ΕΝΑ ΝΕΟπολιτικό αστέρι γεννήθηκε στη Γερμανία, εκείνο της προέδρου των Σοσιαλδημοκρατών της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας Χανελόρε Κραφτ. Η νίκη της στις τοπικές εκλογές της 9ης Μαΐου χαρακτηρίστηκε αναγέννηση της
χειμαζόμενης γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας. Από τότε άρχισε έναν μαραθώνιο διαβουλεύσεων με στόχο τον σχηματισμό κυβέρνησης υπό τη δική της πρωθυπουργία. Για συνεντεύξεις λοιπόν χρόνος μηδέν. Για «Το Βήμα» ωστόσο έκανε εξαίρεση- «τιμής ένεκεν» για τους περίπου 100.000 έλληνες μετανάστες που ζουν στο πληθυσμιακά μεγαλύτερο κρατίδιο της Γερμανίας.

ΒΕΡΟΛΙΝΟ Είναι ακούραστη ομιλήτρια. Η Χανελόρε Κραφτ, αποκαλύπτει συνεργάτης της, μιλάει ακόμη και στον ύπνο της. Τους μεγαλύτερους λόγους της όμως τους έβγαλε πρόσφατα κατά τον προεκλογικό αγώνα για τις εκλογές της 9ης Μαΐου στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, όπου ήταν υποψήφια πρωθυπουργός των Σοσιαλδημοκρατών. «Μπήκαν στο βιβλίο Γκίνες των ρεκόρ» λέει ο ίδιος. Και αυτό της έδωσε τη νίκη στη μάχη με τον αντίπαλό της, τον Χριστιανοδημοκράτη πρωθυπουργό Γιούργκεν Ρίτγκερς. Εξαντλημένος από τον ανταγωνισμό, ο κ. Ρίτγκερς είχε χάσει στο τέλος κυριολεκτικά τη φωνή του. «Στον αγώνα πολυλογίας Κραφτ- Ρίτγκερς σημειώσατε ένα» έγραψε εφημερίδα.

Κατά παράδοξο τρόπο, από τότε η κυρία Κραφτ αποφεύγει σχεδόν κάθε δημόσια δήλωση. Οχι ότι έπαψε να μιλάει. Αλλά αυτό το κάνει πλέον μόνο σε στενό κύκλο.

Και ο λόγος για αυτό είναι προφανής: η εκλογική επιτυχία της δεν ήταν τέλεια. «Δεν νικήσαμε. Εχουμε τον ίδιο αριθμό εδρώναλλά οι Χριστιανοδημοκράτες πήραν 6.200 ψήφους παραπάνω» παραδέχεται η ίδια. «Πετύχαμε όμως τον κύριο στόχο μας:να βάλουμε τέρμα στην κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών- Ελεύθερων Δημοκρατών. Τώρα κανένα κόμμα δεν μπορεί να κυβερνήσει χωρίς εμάς. Αυτό ανοίγει τον δρόμο της αλλαγής. Οι διαπραγματεύσεις όμως για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης πρέπει να γίνουν σε ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης και χωρίς τυμπανοκρουσίες».

Προεκλογικός αγώνας με φόντο την Ελλάδα: «Η κρίση της ελληνικής οικονομίας έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο» λέει. Η κυβέρνηση Μέρκελ, υπενθυμίζει, προσπάθησε για ψηφοθηρικούς λόγους να μη δοθεί η βοήθεια πριν από τις εκλογές. «Εμείς υποστηρίξαμε την ταχεία παροχή της,υπό τον όρο βέβαια ότι θα συνοδευόταν με μέτρα κατά των κερδοσκόπων» λέει. Η υπόθεση, καταλήγει, εξελίχθηκε σε διπλό φιάσκο για τους Χριστιανοδημοκράτες: πρώτον, επειδή είπαν τελικά «ναι» στη βοήθεια δύο ημέρες πριν από τις εκλογές και, δεύτερον, επειδή έχασαν στη συνέχεια το 10% των ψήφων τους.

Ο στόχος είναι το Ντύσελντορφ, η έδρα της κυβέρνησης, να αποκτήσει πάλι την παλιά του αίγλη. Οπως τότε, την εποχή της «δημοκρατίας της Βόννης», όταν η περιοχή του Ρούουρ ήταν η βιομηχανική καρδιά όχι μόνο της Γερμανίας αλλά ολόκληρης της Ευρώπης. «Παίζουμε και τώρα το πρώτο βιολί στη χώρα μας» λέει η ίδια. «Αν βάλουμε όμως παντού μπροστά την πράσινη οικονομία, θα γίνουμε πάλι η αδιαμφισβήτητη ευρωπαϊκή πρωτοπορία».

