Το παιχνίδι ήταν πολύ προσωπικό. Με ισορροπίες σε τεντωμένο σχοινί. Σε καταστάσεις ακραίες. Μια σχέση ανεμοστρόβιλος. Μια σχέση έρωτα και θανάτου. Θανάτου και έρωτα. Μια σχέση κόλαση, που ξεπερνά το σενάριο της ταινίας του Ναγκίσα Οσιμα «Η αυτοκρατορία των αισθήσεων» και αφήνει πίσω της τη λογική. Αφήνει πίσω της και το συναίσθημα. Και φέρνει στην επιφάνεια την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Η ιστορία του μεγαλοβιομήχανου Σήφη Βαγιωνή και της Ελένης Πίσχου δεν χωρά στα όρια της κοινωνικής μεζούρας. Ούτε εξαντλείται στα πλαίσια της δικαστικής κρίσης που αναμένεται.


Είναι μια ιστορία όπου οι δύο πρωταγωνιστές στροβιλίζονται σε μια δίνη πάθους, εξάρτησης, σεξουαλικής ταύτισης και ερωτικού παραλογισμού. Και πίσω από όλα αχνοφαίνονται οι απαρχές της προσωπικότητάς τους. Ο,τι τους καθόρισε. Τα τραύματα των παιδικών τους χρόνων. Τα θέλω τους και οι επιδιώξεις τους. Σηκώνοντας το πέπλο της συμβατικής προσέγγισης και βλέποντας σε βάθος το υλικό της δικογραφίας, όπου τα πάντα περιγράφονται και οι μετέχοντες στο δράμα γυμνοί εμφανίζονται για να αποτιμηθούν οι πράξεις τους, όπου τίποτε δεν μένει πια κρυφό, φαίνεται ότι στο παιχνίδι για δύο ο Βαγιωνής ήταν εκείνος που είχε τον πρώτο ρόλο. Ηταν εκείνος που καθόριζε τους όρους. Που είχε το επάνω χέρι.


Ο Σήφης, όπως τον έλεγε η Πίσχου, την ήθελε σαν τρελός. «Ηταν το ερωτικό ταίρι της ζωής μου και άλλο δεν θα υπάρξει» θα πει. Ηταν «η πρέζα» του. Δεν μπορούσε να διανοηθεί τον εαυτό του χωρίς αυτήν. Την ήθελε παράφορα. Το «εγώ» του επαναστατούσε αν δεν την είχε. Αλλά ως εκεί. Ο Βαγιωνής ούτε ήθελε ούτε μπορούσε να της δώσει άλλο τίποτε. «Είχα μαζί της μια μοναδική ερωτική ταύτιση» ομολογεί. Και ο ψυχίατρος Εμμ. Μυλωνάκης θα πει ότι η σχέση τους ήταν ανάλογη εκείνης της κλειδαριάς με το κλειδί! Εκείνος ήταν πλούσιος, σκληρός με τον εαυτό του, αδιάφορος για τον γάμο και τις κοινωνικές συμβατικότητες, σφιχτός στα οικονομικά και δύο πράγματα μονοπωλούσαν τη ζωή του: το εργοστάσιό του και το σεξ. Και με την Πίσχου στάθηκε τυχερός. Ηταν η γυναίκα που του έδινε τα πάντα. Τα πάντα όμως.


Δεν ήταν βέβαια η μόνη γυναίκα που βρέθηκε στον δρόμο του και μοιράστηκε το κρεβάτι του τα 12 χρόνια όπου η Πίσχου κυριάρχησε στη ζωή του. Η Πίσχου όμως ήταν η μία. Αλλη δεν υπήρχε σαν αυτή. Και ας είχε ο Βαγιωνής δύο παιδιά με τη σημερινή σύζυγό του, που τα αναγνώρισε τρία περίπου χρόνια μετά τη γέννησή τους. Και ας συζούσε με τη Λέλα Παπαδοπούλου, μάνα των παιδιών του, που αποφάσισε να τη νυμφευθεί μόλις το 1991. Η Νέλλη, έτσι τη φώναζε ο Βαγιωνής, ήταν η γυναίκα που τον τάραζε. Που τον έκανε να ξεπερνά τον εαυτό του. Ηταν εκείνη που ανέβαζε τον πήχυ της προσωπικότητάς του δύο πόντους παραπάνω. «Με κάλυπτε», θα πει, «μου έδινε ανωτερότητα». Ηταν «δοσμένοι» ο ένας στον άλλον. Ο καθένας όμως με τρόπο διαφορετικό. Και με άλλες προσδοκίες.


