Τέσσερις χορευτές μάς μιλούν για την τέχνη που επέλεξαν να υπηρετήσουν ανατρέποντας τα κλισέ.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ, 24 ΕΤΩΝ

«Γεννήθηκα στη θεσσαλονίκη, έζησα εκεί μέχρι τα εννέα μου χρόνια κι έπειτα μετακομίσαμε στη Λευκωσία. Ούτε εγώ ο ίδιος κατάλαβα πώς έφτασα εδώ. Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τον χορό γύρω στα δέκα μου με την παρότρυνση της μητέρας μου. Με ρώτησε αν θέλω, της απάντησα «ναι» χωρίς να το σκεφτώ, με πήγε σε μία σχολή και ξεκίνησα να ασχολούμαι με τον χορό ως χόμπι – αν και αυτό δεν είναι σύνηθες για τα μικρά αγόρια. Απλώς, εγώ πήγαινα για χορό αντί για ποδόσφαιρο. Περνούσαν τα χρόνια, δεν ήθελα να σταματήσω και κατέληξα να σπουδάζω στην Αθήνα στην Κρατική Σχολή, από όπου αποφοίτησα τον περασμένο Ιούλιο. Εκεί είχα την πρώτη ουσιώδη επαφή μου με τον χορό, αποκόμισα πάρα πολλά πράγματα, πέρασα όμορφα αλλά και δύσκολα: Δεν είναι εύκολο να είσαι καθημερινά σε μία σχολή, επί τρία χρόνια, από τις 9 το πρωί ως το απόγευμα με πολύ απαιτητικό πρόγραμμα. Ευτυχώς, ξεκίνησα να δουλεύω αμέσως μετά – οι χορευτές βρίσκουν σαφώς πιο εύκολα δουλειά από τις χορεύτριες. Η πρώτη μου συνεργασία ήταν «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα» του Κωνσταντίνου Ρήγου. Η εμπειρία ήταν τέλεια. Η μόνη στιγμή που θα μπορούσα να νιώσω απίστευτα άβολα επειδή εμφανιζόμουν γυμνός θα ήταν, νομίζω, αν ήξερα ότι οι γονείς μου είναι στο κοινό. Κατά τα άλλα, το γυμνό ήταν πλήρως δικαιολογημένο και δεν το σκεφτόμουν καθόλου. Γι’ αυτό υπάρχουν και οι πρόβες, άλλωστε – για να καλυφθούν όποια τυχόν κενά. Αγαπώ τον χορό και θέλω να παραμείνει το επάγγελμα της ζωής μου, αλλά δεν εξαρτάται μόνο από εμένα. Αν δεν έχω δουλειές, αναγκαστικά θα κατευθυνθώ κάπου αλλού ή σε κάτι παραπλήσιο. Θεωρώ ότι είναι υποτιμημένος ο χορός. Κάποιοι λένε «α, δεν είχε τι να κάνει ή δεν σκάμπαζε από γράμματα και έκανε χορό». Πολύ «λαϊκή άποψη», αλλά την έχω ακούσει. Σε άλλους θα δεις ένα γελάκι μόλις πεις ότι είσαι χορευτής και μπορεί να σου πουν «και εμένα μου αρέσει, χορεύω συνέχεια στα κλαμπ», εξομοιώνοντας το επάγγελμα με τη διασκέδαση. Συνήθως τα αντιμετωπίζω με χιούμορ αυτά τα σχόλια».

Σπούδασε στην Κρατική Σχολή Χορού, πρωτοεμφανίστηκε στην παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα» και συνεργάστηκε μαζί του ξανά στο «Δάφνις και Χλόη».

ΤΑΣΟΣ ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΣ, 31 ΕΤΩΝ: «Σε μια έκθεση, στην κλασική ερώτηση «τι θέλετε να γίνετε όταν μεγαλώσετε» είχα γράψει «χορευτής».

