Τα τελευταία 20 χρόνια ο διπλωματικός διάλογος μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων περιορίζεται στο περιώνυμο ζήτημα του ονόματος. Το «όνομα» είναι αυτό που κατέχει το σχεδόν αποκλειστικό μονοπώλιο στα νέα από τη μία χώρα στην άλλη. Οι πολιτικές ελίτ, η κοινωνία των πολιτών και η κοινή γνώμη στις δύο χώρες ουσιαστικά αγνοούν τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν και τις προκλήσεις που θέτουν οι δύο κοινωνίες. Με ιδεοληπτικό τρόπο τα πάντα γυρνούν γύρω από το «όνομα».

Η διαπίστωση αυτή είναι το θεμέλιο μιας πρωτοβουλίας που κατέληξε σε μια ακαδημαϊκή συνάντηση στα Σκόπια στις 25 Ιανουαρίου 2010. Δέκα πανεπιστημιακοί, πέντε από κάθε πλευρά, εστίασαν σε μερικά από τα ουσιώδη ζητήματα που η κάθε κοινωνία αντιμετωπίζει με στόχο την αμοιβαία εξοικείωση, την κατανόηση συλλογικών προσλήψεων της κάθε πλευράς, την προσέγγιση και την κατανόηση. Συμφωνήσαμε σε απλά πράγματα, θεωρήσεις γενικής αποδοχής στον χώρο των κοινωνικών επιστημών και της ιστορίας. Πάρα ταύτα, δυστυχώς τίποτε δεν είναι αυτονόητο, οπότε ας ανακαλέσουμε τα στοιχειώδη: – Ο εθνικισμός δεν θεμελιώνεται στην ιστορία. Απλώς επινοεί μια εκδοχή της, βολική για την εθνική επιβεβαίωση. Για τον λόγο αυτόν, παρά το γεγονός ότι οι εθνικιστές κατ΄ εξοχήν πιστεύουν ότι η ιστορία είναι «με το μέρος τους», απλώς κάνουν ένα ακόμη λάθος καθώς αδυνατούν να διακρίνουν τα γεγονότα από τους μύθους.

– Ο εθνικισμός χρειάζεται και τροφοδοτεί αντίπαλους εθνικισμούς για να δικαιολογεί τον λόγο του στο πλαίσιο κάθε πολιτικής κοινότητας. Για τον λόγο αυτόν βάζει τους ανθρώπους σε εντάσεις.

– Ο εθνικισμός είναι απειλή στα δικαιώματα. Ονομάζοντας «προδότες» αυτούς που αρνούνται την αντιεπιστημονική του καταβολή ουσιαστικά θέτει εν διωγμώ το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση του κάθε ανθρώπου καθώς με πρωτόγονο τρόπο προσλαμβάνει την ύπαρξη διαφωνίας ως απειλή.

– Τέλος, ο εθνικισμός είναι ο κατ΄ εξοχήν εχθρός της εύθραυστης ασφάλειας των κοινωνιών μας καθώς εν δυνάμει μπορεί να καταλήξει στη βία.

Ξεπερνώντας την εσωστρέφεια
Οταν πράγματι ξεκινάει κανείς μια συζήτηση, «κόντρα στο ρεύμα» της λαϊκιστικής ηγεμονίας, τότε ανακαλύπτει ότι, παρά τα φαινόμενα, οι διαφορές ανάμεσα στις δύο πλευρές μπορούν να διαβαστούν με διαφορετικό τρόπο από ένα κλασικό απλοϊκό σχήμα που υπαγορεύει τον «καλό» και τον «κακό» ή την κατά Σμιτ διάκριση του εξ ορισμού «φίλου» και του «εχθρού». Η αποδόμηση αυτής της στερεοτυπικής και παραπλανητικής ανάγνωσης της πραγματικότητας οδηγεί στην αποκάλυψη κοινών εμπειριών αυταρχισμού και εθνοφυλετισμού που, σε τελευταία ανάλυση, αντιτίθενται στον φιλελεύθερο χαρακτήρα του πολιτεύματος.

Ακόμη και όταν διαφωνούμε, θα πορευόμαστε μαζί. Αυτό υπαγορεύει η απλή λογική της γειτνίασης. Κατ΄ εξοχήν προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα της συμπόρευσής μας είναι ο αμοιβαίος σεβασμός. Με αυτό το σημείο εκκίνησης ο καθένας σταδιακά μπορεί να ξεπεράσει τη φοβική εσωστρέφεια για να δει τα πραγματικά αμοιβαία προβλήματα. Να δει, π.χ., ότι οι χώρες της περιοχής μας, προφανώς τηρουμένων των αναλογιών διεθνούς θέσης και ιστορικής συγκυρίας, έχουν ένα δομικό πρόβλημα με την εδραίωση του κράτους δικαίου και την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, κυρίως δε όταν αυτή συναρτάται με εθνοκεντρικές, «ιστορικές» τάχα προσεγγίσεις, ισοδύναμες μιας μυθομανίας για «το μοναδικό μας» έθνος. Περαιτέρω, δεν είναι νέο ότι οι ίδιες χώρες έχουν σοβαρά προβλήματα δυσανεξίας στην αναγνώριση της μειονοτικής ετερότητας εξαιτίας των ιστορικών τους μύθων, οι οποίοι όσο πιο αναληθείς είναι τόσο περισσότερο βαραίνουν. Σε προφανώς διαφορετικά επίπεδα, στάδια και με διαφορετικά αποτελέσματα, τέτοιου είδους ιδεοληπτικές αναγνώσεις της ιστορίας είναι προφανείς και ορατές και στις δύο χώρες.

Η πρωτοβουλία μας δεν έχει την πρόθεση ούτε να ασχοληθεί ούτε βέβαια να προτείνει λύσεις για το ζήτημα του ονόματος ανάμεσα στις δύο χώρες. Αυτό είναι ακριβώς που δεν θα κάνουμε. Παρά ταύτα, είμαστε πεπεισμένοι ότι δεν μπορεί το θέμα αυτό να χρησιμοποιείται και από τις δύο πλευρές ως φόβητρο και αφορμή εδραίωσης της άγνοιας και παραπλανητικών προσλήψεων για τον γείτονα. Αυτό εννοούμε με την πρωτοβουλία «Από κοινού χτίζουμε γέφυρες» και είμαστε βαθιά πεπεισμένοι ότι με αυτή την προσέγγιση εξοικείωσης και θεμελίωσης ενός κλίματος εμπιστοσύνης προσφέρουμε καλές υπηρεσίες στους τόπους μας.

Βέβαια δεν θα μπορούσε εύκολα κανείς να αποφύγει τη δυσπιστία και από τις δύο πλευρές καθώς, ως συνήθως, θα υπάρχουν και αυτοί που θα σκεφθούν ή θα πουν «ποιος είναι από πίσω;» ή «τι πραγματικά σημαίνει η πρωτοβουλία αυτή;». Η συνήθης συνωμοσιολογία… Η απάντησή μας είναι απλώς η ελάχιστη προσδοκία που κάποιος μπορεί να έχει από τους ανθρώπους με τους οποίους είναι υποχρεωμένος να ζει μαζί: ο κοινός νους.

Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Ο κ. Ljubomir Ferckoski είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου «Κύριλλος και Μεθόδιος» στα Σκόπια, πρώην υπουργός Εξωτερικών και υποψήφιος της σοσιαλδημοκρατικής αντιπολίτευσης στις προεδρικές εκλογές του 2009.