Η ταύτισή τους, που στο σεξουαλικό πεδίο ήταν δυσεύρετη, δεν έφθανε να καλύψει και τα θέλω τους. Αλλα ήθελε ο Βαγιωνής από τη ζωή και άλλα η Πίσχου. Αυτό το «άλλα» τους χώριζε, τους βασάνιζε και τους τυραννούσε. Και ήταν εκείνο που στάθηκε η αιτία αλλά και η αφορμή για να δώσει τη λύση ο θάνατος. Η Νέλλη Πίσχου άλλωστε το είχε προφητικά προβλέψει. Και είχε εκμυστηρευθεί στον 16χρονο γιο της Αγη: «Νέα θα φύγω από τη ζωή»· και ένας μάρτυρας στη δίκη είχε επισημάνει: «Ο θάνατος στη σχέση αυτή θα πει την τελευταία λέξη».


Ενα «φλας μπακ» στη μοιραία σχέση του μεγαλοβιομήχανου και της Νέλλης Πίσχου, έτσι όπως στη δικογραφία αποτυπώνεται, φωτίζει τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, αναδεικνύει το ψυχολογικό προφίλ τους, τη διαδρομή της σχέσης ως τον φόνο και τα πρόσωπα του περιβάλλοντός τους, που αρκέστηκαν σε ρόλους εξυπηρέτησης της δικής τους λογικής, των συμφερόντων τους και των μικροτήτων που η μικροαστική λογική επιβάλλει.


* Οταν είναι αδύναμη η λογική


Ολα συνέβησαν πολύ νωρίς για την Ελένη Πίσχου. Στα 19 της χρόνια, μόλις είχε τελειώσει το Αρσάκειο και ήταν φοιτήτρια της Γαλλικής Φιλολογίας, γνώρισε τον Σήφη Βαγιωνή. Ηταν μια σχέση ανατροπής των πάντων. «Ηταν το μέτρο σύγκρισής της για το άλλο φύλο» θα καταθέσει ένας ψυχίατρος. Κανένας άλλος δεν σημαίνει κάτι για την Πίσχου. Κανένας δεν μπορεί να αντέξει στη σύγκριση με τον Σήφη. Και ο άνδρας της Νέλλης, που τότε, το 1982, ήταν φαντάρος, δεν άντεξε πάνω από δύο χρόνια. Ο γάμος τους διαλύθηκε και το μόνο που έμεινε από αυτόν ήταν ο Αγης. Ο γιος της Νέλλης, που σήμερα καλείται να βρει την άκρη του νήματος για ένα φόνο που του στέρησε «εκείνη που μονάχα στη ζωή μου αγαπούσα».


Η Πίσχου είχε όνειρα τότε πολλά. Ηταν έξυπνη, χαρούμενη, ζωντανή. Ολοι έτσι την περιγράφουν ως το τέλος ­ και ο Βαγιωνής. Μπαίνει σε αυτή τη σχέση με την απειρία της ηλικίας της και το πάθος της που είναι ασύνορο. Θέλει να ζήσει. Και να ζήσει τον έρωτά της με τον Βαγιωνή. Κανένας τότε δεν θα μπορούσε να προσδιορίσει τη συνέχεια και το τέλος μιας σχέσης που άρχισε όπως όλες. Ο μεγαλοβιομήχανος βρίσκει στο πρόσωπό της το «ομόλογο άτομο στο σεξ», όπως λένε οι ειδικοί. Εκείνη τον ερωτεύεται παράφορα. Τα δύο παιδιά του που ακόμη δεν τα είχε αναγνωρίσει ο Βαγιωνής και ένα τρίτο, που ακούγεται πως έχει στη Θεσσαλονίκη, δεν μπορούν να λειτουργήσουν ανασταλτικά για τη 19χρονη φοιτήτρια.