«Χορεύω επαγγελματικά τα τελευταία έξι χρόνια. Από μικρός ήθελα να γίνω χορευτής, θυμάμαι ότι παραμέριζα τα έπιπλα στο σαλόνι για να ανοίξει ο χώρος. Σε μια έκθεση στο δημοτικό, στην κλασική ερώτηση «τι θέλετε να γίνετε όταν μεγαλώσετε» είχα γράψει «χορευτής». Εννοείται ότι τότε είχα προκαλέσει ένα σοκ στο σπίτι. Επειδή υπάρχουν ακαδημαϊκοί και καθηγητές στην οικογένειά μου – αν και ιδιαίτερα φιλότεχνη – ξεκίνησε μια πλύση εγκεφάλου, η οποία φυσικά δεν με έπεισε. Σπούδασα στη Γυμναστική Ακαδημία, έκανα και μεταπτυχιακό, αλλά πέρασα και στην Κρατική Σχολή Χορού στην Αθήνα. Στο τρίτο έτος με είδε η Αποστολία Παπαδαμάκη, ξεκίνησα να δουλεύω και το ένα έφερε το άλλο. Πιστεύω ότι αν θέλεις κάτι και κοπιάζεις για αυτό, στο τέλος γίνεται. Υπάρχει φυσικά και ο παράγοντας της τύχης. Θεωρώ τον εαυτό μου από τους τυχερούς του χώρου, αλλά χωρίς να πιστεύω ότι μου ήρθε ένα απρόσμενο δώρο – δούλεψα πολύ για να τα καταφέρω. Δεν έχω μείνει ποτέ άνεργος, έχω εργαστεί σε παραγωγές αντάξιες του εξωτερικού και δεν έχω παράπονο από τους μισθούς μου. Αυτό που ισχύει γενικά στον χώρο είναι ότιαμειβόμαστε λιγότερο από όσο αξίζουμε και δυσανάλογα με το πόσο δουλεύουμε. Οταν δουλεύεις στο εξωτερικό αισθάνεσαι βασιλιάς, διότι σου παρέχονται πράγματα που στη χώρα μας δεν θα τα είχες ποτέ. Στην Ελλάδα μεγάλο μειονέκτημα είναι ότι δεν υπάρχει στήριξη της πολιτείας, πλεονέκτημα ότι εδώ υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι με τους οποίους όταν δουλεύω είμαι ευτυχισμένος. Δεν θα μου άρεσε να ζω στο εξωτερικό. Δεν αντέχω αν δεν εργάζομαι. Δηλώνω ξεκάθαρα οτι είμαι εργασιομανής, μου αρέσει η δουλειά μου και δεν τη διαχωρίζω από την προσωπική ζωή μου».

Σπούδασε στην Κρατική Σχολή Χορού στην Αθήνα. Εχει συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, τον Κωνσταντίνο Ρήγο, την Αγγελική Στελλάτου και τον Γιαν Φαμπρ.


ΦΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, 40 ΕΤΩΝ: «Στο εξωτερικό γίνονται πιο ολοκληρωμένες παραγωγές. Και όταν πληρώνεις καλά, μπορείς να απαιτήσεις και περισσότερα».

«Ανήκω στην παλιά γενιά χορευτών. Αν και οι περισσότεροι μου λένε ότι στη φυσική κατάσταση που είμαι θα μπορώ να συνεχίσω για μία πενταετία ακόμη, νομίζω ότι θα σταματήσω σε περίπου δύο χρόνια. Εχει γίνει μια αλλαγή: Παλαιότερα η κατεύθυνση όλων των χορογράφων που παρακολουθούσαμε και θαυμάζαμε ήταν κινησιολογική. Σιγά σιγά ανακαλύψαμε όμως άλλα ρεύματα χορού, όπως το χοροθέατρο που επιτρέπει στους χορευτές να αλλάξουν λίγο τη φόρμα τους και να συνεχίσουν να χορεύουν. Το περίεργο με μένα είναι ότι ήθελα να σπουδάσω χορό, χωρίς να έχω κάνει χορό. Το αποφάσισα γύρω στο 1990 – αν και δεν ήταν τότε εύκολο για ένα αγόρι στην Κύπρο, από όπου κατάγομαι – και το 1992 ήρθα στην Αθήνα. Πέρασα στην Κρατική Σχολή και μετά συνέχισα τις σπουδές μου στη Νέα Υόρκη. Επέστρεψα το 1997 επειδή αυτά που συνέβαιναν εκεί τα θαύμαζα αλλά δεν μου ταίριαζαν ερμηνευτικά. Πιστεύω ότι στην Αθήνα έχει ανεβεί πάρα πολύ το επίπεδο στον χορό σε σχέση με το παρελθόν. Ταξιδεύοντας σε φεστιβάλ του εξωτερικού, συνειδητοποιώ το ταλέντο που υπάρχει εδώ. Πιστεύω ότι οι χορευτές μας δεν έχουν διαφορά από τους χορευτές στην Ευρώπη. Θυμάμαι ότι όταν ήμουν στη σχολή υπήρχε ένα γενικό παράπονο: Oτι υπήρχαν καλοί χορογράφοι, όχι όμως πολλοί καλοί χορευτές για να χορέψουν τα κομμάτια τους. Οσο περνούσαν τα χρόνια αυτό άλλαζε και ίσως τώρα συμβαίνει το αντίθετο. Αισθάνομαι ότι τα παιδιά είναι πιο έξυπνα και λιγότερο «ψαρωμένα» από εμάς. Και μπράβο τους. Υπάρχει βέβαια ακόμη μια εν μέρει ελλιπής εκπαίδευση και τα οικονομικά του χώρου είναι χειρότερα από ποτέ. Στο εξωτερικό γίνονται, δηλαδή, πιο ολοκληρωμένες παραγωγές. Και όταν πληρώνεις καλά, μπορείς να απαιτήσεις και περισσότερα. Καμιά φορά νιώθω ότι δεν μπορώ να πω τίποτε σε έναν χορευτή που δεν μπορεί να έρθει στην πρόβα επειδή έχει να πάει σε ένα γύρισμα από όπου θα βγάλει το ψωμί του».

