ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ίντριγκες, κομματικά πάθη, πλούσιο παρασκήνιο και σωρεία συνταγματικών αμφισβητήσεων συνοδεύουν τις περισσότερες από τις προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν τα 30 τελευταία χρόνια στη χώρα μας
και σημαδεύτηκαν από διάλυση κομμάτων, διαρροές ψήφων βουλευτών, αποχή από τη διαδικασία για να περιφρουρηθεί η κομματική γραμμή, ανάρτηση πανό εντός της Βουλής, ακόμη και αρπαγή κάλπης!
Παρά το γεγονός ότι αφενός ο θεσμός της Προεδρίας θεωρείται
ήσσονος πολιτικής σημασίας, ιδιαιτέρως μετά την «αποψίλωση» των αρμοδιοτήτων του ανωτάτου άρχοντα με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1985, και αφετέρου όλα τα πρόσωπα που ανεδείχθησαν στο αξίωμα κινήθηκαν με συναινετικό πνεύμα, η εκλογή των περισσοτέρων έγινε με επεισοδιακό
τρόπο, που τροφοδοτούνταν άλλοτε από τις οξύτατες αντιπαραθέσεις και άλλοτε από τις- ευκαιριακές- συμμαχίες των πολιτικών παρατάξεων.
Ο υψηλός «πήχης» που τέθηκε με το Σύνταγμα του 1975, απαιτώντας να συγκεντρωθούν 200 ψήφοι βουλευτών στην πρώτη και
στη δεύτερη ψηφοφορία ή 180 στην τρίτη, οδηγεί κατ΄ αρχάς στην ανάγκη για διακομματικές συνεργασίες αφού, με εξαίρεση την κοινοβουλευτική σύνθεση που προέκυψε από τις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές του 1974, ποτέ άλλοτε δεν επετεύχθη τόσο υψηλή μονοκομματική πλειοψηφία.
Η πρόβλεψη όμως για διάλυση της Βουλής εφόσον δεν επιτευχθεί η αυξημένη αυτή πλειοψηφία, σε τρόπον ώστε μετά τις εκλογές να εκλέγεται στο ύπατο αξίωμα όποιος συγκεντρώσει αρχικώς 180 ψήφους, εν συνεχεία 151 ψήφους και εν τέλει σχετική πλειοψηφία, περιπλέκει την κατάσταση,
οδηγώντας συχνά σε ανατροπές προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Μερικές φορές η απειλή των εκλογών επιβάλλει τη συναίνεση σε κόμματα που δεν ευνοούνται από την πρόωρη διάλυση της Βουλής, ενώ άλλες φορές λειτουργεί ως «κίνητρο» και συνάμα «πειρασμός» για τις παρατάξεις
που ευελπιστούν να κερδίσουν την εκλογική αναμέτρηση που θα προκαλέσουν, όπως συνέβη το 1990 και επιδιώκει τώρα το ΠαΣοΚ με την προαναγγελία της απόφασής του να επιδιώξει το «στήσιμο» βουλευτικής κάλπης πριν από την εκλογή του επόμενου Προέδρου.

1980
Η πρώτη εκλογή Καραμανλή με «δεκανίκια» από Κέντρο και Ακροδεξιά
Μετά την κατάργηση της Βασιλείας με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, η Βουλή ανέδειξε προσωρινό Πρόεδρο τον τέως δικαστικό, πανεπιστημιακό και βουλευτή Επικρατείας της ΝΔ Μιχαήλ Στασινόπουλο , τον οποίο- μετά την έγκριση, τον Ιούνιο του 1975, του νέου Συντάγματος- διαδέχθηκε στο αξίωμα ο επίσης βουλευτής της ΝΔ και ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τσάτσος , στενός συνεργάτης του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο τελευταίος ήδη από τις εκλογές του 1977, κατά τις οποίες περιορίστηκε η άνετη πλειοψηφία του κόμματός του (η ΝΔ εξέλεξε 172 βουλευτές), διαφαινόταν ότι είχε σχέδια για την ανάρρησή του στο ύπατο αξίωμα. Και προς την κατεύθυνση αυτή είχε ήδη ξεκινήσει από την άνοιξη του 1978 «ανοίγματα» («διεύρυνση», κατά το λεξιλόγιο της εποχής) προς το Κέντρο, συμπεριλαμβάνοντας στην κυβέρνησή του κεντρογενείς πολιτικούς, όπως ο κ. Κ. Μητσοτάκης ο οποίος είχε εκλεγεί βουλευτής με το Κόμμα των Νεοφιλελευθέρων και ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος ο οποίος αποχώρησε από την υπό διάλυση ΕΔΗΚ.