Το μέσο για την «αλλαγή» είναι προφανώς η ψήφιση της κυρίας Κραφτ ως πρωθυπουργού από το κοινοβούλιο. «Δεν το κάνω για τον εαυτό μου» λέει η ίδια. «Αλλά τα εκατομμύρια των ανθρώπων που με ψήφισαν θέλουν να δουν τις προσδοκίες τους να γίνονται πράξη».

Ο δρόμος προς τη συμμετοχή στην κυβέρνηση είναι διπλός: ο πρώτος, μάλλον άβατος, περνά από τη συνεργασία με τους Χριστιανοδημοκράτες. «Αυτό θα γίνει μόνο αν ο πρωθυπουργός θα λέγεται Κραφτ» δηλώνει μέλος του προεδρείου των Σοσιαλδημοκρατών στο Βερολίνο- κάτι που δεν θέλουν φυσικά με τίποτα οι Χριστιανοδημοκράτες.

Ο δεύτερος δρόμος είναι πιο βατός: σύμπραξη με τους Πράσινους και το κόμμα Αριστερά. Η λύση αυτή εμπεριέχει όμως στα μάτια των Σοσιαλδημοκρατών και υψηλούς κινδύνους: η τοπική οργάνωση της τελευταίας θεωρείται η πιο «αριστερίστικη» του ομοσπονδιακού κόμματος, τα μισά σχεδόν μέλη της κοινοβουλευτικής της ομάδας βρίσκονται υπό την επιτήρηση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Προστασίας Συντάγματος (των μυστικών υπηρεσιών στο εσωτερικό της χώρας). Δεν είναι περίεργο έτσι το ότι μέχρι πρότινος η κυρία Κραφτ απέκλειε τη συνεργασία μαζί της λέγοντας ότι η Αριστερά δεν είναι «προς το παρόν ικανή να κυβερνήσει». Τώρα, όμως, ύστερα από το «άβολο» εκλογικό αποτέλεσμα, το παρόν εμφανίζεται διαφορετικό. Τις προάλλες η κυρία Κραφτ προσκάλεσε την ηγεσία της Αριστεράς για διερευνητικές συνομιλίες. «Θα κάνουμε συζήτηση σε βάθος» λέει η ίδια. «Τυχόν συνεργασία θα πρέπει να έχει τα εχέγγυα απόλυτης σοβαρότητας».

Αν οι συνομιλίες αυτές καρποφορήσουν, είναι ανοικτό θέμα. Σίγουρο είναι όμως ότι οι τελευταίες εκλογές προκάλεσαν πολιτικό σεισμό όχι μόνο στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Το Βερολίνο σείεται επίσης υπό το βάρος μιας πολιτικού η οποία βάζει κατ΄ αρχάς πόδι στο Ντύσελντορφ.

«ΦΥΤΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥ ΡΟΥΟΥΡ»
ΕΙΝΑΙπιστή στις ρίζες της. Η Χανελόρε Κραφτ καυχιέται ότι είναι «φυτό της περιοχής του Ρούουρ». Και όντως, μόνο όταν έγινε φοιτήτρια, τη δεκαετία του ΄80, βγήκε για πρώτη φορά από τα όρια της γενέτειρας πόλης της, του Μιλχάιμ. Η ηλικίας 48 ετών σήμερα πολιτικός σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο Ντουίσμπουργκ και στη συνέχεια, για ένα εξάμηνο, στο Λονδίνο, από όπου και αποφοίτησε ως σύμβουλος επιχειρήσεων. Πολιτικά η κυρία Κραφτ ανήκει στη συντηρητική πτέρυγα των Σοσιαλδημοκρατών. Αυτό εκφράστηκε και στον προεκλογικό της αγώνα, όπου, μεταξύ άλλων, δήλωσε ότι οι επιδοτούμενοι άνεργοι θα πρέπει να δουλεύουν δωρεάν προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.

Η πολιτική της καριέρα άρχισε το 1994 με την ένταξή της στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Το 2000 εξελέγη μέλος του τοπικού κοινοβουλίου και το 2001 υπουργός για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις- κάτι που την οδήγησε συχνά και στην Αθήνα. Το 2005 έγινε πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών στη Βόρεια ΡηνανίαΒεστφαλία. Κανείς δεν πίστευε τότε ότι θα κατόρθωνε να βγάλει ποτέ το κόμμα της από τη βαθιά κρίση στην οποία περιήλθε ύστερα από την εκλογική πανωλεθρία που υπέστη το ίδιο έτος.Η κυρία Κραφτ είναι γέννημα θρέμμα του προλεταριάτου- σε μια περιοχή όπου τα παιδιά των Σοσιαλδημοκρατών γίνονται αυτόματα επίσης Σοσιαλδημοκράτες. Η τύχη ήθελε να αναλάβει ηγετικό ρόλο στο κόμμα της, που θα την καταστήσει ίσως, αν επιτύχει το πρωθυπουργικό εγχείρημα στο Ντύσελντορφ, και μελλοντική διεκδικήτρια της καγκελαρίας στο Βερολίνο.