Αλεύρι από οστά, ζυμάρι από αίμα, πίτα από ανθρώπινο κρέας. Το συμπόσιο που ετοιμάζει ο Τίτος Ανδρόνικος ξεφεύγει από τα καθιερωμένα. Και είναι πραγματικά θαύμα που κατάφερε να μαγειρέψει με το ένα του χέρι. Και με ελάχιστη βοήθεια από την κόρη του Λαβίνια, η οποία δεν έχει κανένα χέρι. Ενας ρωμαϊκός θεός ξέρει πώς τα έβγαλαν πέρα στο σερβίρισμα. Αξιζε όμως τον κόπο τόση προετοιμασία, αφού ήταν να εκδικηθεί τoν χαμό των παιδιών του.

Το μενού του «Τίτου Ανδρόνικου» τα έχει όλα. Κατά προτίμηση ταρτάρ, με το αίμα να στάζει non stop. Αλλά ενίοτε και ψημένα, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η βρώση από τους ανυποψίαστους συγγενείς. Αδηφάγοι Γότθοι, διεφθαρμένοι αυτοκράτορες, αγαθές θυγατέρες, δόλιοι ερωμένοι, ψεύτικα πνεύματα, ένας πατέρας που σκοτώνει τα παιδιά του, μια σκοτεινή βασίλισσα που διψά για σεξ, ένα νόθο μωρό που κινδυνεύει λόγω χρώματος, φόνοι, βιασμοί, ακρωτηριασμοί, χέρια, κεφάλια, γλώσσες, όλα πέφτουν αδιακρίτως σε αυτό το τραπέζι. Ο Σαίξπηρ, άπειρος ακόμη στις τραγωδίες το 1593, μοιάζει να θέλει ξεπεράσει τους ελισαβετιανούς συναδέλφους του σε ποσότητα αίματος και ποικιλία τρόμου.

Η προσπάθεια κορυφώνεται σταδιακά. Ενώ όμως στην αρχή μοιάζει με κανονική τραγωδία εκδίκησης, στην πορεία δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι όλα αυτά- τα εντυπωσιακά και τα ακραία, η παρέλαση των κομμένων άκρων και των εγκλημάτων, το ένα πιο φρικιαστικό από το άλλο- συμβαίνουν στα σοβαρά: το τραγικό μετατρέπεται σε παράλογο και τελικά σε γελοίο. Τα όρια είναι δυσδιάκριτα και ο λόγος πασχίζει να κρατήσει τα ηνία της συνοχής. Η λογική λυγίζει. Την ώρα που οι συμφορές τον έχουν χτυπήσει απανωτά και ανελέητα, έχοντας μπροστά του τα πρόσωπα των σφαγμένων γιων του και την λεηλατημένη κόρη του, ο Τίτος βάζει τα γέλια. «Γιατί γελάς; Δεν ταιριάζει το γέλιο αυτή την ώρα» ρωτάει έκπληκτος ο αδελφός του Μάρκος. «Μα δεν έχω άλλα δάκρυα να χύσω». Τα δάκρυα στέγνωσαν: ώρα για γέλια. Πράγματι, από εκείνον τον στίχο και μετά κανένας δεν μπορεί να ελέγξει τον εκτροχιασμό των συναισθημάτων και της δράσης. Αnything goes, θα λέγαμε. Και το μαύρο χιούμορ που κατακλύζει τον λόγο αποδεικνύεται το πιο ταιριαστό.

«Παρ΄ όλο που ο “Τίτος Ανδρόνικος” με σαγηνεύει,τον βλέπω σαν παρωδία […].Παρακολουθώντας τόσο τον Λόρενς Ολίβιε και τον Μπράιαν Μπέντφορντ ( σ.σ: ξακουστός άγγλος ηθοποιός του θεάτρου) να παλεύουν με τον ρόλο του Τίτου, μού δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι το έργο δεν αποδίδεται σκηνικά παρά μόνον ως παρωδία». Ο Χάρολντ Μπλουμ, κορυφαίος σαιξπηρολόγος και σαιξπηρολάτρης, επιμένει. Και νομίζω πως έχει δίκιο: όλη αυτή η υπερβολή επιζητεί μοιραία να απογειωθεί στην γκραν γκινιόλ ιλαρότητα. Η Αντζελα Μπρούσκου συμφωνεί και αυτή μαζί του, αν κρίνω από το σκηνικό αποτέλεσμα, τη σταδιακή αποστασιοποίηση και την υιοθέτηση μιας περισσότερο κωμικής κατεύθυνσης στο δεύτερο μέρος της παράστασης.