Ο Βαγιωνής, 15 χρόνια μεγαλύτερός της, έχει δώσει μάχες στη ζωή και τις έχει κερδίσει. Εχει στήσει στα πόδια της την επιχείρηση του πατέρα του και έχει δρομολογήσει την επιτυχημένη πορεία της βιομηχανίας ΕΛΚΟ. Είναι γυναικάς και το λέει. Ο γάμος τον απωθεί. Οι γυναίκες είναι η αδυναμία του. Με την Πίσχου όμως τα πράγματα δεν είναι απλά. Η Νέλλη δεν είναι μια γυναίκα που μπορεί να «κάνει τα στραβά μάτια» στα στραβοπατήματά του. Τον διεκδικεί και τον θέλει δικό της. Γεννιέται μια σχέση πανίσχυρη, ακραία, οριακή. « Η Πίσχου», τονίζει ο ψυχίατρος κ. Μυλωνάκης, «εκφράζεται με τρόπο ακραίο, δεν υπάρχουν μέσοι όροι στη συμπεριφορά της. Στη σχέση της με τον Βαγιωνή λειτουργεί μόνο με τον σεξουαλικό εαυτό της».


Με τη διαίσθηση του έρωτά της έχει καταλάβει. Ξέρει ότι μόνο στο πεδίο το σεξουαλικό μπορεί να τον αγγίξει. Γνωρίζει ότι μόνο εκεί είναι ευάλωτος και μόνο έτσι θα μείνει για πάντα κοντά της. Και μπαίνει σε ένα παιχνίδι που οι ειδικοί το χαρακτηρίζουν «συνολικό έρωτα». Οπου το πάντα επιτρέπονται. Και πουθενά δεν υπάρχει όριο. Ενα παιχνίδι επικίνδυνο και διαλυτικό για όποιον δεν το αντέχει. Στη δίνη μιας σχέσης καταστροφικής η Πίσχου είναι η τελευταία που μπορεί να βάλει μια τελεία. Είναι στο έλεος του εραστή της. Εκείνος όταν θέλει να την πικάρει της λέει για το ύψος της, για την εμφάνισή της, ότι είναι κοντή και άσχημη. Και εκείνη του ανταποδίδει τα ίσια. Τον πατάει «εκεί που πονά». Βρίσκει εφήμερους εραστές και τον πληγώνει.


Ο Βαγιωνής αυτό δεν το αντέχει. Οταν αισθάνεται ότι θα τη χάσει, ότι φεύγει από αυτόν, τρελαίνεται. Δεν μπορεί να διανοηθεί ότι το αντικείμενο του πόθου του θα προσφέρεται μόνο σε κάποιον άλλον. Τότε γίνεται σκληρός, βίαιος, την απειλεί· « παλιοπ… » και «πόρνη» την αποκαλεί και διαλύει ό,τι εκείνη πάει να χτίσει. Ο συνάδελφός της Μέριτ Φόστερ και παρ’ ολίγον αρραβωνιαστικός της θα καταθέσει στη δίκη για τη λυσσασμένη αντίδραση του Βαγιωνή, όταν μαθαίνει ότι η Νέλλη έχει δεσμό μαζί του και είναι αποφασισμένη να θέσει τέλος στην αυτοκαταστροφική πορεία της με τον Βαγιωνή. Και όλα αυτά τρεις μήνες προτού αφήσει οριστικά πίσω της τον κόσμο τούτο.


Εκείνη βέβαια δεν ζει για να μιλήσει για όσα έζησε. Ο Βαγιωνής όμως έχει δώσει το στίγμα του πόθου του. Και στις απολογίες του έχει ομολογήσει ότι εκείνος είχε και το «μαχαίρι και το πεπόνι» σε αυτή τη σχέση. Οχι πως μπορούσε να βάλει ένα τέλος, αλλά «ο πιο βολεμένος ήμουν εγώ» θα παραδεχθεί. «Είχα μάθει να κάνει και η Ελένη το ίδιο με μένα, αλλά η ίδια δεν ήθελε να το κάνει, ήθελε να επιπλεύσει, να ζήσει, αλλά ένιωθε ότι ζούσε σε σκιά». «Είχε στοιχεία απογοήτευσης στην προσπάθειά της να μείνουμε μαζί και να με κάνει να την εμπιστεύομαι». Η ίδια παραδομένη σε μια σχέση χωρίς μέλλον είχε μπει σε ένα τούνελ αυτοκαταστροφής. Και οι δύο είχαν καταλάβει ­ το δέχεται και ο Βαγιωνής ­ ότι η σχέση είναι θνησιγενής.


