ΕΚΑΤΟΝ ΠΕΝΗΝΤΑ και πλέον χρόνια μετά την απόφαση του τότε νεοσύστατου ελληνικού κράτους και των βασιλέων Οθωνα και Γεωργίου να επιβάλουν φόρους στην Εκκλησία και να καταβάλουν μισθούς στους ιεράρχες, η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος ζει έναν ιδιότυπο εμφύλιο. Ο πόλεμος ξέσπασε
αυτή τη φορά με αφορμή την απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει τη φορολογία και στην Εκκλησία. Σπάει μάλιστα «διαχωριστικές γραμμές» που είχαν διαμορφωθεί επί πολλές δεκαετίες. Ετσι, όπως και άλλοι μητροπολίτες, ο προερχόμενος από τις εκκλησιαστικές οργανώσεις
Μητροπολίτης Μεσογαίας κ. Νικόλαος δωρίζει τον μισθό του στο κράτος και τον ακολουθεί το πνευματικό παιδί του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου, Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως κ.
Ανθιμος, ο οποίος δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τις οργανώσεις. Αντίθε
τα, ο κ. Νικόλαος δεν φαίνεται να στηρίζεται σ΄ αυτή του την ενέργεια από τους πνευματικούς του αδελφούς Μητροπολίτες Μετεώρων κ. Σεραφείμ, Κονίτσης κ. Ανδρέα ή Σιατίστης κ. Παύλο. Οι συγκεκριμένοι διαμηνύουν σ΄ όλους τους τόνους ότι, αν δωρίσουν τον μισθό τους, τότε θα κλείσουν τα επισκοπεία τους και θα στερήσουν τη βοήθεια που προσφέρουν καθημερινά σε δεκάδες ανθρώπους.
Oρισμένοι ιεράρχες ζητούν ακόμη και την εφαρμογή «πόθεν έσχες». Και εδώ υπάρχουν δύο στρατόπεδα, που καθορίζονται από τον πλούτο (ή τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα, αντιστοίχως) των περιοχών που ποιμαίνουν. «Αν η Πολιτεία θέλει να εφαρμόσει “πόθεν έσχες” στην Εκκλησία, δεν έχει παρά να έρθει και να μετρήσει τις στολές, τις μίτρες και τις πατερίτσες μας» είπε πρόσφατα γνωστός ιεράρχης χαριτολογώντας κατά τη διάρκεια της σύγκλησης της Συνόδου της Ιεραρχίας. Οι περισσότεροι ιεράρχες γέλασαν διότι ήξεραν ότι ορισμένοι εν Χριστώ αδελφοί τους ξοδεύουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ για την «εμφάνισή τους» κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας.
Χλιδάτοι και μη
Από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της, το 1832, η Εκκλησία της Ελλάδος χαρακτηρίζεται από ιεράρχες που πρόσφεραν στο κοινωνικό σύνολο αναπτύσσοντας φιλανθρωπία αλλά και από αυτούς που ζούσαν πλουσιοπάροχα κατά τα «πρότυπα» των ηγεμόνων των Δεσποτάτων του Μιστρά ή της Ηπείρου. Χαρακτηριστικές της αντίληψης της πλούσιας ζωής είναι οι εξής περιπτώσεις ιεραρχών:
* Ο πρώτος ποιμαίνει μια από τις πλουσιότερες μητροπόλεις της Κεντρικής Ελλάδας και έχει συγκρουστεί επανειλημμένως με ομάδες πιστών της επαρχίας του, οι οποίοι μεταξύ άλλων εξέδωσαν ειδικά έντυπα με τα οποία τον κατηγόρησαν ότι διαθέτει τόσες αρχιερατικές στολές όσες και οι ημέρες του χρόνου. Μάλιστα στα έντυπά τους δημοσίευσαν φωτογραφίες του ιεράρχη με τις 365 διαφορετικές στολές του- μία για κάθε ημέρα. Η κατασκευή τους κοστίζει δεκάδες χιλιάδες ευρώ.