Πράγματι, αφού ξεπεραστεί η σκηνοθετική αμηχανία των δύο πρώτων πράξεων (η εκλογή του νέου αυτοκράτορα και η σκηνή του κυνηγιού στο δάσος), η παράσταση ζεσταίνεται σημαντικά, λες και η οργή για τον βιασμό της Λαβίνια πυροδοτεί τη σκηνοθετική μανία της Μπρούσκου και φέρνει στην επιφάνεια τον καλύτερο (σκοτεινό) εαυτό της. Αν οι σκηνές πλήθους δεν είναι το φόρτε της, οι περισσότερο οικείες και φορτισμένες σκηνές που ακολουθούν – όπου η τεμαχισμένη Λαβίνια (συγκινητική η Παρθενόπη Μπουζούρη) σπρώχνει δυνατά τα έπιπλα με τον κορμό του σώματός της, σαν ο θόρυβος των αντικειμένων να είναι η μόνη φωνή που τής απέμεινε, και στη συνέχεια συναντάει τον σοκαρισμένο πατέρα της- έρχονται να αναπληρώσουν το κενό με το παραπάνω.

Αμέσως μετά αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση: ένα άσπρο καπέλο για τον μονόχειρα σεφ Τίτο, μάσκες γουρουνίσιες ή έστω παραμορφωτικές για τους υπόλοιπους και το μεγάλο φαγοπότι μπορεί να ξεδιπλωθεί σαν τσίρκο του παραλόγου, όπου η εισβολή μιας απρόσκλητης μύγας προκαλεί κύματα υστερίας εξίσου ισχυρά με τη μεγαλύτερη προδοσία της Ρώμης απέναντι στον πιο αφοσιωμένο στρατηγό της.

Εξαιρετικός ο Μηνάς Χατζησάββας στον δύσκολο, απαιτητικό ρόλο του ακραία αντιφατικού Τίτου Ανδρόνικου, ο οποίος δεν διστάζει να σκοτώσει δύο από τα παιδιά του, αλλά ταυτόχρονα, σε άλλες περιπτώσεις, να βιώσει πατρική απόγνωση. Ο ηθοποιός κινείται με μεγάλη ευελιξία επιδεικνύοντας εντυπωσιακή γκάμα δυνατοτήτων: κουρασμένος θριαμβευτής «που το κεφάλι του τρέμει από τα γηρατειά και την εξάντληση», σπαρακτικός στη θέα της λαβωμένης Λαβίνια, δαιμόνιος με τους εχθρούς όταν αποφασίζει εκδίκηση, καυστικός όταν τη σερβίρει.

Απολαυστικός ο Κώστας Φαλελάκης στον ρόλο του «κακού» Μαυριτανού Ααρων, που λυπάται όταν πεθαίνει μόνο και μόνο επειδή δεν προλαβαίνει να κάνει «δέκα χιλιάδες εγκλήματα ακόμη», αστείος και υπερήφανος υπερασπιστής των μαύρων πράξεων, των μαύρων σκέψεων και καθετί μαύρου. Απρόσμενα απογοητευτική η Μαρία Κεχαγιόγλου ως τερατώδης Ταμόρα, παρ΄ όλο που της ταιριάζει ιδιαίτερα το συγκεκριμένο γκόθικ λουκ- η καλή αυτή ηθοποιός μοιάζει να μην έχει επαφή με τον ρόλο και να τον αντιμετωπίζει διεκπεραιωτικά. Κλασική αξία ο Θέμης Πάνου, εύστοχη η καρικατούρα του Κώστα Βασαρδάνη, νευρωτικού Σατουρνίνου. Η όψη του εγχειρήματος, αυστηρά σε άσπρο- μαύρο με κόκκινες πινελιές, υπηρέτησε επαρκώς το πνεύμα της σκηνοθεσίας. Λίγο περισσότερη προσοχή θα χρειαζόταν ίσως στη χρήση της μουσικής σε ρόλο «σχολιαστή». Σε γενικές γραμμές, πάντως, η παράσταση τα βγάζει επιτυχώς πέρα με ένα αλλόκοτο, δύσβατο, γεμάτο παγίδες κείμενο. Κρίμα που παίχτηκε για τόσο λίγο διάστημα, θα άξιζε νομίζω να τη δει περισσότερος κόσμος.

salome@tovima.gr