Να χωρίσουν όμως δεν μπορούν. Είχαν ένα σπάνιο σεξουαλικό συντονισμό. Και η σεξουαλική ταύτιση τους είχε συνεπάρει. Η Πίσχου δίνει όλο και περισσότερα προσδοκώντας μια μόνιμη σχέση μαζί του.


* Η υπέρβαση των ορίων


Το 1989 αποκτούν ένα παιδί· τη Νεφέλη. Η Ελένη Πίσχου πιστεύει ότι ακόμη ένα λιθαράκι προστέθηκε στη γιγάντια προσπάθειά της να τον κρατήσει κοντά της. Ο Βαγιωνής όμως είναι μαθημένος από αυτά. Εχει άλλα δύο παιδιά εκτός γάμου. Για τη μητέρα των παιδιών του, τη Λέλα Παπαδοπούλου, με την οποία συζεί (ο γάμος τους γίνεται αργότερα), δεν μιλάει στην Πίσχου.


Ο ερωτικός παραλογισμός κυριαρχεί στη σχέση. Ο λόγος στον ίδιο τον Βαγιωνή. Ετσι όπως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρουσία όλων των παραγόντων της δίκης προσπάθησε να μιλήσει για εκείνον και την Πίσχου και για την άβυσσο μιας σχέσης ολέθριας, μιας σχέσης που πέρασε το όριο και έφθασε στον θάνατο. «Η ερωτική μου ζωή είχε και το στοιχείο της αθλιότητας. Δεν συμπεριφερόμουν σαν φυσιολογικός άνθρωπος που θα σκεπτόταν ότι πληγώνει και εκμεταλλεύεται ανθρώπους που τον αγαπούν. Δεν είχα τη δύναμη να κόψω αυτή τη σχέση. Είχαμε μια σχέση οριακή και ψάχναμε κάτι άλλο. Κάναμε οριακές πράξεις και ανακαλύψαμε τη βία στον έρωτα. Μέσα σε διαπληκτισμό, που δεν είχε σχέση με τον έρωτα, άθελά μου της έδωσα ένα χαστούκι. Και μετά από αυτό φθάσαμε σε οργασμό και μείναμε έκπληκτοι γι’ αυτό».


Η απολογία του τα λέει όλα: «Ξεφύγαμε από τα φυσιολογικά και η σχέση μας ήταν έξω από νορμάλ συνθήκες. Η ένταση που είχαμε μας οδηγούσε σε υπερευαισθησίες. Ηταν αμέτρητες οι φορές που χωρίσαμε. Οταν βρισκόμασταν χάναμε την επαφή με τον κόσμο, με αποτέλεσμα να μένουμε μαζί μέχρι οκτώ ώρες, ενώ ξεκινάγαμε για δύο. Λέγαμε τους εαυτούς μας πρεζάκηδες. Το «άρπα κόλλα» το δικό μας (σ.σ.: εννοεί τις σύντομες σεξουαλικές συνευρέσεις τους) κρατούσε δύο ώρες»! Φράση που θεωρείται ασεβής για τη νεκρή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. «Είχαμε αναμετρήσεις», προσθέτει ο Βαγιωνής, «σοβαρές που δημιουργούσαν έντονες ψυχικές αντιπαραθέσεις, κανείς δεν είχε τη δύναμη να βάλει τη λογική. Δεν δικαιολογώ τη συμπεριφορά μου γιατί ήμουν μεγαλύτερος και πιο βολεμένος από την Ελένη».


Ο Βαγιωνής το 1991 κάνει μια σοβαρή προσπάθεια να τακτοποιήσει την «ακαταστασία» της ζωής του. Και προχωρεί σε γάμο μετά από πολλά χρόνια με τη Λέλα Παπαδοπούλου, που ήταν η μητέρα των δύο από τα τρία παιδιά του. Ο γάμος γίνεται εν αγνοία της Πίσχου. Η Λέλα άλλωστε δεν τον πιέζει. Ξέρει για την Πίσχου ­ «δεν της αρέσει, αλλά περιμένει με υπομονή». Ανήκει σε εκείνες τις γυναίκες που γνωρίζουν πώς να προασπίσουν το συμφέρον τους, χωρίς συναισθηματικές εκρήξεις και πάθη. Και με τον γάμο της δικαιώνεται. Και παίρνει «το αίμα της πίσω».


