθερές. Οι αλλαγές δεν συνεπάγονται βέβαια ότι θα χάσουμε τα αλιεύματά μας, γιατί, φεύγοντας κάποια ψάρια ή πηγαίνοντας σε άλλα νερά, θα έρθουν άλλα είδη. Πάντως, αν ο επιστημονικός κόσμος και η επίσημη πολιτεία εκμεταλλεύονταν την εμπειρία μας και τη συνδύαζαν με τις γνώσεις τους, θα μπορούσαμε να ξέρουμε πού ακριβώς οφείλονται οι αλλαγές που συμβαίνουν στον θαλάσσιο χώρο».

Ελενα Γεωργοπούλου ερευνήτρια στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών

«Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι το κλίμα στην Ελλάδα, όπως και σε πολλά άλλα μέρη, αλλάζει. Αυτό είναι πολύ πιο εμφανές αν εξετάσει κανείς τις μακροχρόνιες τάσεις μεταβολής των θερμοκρασιών και των βροχοπτώσεων παρά ένα μεμονωμένο θερμό ή ψυχρό επεισόδιο. Στον μετεωρολογικό σταθμό του Θησείου υπάρχουν δεδομένα από τη δεκαετία του 1890, βάσει των οποίων στο παρελθόν υπήρξαν περίοδοι θέρμανσης τις οποίες διαδέχτηκαν περίοδοι ψύξης, αλλά από το 1990 και μετά υπάρχει πολύ έντονη τάση αύξησης της θερμοκρασίας και μείωσης των βροχοπτώσεων: Το καλοκαίρι του 2007 όχι μόνο ήταν το πιο ζεστό στην ιστορία του σταθμού του Θησείου, αλλά είχε και την υψηλότερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί (45 βαθμοί Κελσίου). Αντίστοιχα, ο Δεκέμβριος του 2009 ήταν ο δεύτερος πιο θερμός ιστορικά από το 1960. Δεν πιστεύω ότι η ανθρώπινη παρέμβαση επηρεάζει πια την αλλαγή του κλίματος τόσο πολύ όσο στο παρελθόν: Αν δει κανείς την τάση εξέλιξης της θερμοκρασίας στον μετεωρολογικό σταθμό του Θησείου, που βρίσκεται μέσα στον αστικό ιστό, μπορεί να πει ότι μια αύξηση τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 δικαιολογείται από αυτό, αλλά από το 1990 και μετά η αστικοποίηση της γύρω περιοχής ουσιαστικά έχει ολοκληρωθεί. Ενα βασικό μήνυμα, πάντως, είναι ότι όσο και αν μειώσουμε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, δεν υπάρχει περίπτωση να καταφέρουμε να μηδενίσουμε τις αρχικές επιπτώσεις στην κλιματική αλλαγή. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να υπολογίσουμε κάπως τις αρχικές επιπτώσεις και να κάνουμε διάφορες δράσεις προσαρμογής, θέματα για τα οποία στην Ελλάδα δεν υπάρχει εθνική μελέτη μέχρι στιγμής».

Γιώργος Γωνιωτάκης
ελαιοπαραγωγός στον Νομό Χανίων, πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Αγροτικών
Συλλόγων Ελλάδος (ΓΕΣΑΣΕ)

