Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ Ερντογάν προκάλεσε κύματα θετικών ειδήσεων, σχολίων, αναλύσεων που τονίζουν την αίσθηση «επανεύρεσης» ενός γνώριμου εταίρου. Η περιπέτεια της ελληνικής οικονομίας, η μοναξιά της Ελλάδας στην ευρωζώνη εντείνουν την αίσθηση της ιστορικής συγγένειας και την ανάγκη στρατηγικής συνεργασίας. Η αναλυτική δημόσια συζήτηση των θεμάτων που προκαλούν την ένταση προσέθεσε ένα αίσθημα ανακούφισης, μια επιβεβαίωση ότι δεν υπάρχουν σοβαρά θέματα που να χωρίζουν τις δύο πλευρές.
Η αίσθηση ότι η επίσκεψη στην Αθήνα επικυρώνει την άρση των υποθηκών που είχαν εγγράψει οι στρατιωτικοί στην πολική ζωή προσθέτει στην ευφορία.
Η δημοκρατική, φιλελεύθερη Τουρκία απολαμβάνει τον απαγορευμένο καρπό της φιλίας με την Ελλάδα!
Η σχέση αυτή βρισκόταν πάντα υπό την υψηλή επιτήρηση του στρατού και εχρησιμοποιείτο- όπως ξέρουμε πλέον- για να αποσταθεροποιεί τις πολιτικές κυβερνήσεις.
Η οικονομική συνεργασία, η κατάργηση των ταξιδιωτικών θεωρήσεων, οι προοπτικές μεγάλων επενδύσεων προστίθενται ως «παράπλευρες» ωφέλειες.
Αυτό που δείχνει καλύτερα πόσο η επίσκεψη άγγιξε σε βάθος την κοινή γνώμη είναι η πρωτοφανής εκδήλωση χιούμορ στην αντιμετώπιση ενός θέματος που ως τώρα αποτελούσε «εθνικό» ταμπού: «Δεν θα πετάξουμε τους Ελληνες στη θάλασσα» έγραφε στην πρώτη σελίδα της με τεράστια γράμματα η εφημερίδα «Ταράφ», την επομένη της επίσκεψης. Τέλος, η μονοτονία των επιθέσεων της «κεμαλικής» αντιπολίτευσης στον κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την «υπονόμευση» των τουρκικών συμφερόντων και η απίστευτη ομοιότητα της λογικής αυτής με τον «σκεπτικισμό» των καθ΄ ημάς «ανησυχούντων» επισφραγίζουν την πεποίθηση ότι η επίσκεψη ήταν- όπως είχε προαναγγελθεί- «ιστορική».