Οταν δύο χρόνια αργότερα η Πίσχου τυχαία από τον ινδό υπηρέτη του Βαγιωνή μαθαίνει ότι η σχέση του με τη Λέλα δεν είναι τυπική και δεν διατηρείται μόνο χάριν των παιδιών, η Λέλα, σύζυγος Βαγιωνή πια, της το επιβεβαιώνει με λεπτομέρειες. Της αναφέρει εκείνο που η Πίσχου δεν μπορεί να διανοηθεί: ότι ο Βαγιωνής έχει σεξουαλικές σχέσεις με άλλη γυναίκα. Το σημείο αυτό είναι η ώρα μηδέν. Η αντίστροφη μέτρηση για ό,τι ακολούθησε έχει ήδη αρχίσει. Η Νέλλη Πίσχου δεν θέλει πια να μείνει στη σχέση με τον μεγαλοβιομήχανο. Δεν ελπίζει τίποτε πια. «Δεν περιμένω τίποτε από κανέναν» θα γράψει λίγη ώρα προτού πεθάνει. Εκείνος έχει κάνει την επιλογή του.


Αρχίζει να τον πιέζει να αναγνωρίσει το παιδί τους. Να συνδράμει οικονομικά στην ανατροφή του. Δεν τον απειλεί ­ το ομολογεί και ο ίδιος. Τον πιέζει όμως αφόρητα και έχει αποφασίσει να φύγει οριστικά. Δημιουργεί σχέση με ένα συνάδελφό της. Ο Βαγιωνής επεμβαίνει και η Πίσχου γυρνά πίσω στο μαγκανοπήγαδο του αδιεξόδου. Είναι όμως αποφασισμένη. Για πρώτη φορά στα 12 χρόνια η ισορροπία διαταράσσεται. Ο Σήφης, «που έκανε τη ζωή του αλλά διατηρούσε την ελευθερία του», όπως θα καταθέσουν οι ειδικοί που κλήθηκαν να σκιαγραφήσουν στη δίκη το ψυχολογικό πορτρέτο του, χάνει τον έλεγχο του παιχνιδιού. Διαισθάνεται ότι η Πίσχου τέλος.


Πανικοβάλλεται και αγωνιά. Είναι κάτι που δεν θέλει. Τη θέλει αλλά με τους δικούς του όρους. Οπως έχει μάθει τόσα χρόνια. Το τέλος όμως είναι ορατό. Αν τώρα το έδωσε ο ίδιος ή η «κακιά στιγμή» θα το αποφασίσει το δικαστήριο. Εκείνη πάντως ήθελε να ζήσει, όπως γράφει σε ένα από τα δεκάδες γράμματά της: «Να ζήσω με αξιοπρέπεια». Δεν πρόλαβε όμως. Εφυγε «σαν ρημαγμένη ψυχή», όπως επισημαίνεται στην απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Πεθαίνει μόνη, εγκαταλειμμένη από τον εραστή της σε ένα νοσοκομείο.


Οι τελευταίες φράσεις πριν από το μοιραίο


Πάντα εκείνη έγραφε. Για τα πάντα. Για όλες τις κινήσεις της. Τα γράμματα της Ελένης Πίσχου, που τόσο συζητήθηκαν, φωτογραφίζουν τον ψυχισμό της, φωτίζουν το είναι της και αποτελούν την ακτινογραφία της σχέσης της με τον Σήφη Βαγιωνή. Είναι δεκάδες. Εκείνη έγραψε γιατί «αυτός ήταν κλειστός κι απόμακρος» θα πει ένας μάρτυρας. Η Πίσχου άλλωστε δεν τα κατάφερνε στα λόγια.


Γράφει ως το τέλος. Σε σημειώματα είναι τα τελευταία λόγια της προτού πεθάνει. Σημειώματα που δίνουν τη δική της εκδοχή για τη βραδιά του φόνου. «Δεν περιμένω ΤΙΠΟΤΑ από κανέναν» γράφει στο ένα και στο άλλο «ΠΟΤΕ ΜΟΥ συμβιβασμό». Ενώ σε άλλα τρία παίζει με τον στίχο του Καββαδία και αλλάζει (γιατί άραγε;) τη λέξη στιλέτο με το «μαχαίρι». «Ενα maxairi (με λατινικούς χαρακτήρες) έχω σφιχτά στη ζώνη μου σφιγμένο, που ιδιοτροπία μ…». Και σε άλλο σημείωμα: «Ενα maxairi» και στο τρίτο και τελευταίο. «Ενα μαχαίρι έχω σφ…». Η τελευταία λέξη της.