Σπούδασε στην Κρατική Σχολή Χορού και στη Νέα Υόρκη. Μεταξύ άλλων, έχει υπάρξει μέλος της Ομάδας Εδάφους του Δημήτρη Παπαϊωάννου, ενώ από το 2003 είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής και χορογράφος της χοροθεατρικής ομάδας X-it.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, 33 ΕΤΩΝ: «Η ένταξη σε μια ομάδα εξυπηρετεί τόσο καλλιτεχνικές ανάγκες όσο και ανάγκες επιβίωσης».

«Δεν είμαι από τα παιδιά που χόρευαν στο σπίτι τους μικρά και είχαν πάντοτε το όνειρο να γίνουν χορευτές. Για μένα ήταν από τα πράγματα που προέκυψαν. Ανακάλυψα τον χορό κατά τη διάρκεια των σπουδών στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Πήγα στη School for New Dance Developments στο Αμστερνταμ, η οποία είναι τόσο ανοιχτή και τόσο πειραματική που πραγματικά σε κατευθύνει να βρεις αυτό που θέλεις να κάνεις. Πηγαίνοντας εκεί από την Ελλάδα είχα στο μυαλό μου τον χορό ως κάτι όμορφο – όμορφες γραμμές, όμορφα σώματα. Στην αρχή δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τις παραστάσεις εκεί. Ηταν σαν να παίρνεις ένα ηλικιωμένο άτομο που δεν έχει ιδέα και να του δείχνεις έναν πίνακα μοντέρνας τέχνης τον οποίο δεν ξέρει να αποκωδικοποιήσει. Εκεί είδα όμως ότι μπορείς να παρουσιάσεις την ιδέα σου χωρίς να την εγκλωβίσεις σε μια όμορφη κινησιολογική φόρμα. Δουλεύω από το 2001, μοιράζοντας τον χρόνο μου μεταξύ Ελλάδας, Γερμανίας και Δανίας, όπου συνεργάζομαι με συγκεκριμένες ομάδες. Η ένταξη σε μια ομάδα εξυπηρετεί τόσο καλλιτεχνικές ανάγκες όσο και ανάγκες επιβίωσης. Το καλό είναι επίσης ότι με την πάροδο των χρόνων ο κώδικας επικοινωνίας μιας ομάδας γίνεται κοινός και η διαδικασία της δουλειάς πιο γρήγορη και βαθύτερη. Ποτέ δεν με έχει εγκλωβίσει η ένταξη σε μια ομάδα, διότι πάντοτε υπάρχει η επιλογή να φύγεις».

Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο, υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και χορό στο Αμστερνταμ. Εχει συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και με ομάδες του εξωτερικού, ενώ έχει επίσης παρουσιάσει προσωπικές δουλειές του.

Δημοσιεύθηκε στο BHMAdonna, τεύχος 98, σελ. 144- 150, Μάιος 2010.