* Ο δεύτερος, ποιμήν του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος των Αθηνών, τελεί δεκάδες μνημόσυνα κάθε μήνα και τα έσοδα από αυτά τα κρατάει για τον εαυτό του. Ο γνωστός ως «μνημοσυνάκιας» της Ιεραρχίας έφθασε στο σημείο να βάλει ειδικό παγκάρι σε νεκροταφείο που υπάγεται στην περιοχή του, γεγονός που εκνεύρισε τις δημοτικές αρχές, αφού τα έξοδα και η συντήρηση των νεκροταφείων ανήκουν στους δήμους. Μάλιστα, όπως λέγεται, ο εν λόγω ιεράρχης έκλεισε με μονωτική ταινία και το ειδικό κουτί που είχε ο δήμος για όσους θέλουν να προσφέρουν χρήματα.
* Εκείνοι που επισκέπτονται συχνά παλαιοπωλεία της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής για να αγοράσουν παλαιά εγκόλπια, μίτρες και ράβδους. Μάλιστα τρεις τουλάχιστον από αυτούς είναι γνωστοί ιδιαίτερα στο κλειστό παζάρι της Κωνσταντινούπολης, όπου οι αργυροχρυσοχόοι και οι παλαιοπώλες μόλις τους δουν σπεύδουν να τους εξυπηρετήσουν και να τους προσφέρουν ό,τι καλύτερο διαθέτουν. Στην άλλη πλευρά βρίσκονται μητροπολίτες που σε συνεργασία με τους ιερείς ανέπτυξαν και αναπτύσσουν έντονο φιλανθρωπικό έργο. Συγκεκριμένα στην Εκκλησία της Ελλάδος υπάρχουν: 82 Στέγες Γερόντων, 24 Ιδρύματα Πολυτέκνων, 11 Ιδρύματα Χρονίως Πασχόντων, 6 Ιδρύματα Απόρων Γυναικών, 12 ορφανοτροφεία, 9 Ιατρικά Κέντρα, 10 καταστήματα προσφοράς ρούχων, 19 παιδικοί σταθμοί, 51 κατασκηνώσεις, 191 συσσίτια σε διαφορετικές περιοχές και συνοικίες. Και όπως επισημαίνουν, οι ιεράρχες που έχουν αυτά τα ιδρύματα με τα νέα φορολογικά μέτρα δεν θα μπορούν να συντηρηθούν.
Δεν ήθελαν να πληρώνουν από το 1871
Η ΠΡΩΤΗ απόφαση για τη φορολόγηση των ακινήτων της Εκκλησίας ελήφθη από τον βασιλιά Γεώργιο το 1863, ο οποίος με τον νόμο ΚΒ΄ επέβαλε στα εκκλησιαστικά ακίνητα «άνευ διακρίσεων των ενοικιαζομένων ή μη, κανονιζομένος επί τη βάσει της ετήσιας προσόδου». Και επειδή πολλοί κληρικοί δεν κατέβαλλαν τους φόρους η Ιερά Σύνοδος εξαναγκάστηκε το 1871 να αποστείλει εγκύκλιο σε όλους τους ιεράρχες τους οποίους καλούσε «να διατάξητε εντόνως τους υπό την πνευματικήν δικαιοδοσίαν υμών τελούντες εφημερίους όπως ούτοι εκπληρώσι μετά πάσης προθυμίας και ευθύτητος άνευ ουδεμίας προς υπεκφυγήν προφάσεως αυτών το υπό του περί φορολογίας εν άρθρω 10ω νόμου επιβαλλόμενον αυτοίς καθήκον, και συμμορφωθώσιν ακριβώς προς τα εν τω αυτώ ρητάς διατάξεις, καθ΄ ότι ο κλήρος εν πάσιν οφείλει αναποδράστως δεικνύειν το καλόν παράδειγμα της προς τους νόμους ευπειθείας και είναι παρά παντ΄ άλλον ο τύπος και υπογραμμός».