«Ηδη βιώνουμε κλιματικές αλλαγές. Εφέτος, σε πολλές περιοχές, και ειδικότερα στον Νότο, είχαμε πολύ λιγότερες βροχοπτώσεις σε σύγκριση με άλλα χρόνια, που σημαίνει αύξηση της αρδευτικής περιόδου και άρα του κόστους παραγωγής. Πολλές φορές τα διάφορα ερευνητικά κέντρα μετρούν τις βροχοπτώσεις και βγάζοντας τον ετήσιο μέσο όρο μπορεί να βρεθεί μια ασήμαντη μείωση. Ωστόσο πιο σημαντικό είναι ότι οι βροχοπτώσεις δεν κατανέμονται πια όπως συνέβαινε παλαιότερα, τότε που υπήρχαν συχνότερες και μικρότερες βροχοπτώσεις. Επίσης έχουμε χιονοπτώσεις σε περιοχές που δεν το είχαμε συνηθίσει και αντιστρόφως. Ο εφετινός ήπιος χειμώνας είχε αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των εντόμων και άρα τη χρήση περισσότερων φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων – αν και ο παραγωγός προσπαθεί από μόνος του να τα μειώνει διότι το κόστος είναι τεράστιο. Ο καιρός είναι πια σαν το χρηματιστήριο, πάει πάνω-κάτω: Τον Δεκέμβριο του 2005 και του 2006 στην Κρήτη μαζεύαμε ελιές με κοντομάνικο μπλουζάκι. Το 2004 και το 2008 είχαμε χιονοπτώσεις. Θυμάμαι ότι παλαιότερα στη Μακεδονία οι όποιες εργασίες στα χωράφια γίνονταν ως τις αρχές Δεκεμβρίου και μετά, ως τον Μάρτιο, οι αγρότες δεν έκαναν τίποτε. Μάλιστα, περίπου ως το 1985, επειδή δεν είχαν δουλειά, κάποιοι κατέβαιναν στην Κρήτη ή στην Πελοπόννησο και μάζευαν ελιές. Σήμερα γίνεται καλλιέργεια σπαραγγιού στη Μακεδονία. Πάντως, όσον αφορά τη γεωργία δεν μιλάμε σοβαρά για πράσινη ανάπτυξη και πράσινη οικονομία, αν δεν απαντήσουμε στο τι θα κάνουμε με το νερό, αν δεν δούμε πώς θα εφαρμόσουμε τις νέες τεχνολογίες στην άρδευση και πώς θα παράγουμε νέα γενιά χημικών λιπασμάτων, φιλικότερων προς το περιβάλλον, με τις ελληνικές επιχειρήσεις να παίζουν παραγωγικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση».

Θοδωρής Κολυδάς
μετεωρολόγος

«Πρέπει να δούμε τις υπάρχουσες αλλαγές υπό το πρίσμα της αλλαγής του περιβάλλοντος, όπως αυτό επηρεάζεται από τη δόμηση και την ανθρώπινη παρέμβαση. Μιλάμε για ακραία καιρικά φαινόμενα, αλλά θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι ουσιαστικά ακραία είναι τα αποτελέσματά τους: Πριν από 50 χρόνια η Αθήνα είχε 1.000 ρέματα. Σήμερα υπάρχουν 50 ρέματα, με μεγαλύτερες απορροές: Αν ένα από αυτά βουλώσει, θα δημιουργηθούν εικοσαπλάσια προβλήματα σε σχέση με το παρελθόν. Ας μην ξεχνάμε ότι περιοχές έχουν αποψιλωθεί, ενώ αλλού (όπως στον Υμηττό με τις κεραίες του) υπάρχουν ηλεκτρομαγνητικά κύματα τα οποία μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά του κλίματος σε τοπικό επίπεδο. Ακόμη οι σταθμοί μέτρησης είναι περισσότεροι, οπότε η καταγραφή των τοπικών φαινομένων είναι λεπτομερέστερη: Πριν από περίπου 20 χρόνια είχαμε τέσσερις μετεωρολογικούς σταθμούς στο Λεκανοπέδιο, ενώ σήμερα υπάρχουν 20 σταθμοί της ΕΜΥ και περίπου 40 από ερασιτέχνες μετεωρολόγους. Συνεπώς, ένα φαινόμενο μπορεί να υπήρχε και πριν από 20 ή 30 χρόνια, αλλά να μην το γνωρίζαμε. Εξάλλου, οι αλλαγές της θερμοκρασίας οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι αλλάζει το μικροκλίμα κάποιων περιοχών. Αυτή τη στιγμή η άνοδος της θερμοκρασίας οφείλεται ως επί το πλείστον στην αστικοποίηση και η μείωση των βροχοπτώσεων στην απουσία δασών από τις περιοχές όπου έχουμε μετεωρολογικούς σταθμούς. Το ερώτημα είναι “αν βουλιάζαμε τα κτίρια και φυτεύαμε ξανά τα δέντρα, θα επιστρέφαμε στις θερμοκρασίες του παρελθόντος;”. Υπάρχει πρόβλημα αλλά συχνά οδηγούμαστε σε λάθος συμπεράσματα αναφορικά με το τι είναι κλιματική και τι περιβαλλοντική αλλαγή».