Και η τελευταία επιστολή της. Φέρει ημερομηνία 9 Ιανουαρίου του 1994. Ο φόνος γίνεται ένα μήνα αργότερα, στις 18 Φεβρουαρίου. «Ολα αυτά που συνέβησαν», γράφει η Πίσχου, «δεν έχουν καμιά σημασία για το μέλλον, γιατί δεν πρόκειται να υπάρξει ούτε μια στιγμή πια» (εννοεί τον γάμο του Βαγιωνή με τη Λέλα που είχε μάθει λίγες μέρες νωρίτερα) και συνεχίζει: «Φθάνει πια, αισθάνομαι πόνο αβάστακτο αλλά το θέλω, πρέπει να το ξεπεράσω, άλλωστε από αυτά που σου γράφω θα πρέπει να καταλάβεις ότι δεν πρόκειται να σας ξαναενοχλήσω. Σκοπεύω να ζήσω με αξιοπρέπεια και να κάνω αξιόλογα πράγματα στη ζωή μου. Θα ήθελα παρ’ όλα αυτά, επειδή πια βλέπω ξεκάθαρα, να σου ζητήσω κάτι ψύχραιμα και ήρεμα. Κακώς ή καλώς η Νεφέλη υπάρχει. Δεν θέλω να την αναγνωρίσεις πριν το θελήσεις εσύ… Επειτα κάτι τέτοιο θα ερέθιζε τη Λέλα ακόμα, ειδικά τώρα. Θέλω να πιστεύω ότι κάποτε θα το κάνεις. Αυτό που θα ήθελα τώρα είναι με βοηθάς οικονομικά. Ξέρεις και εσύ πολύ καλά ότι το κλίμα θα είναι πολύ καλύτερο αν υπάρχει κάποια άνεση. Θέλω τη βοήθειά σου σ’ αυτό. Αν με ρωτήσεις πόσα θα ήθελα θα σου απαντούσα όσα θα ήθελες εσύ. Ξέρω, π.χ., ότι για τον Σόφι (τον ινδό υπηρέτη) δίνεις 100 χιλιάδες το μήνα. Το πόσα θα θέλεις, αν θέλεις, να διαθέσεις για την κόρη σου θα το αποφασίσεις εσύ».


Πολλά από τα γράμματά της αναφέρονται μόνο στις σεξουαλικές τους συνευρέσεις. Περιγράφουν με λεπτομέρειες τα δρώμενα των προσωπικών τους στιγμών. Η Πίσχου φαίνεται παραδομένη στον έρωτά της. Ο,τι και αν κάνει ο Βαγιωνής είναι δικό του και της αρέσει. Του γράφει ακόμη για τις αγορές της, για τις καθημερινές λεπτομέρειες της ζωής της. Τα γράμματά της με τις σεξουαλικές περιγραφές είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο του πρώτου βαθμού. Και τότε είχαν χαρακτηριστεί προσπάθεια «εξαφάνισης» της μνήμης της Πίσχου. Στη δίκη που συνεχίζεται είναι άγνωστο αν θα διαβαστούν και πάλι. Το δικαστήριο άλλωστε τώρα προσπαθεί να δώσει απάντηση πώς έφυγε η Πίσχου από τη ζωή και να προσμετρήσει με ακρίβεια τη συμμετοχή και την ευθύνη του Βαγιωνή. Σκότωσε από πρόθεση προετοιμάζοντας το έγκλημά του, μαχαίρωσε τη φίλη του και αποδέχθηκε το θανατηφόρο αποτέλεσμα (ενδεχόμενος δόλος), την τραυμάτισε θανάσιμα χωρίς να θέλει να την σκοτώσει ή μήπως ο θάνατός της ήταν ατύχημα, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος ο Βαγιωνής;


Πάντως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε καταδικάσει τον μεγαλοβιομήχανο σε 21 χρόνια κάθειρξη με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας που τελέστηκε με ενδεχόμενο δόλο. Δηλαδή την μαχαίρωσε ενώ γνώριζε ότι μπορούσε να πεθάνει. Η απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου θα εκδοθεί εντός των ημερών.