Ηλίας Αποστολίδης
δασολόγος

«Στην προκειμένη περίπτωση τυχαίνει το βασικό αέριο που προξενεί την κλιματική αλλαγή (περίπου το 80% των αερίων του θερμοκηπίου είναι διοξείδιο του άνθρακα) να λειτουργεί θετικά, αφού αποτελεί τροφή για τα δάση. Από την άλλη, η άνοδος της θερμοκρασίας αυξάνει τις πιθανότητες να έχουμε φωτιές, διότι ξερά δάση και ξερή βιομάζα μπορούν πιο εύκολα να πάρουν ή να μεταδώσουν φωτιά. Ως παρατήρηση – και όχι ως επιστημονική διαπίστωση – μπορούμε να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε κάποιες πολύ σημαντικές μεταβολές στη συμπεριφορά των δασών, όπως οι πολύ εκτεταμένες ξηράνσεις σε ελατοδάση. Τα τελευταία χρόνια έχουμε επίσης το φαινόμενο – για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα – να καίγονται δάση σε υψηλά υψόμετρα, όπως το δάσος της Πάρνηθας, της Πελοποννήσου, του Ταΰγετου, του Πάρνωνα, της Αχαΐας. Αυτό είναι μια ένδειξη ότι είτε αυξάνεται η θερμοκρασία είτε ότι τα δάση μας είναι πιο τρωτά. Ενας τρίτος πολύ σημαντικός παράγοντας είναι οι μεγάλες, ανεξέλεγκτες πυρκαγιές, όπως αυτές του 2000, του 2007 και του 2009, τις οποίες κάποιοι συνδέουν με την κλιματική αλλαγή. Τέλος, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις και κάποιες καταγραφές ότι μειώνεται η βιοποικιλότητα στα δάση. Ειδικά για τη χλωρίδα κάποιοι ισχυρίζονται ότι έχουμε σημαντικές εξαφανίσεις ειδών από περιοχές, ενώ επιστήμονες λένε ότι κάποια είδη θα μετακομίσουν βόρεια. Μάλιστα οι Γερμανοί, κάνοντας χιούμορ, – αν και δεν ξέρω πόσο χιούμορ έχουν – λένε ότι “περιμένουμε την κεφαλληνιακή ελάτη στη Γερμανία”, εννοώντας ότι όσο αυξάνεται η θερμοκρασία στις νότιες περιοχές της Ευρώπης οι ζώνες βλάστησης θα μετακομίσουν βόρεια. Κλιματική αλλαγή έχουμε. Το ζήτημα είναι αν οφείλεται στον άνθρωπο ή στην εξέλιξη του γήινου οικοσυστήματος».

Πάνος Δρίβας
διευθυντής χιονοδρομικού κέντρου Παρνασσού

«Θεωρώ ενδεικτική την προσέλευση των χιονοδρόμων. Κοιτάζοντας την εξέλιξή της στις τρεις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρούμε ότι η ελάχιστη καταγράφηκε τους χειμώνες 1989-1990, 2000-2001 και 2006-2007 (με περίπου 40.000 χιονοδρόμους κατά μέσον όρο κάθε φορά) και η μέγιστη τους χειμώνες 1988-1989, 2002-2003 και 2008-2009, όταν φτάσαμε στους περίπου 120.000 χιονοδρόμους, τη στιγμή που ο ετήσιος μέσος όρος είναι περίπου 75.000 επισκέπτες. Βλέπουμε λοιπόν ότι από τα 30 χρόνια τα δύο από τα τρία ελάχιστα και μέγιστα δεδομένα καταγράφονται κατά την πρόσφατη δεκαετία. Και αν θεωρήσουμε ότι η προσέλευση των χιονοδρόμων επηρεάζεται σημαντικά από τις συνθήκες χιόνωσης – χιονοκάλυψης και γενικά από τις συνθήκες που δίνουν δυνατότητα χιονοδρομίας στο βουνό (διότι εκτός από το χιόνι, σημαντικό ρόλο παίζει και ο αέρας), τότε υποψιάζομαι ότι οδεύουμε σε συνθήκες περισσότερο άστατου καιρού. Παράλληλα παρατηρείται άνοδος της έντασης του ανέμου, δηλαδή ενώ κάποτε μετρούσαμε στις κορυφές των αναβατήρων – που στον Παρνασσό είναι και βουνοκορφές – ταχύτητες της τάξεως των 120 χλμ./ώρα-150 χλμ./ώρα, εφέτος μετρήσαμε 270 χλμ./ώρα. Επίσης έχουμε την αίσθηση ότι – μάλλον λόγω ανόδου θερμοκρασίας και μείωσης χιονοπτώσεων – η βάση του χιονοδρομικού μετατοπίζεται προς μεγαλύτερο υψόμετρο και συγκεκριμένα από τα 1.750 μέτρα στα 1.950 μέτρα. Σιγά σιγά οι πίστες που έχουν χαμηλότερο υψόμετρο έχουν και λιγότερες ημέρες λειτουργίας. Από εκεί και πέρα έχει να κάνει με τον σχεδιασμό του χιονοδρομικού κέντρου για το πώς θα αξιοποιήσει το υψόμετρο του βουνού. Εμείς προσπαθούμε να αντιμετωπίζουμε το άστατο της χιονοκάλυψης των πιστών όχι τόσο με ενεργοβόρες και κοστοβόρες μεθόδους, όπως εγκαταστάσεις τεχνητής χιόνωσης, όσο με εργασίες εξομάλυνσης πιστών και τοποθέτησης χιονοπαγίδων, έργα που έχουν αποφέρει καρπούς».

Αχιλλέας Πληθάρας
υπεύθυνος για θέματα κλιματικών αλλαγών στο WWFHellas

«Η μελέτη “Το αύριο της Ελλάδας: επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα κατά το άμεσο μέλλον”» έγινε από μια ομάδα του Εθνικού Αστεροσκοπείου, με επικεφαλής τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, για λογαριασμό του WWFHellas, και δημοσιεύτηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο. Προσπαθήσαμε να δούμε ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα για την περίοδο 2021-2050, βάσει των διαθέσιμων κλιματολογικών μοντέλων και χρησιμοποιώντας μάλιστα ένα μετριοπαθές σενάριο. Ενδεικτικά, αναμένουμε 10 ως 15 περισσότερες ημέρες καύσωνα στις αστικές περιοχές – εκτιμάμε ότι μπορεί να υπάρξει ως και ένας μήνας παραπάνω με τη θερμοκρασία να μην πέφτει κάτω από τους 20 βαθμούς Κελσίου τη νύχτα, αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά 1-1,5°C στους δέκα εθνικούς δρυμούς και αύξηση του ρίσκου εξάπλωσης πυρκαγιάς κατά περίπου δέκα ημέρες. Υπάρχει ένα δίλημμα, κυρίως ηθικού περιεχομένου: Είμαι της άποψης πως έχουμε ήδη αρχίσει να βιώνουμε τις κλιματικές αλλαγές ως τάση. Από την άλλη, το να αποδίδουμε τις μεγάλες θερμοκρασίες, τις πυρκαγιές του 2007 ή τις ελάχιστες βροχοπτώσεις του 2006 αποκλειστικά στην κλιματική αλλαγή είναι λάθος, διότι δεν συνάδει με τη σχετική επιστήμη η οποία εξετάζει μακροπρόθεσμες τάσεις και όχι μεμονωμένες χρονιές. Σαφέστατα δεν μπορούμε να πούμε ότι ένα συγκεκριμένο ποσοστό των αλλαγών που βιώνουμε σήμερα οφείλεται αποκλειστικά στην αλλαγή του κλίματος αλλά είναι και ανοησία να στρουθοκαμηλίζουμε λέγοντας ότι είναι ένα πρόβλημα που δεν αφορά την Ελλάδα».

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 502, σελ. 40-46, 30/05/2010.