Τον Απρίλιο του 1980, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος εκδήλωσε πρόθεση να μη διεκδικήσει δεύτερη θητεία και η ΝΔ πρότεινε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος εξελέγη με τη συνδρομή βουλευτών που αποσκίρτησαν από την ακροδεξιά Εθνική Παράταξη (τρεις) και την ΕΔΗΚ (δύο) και το νεοσχηματισθέν ΚΟΔΗΣΟ (ένας). Στην πρώτη ψηφοφορία συγκέντρωσε 179 ψήφους, οι οποίες έγιναν 181 στη δεύτερη, χωρίς να προσμετρηθεί η δική του ψήφος, αφού δεν προσήλθε να ψηφίσει τον εαυτό του στις δύο πρώτες ψηφοφορίες. Προσήλθε όμως στην τρίτη, κατά την οποία η υποψηφιότητά του συγκέντρωσε 183 ψήφους. Οι 93 βουλευτές του ΠαΣοΚ αρνήθηκαν ψήφο, οι 11 του ΚΚΕ ψήφισαν λευκό, ενώ οι ελάχιστοι εναπομείναντες του Κέντρου και ορισμένοι άλλοι, όπως ο Ηλίας Ηλιού της ΕΔΑ και ο κ. Λ. Κύρκος του ΚΚΕ Εσωτ., έγραψαν στα ψηφοδέλτια τα δικά τους ή άλλα ονόματα για να γίνει σαφής η διαφοροποίησή τους. Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος βρισκόταν ήδη σε τροχιά εξουσίας, δήλωσε την επομένη της ψηφοφορίας ότι «όλα έγιναν σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής».

1985
Αμφισβητήσεις, «διαρροές», έγχρωμα ψηφοδέλτια και αρπαγή της κάλπης στην εκλογή του Χρ. Σαρτζετάκη

Ο βουλευτής Ελευθέριος Καλογιάννης «απάγει» την κάλπη και τη μεταφέρει στα γραφεία της ΝΔ στη Βουλή, στη διάρκεια της ψηφοφορίας για την εκλογή στο προεδρικό αξίωμα του Χρήστου Σαρτζετάκη

Η πλέον επεισοδιακή εκλογή ήταν εκείνη του εν ενεργεία ακόμη δικαστή στον Αρειο Πάγο κ. Χρ. Σαρτζετάκη , ο οποίος προτάθηκε αιφνιδιαστικά από τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΠαΣοΚ που συνήλθε σε ξενοδοχείο της πλατείας Συντάγματος στις 9 Μαρτίου 1985. Τα μέλη του καθοδηγητικού οργάνου του κυβερνώντος κόμματος είχαν προσέλθει αναμένοντας να ακούσουν από τα χείλη του προέδρου τους την ανακοίνωση της απόφασης για ανανέωση της θητείας του Κωνσταντίνου Καραμανλή και ορισμένοι εξ αυτών πριν από την είσοδό τους στην αίθουσα είχαν φραστικές αψιμαχίες με ομάδες οπαδών του Κινήματος που δεν ήθελαν να ψηφιστεί εκ νέου ο τότε Πρόεδρος. Με το που έγινε γνωστή η πρόταση του Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία συνοδεύτηκε και με εκκίνηση της διαδικασίας για συνταγματική αναθεώρηση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος είχε μείνει με την εντύπωση ότι θα επανεκλεγόταν, αφού μόλις προ ολίγων ημερών η ΝΔ είχε ανακοινώσει ότι θα τον ψήφιζε, παραιτήθηκε του υπολοίπου της θητείας του, εγκαταλείποντας την ίδια ημέρα το Προεδρικό Μέγαρο, χολωμένος επειδή ο ίδιος, όπως και πολλοί άλλοι, είχε μείνει με την εντύπωση ότι θα προτεινόταν και από το ΠαΣοΚ.

Καθήκοντα προσωρινού Προέδρου ανέλαβε, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, ο Πρόεδρος της Βουλής Ιωάννης Αλευράς, γεγονός που προκάλεσε αμφισβήτηση από μερίδα συνταγματολόγων, όπως ο Αριστόβουλος Μάνεσης, ο οποίος είχε την άποψη- με την οποία διαφώνησαν άλλοι συνάδελφοί του, μεταξύ των οποίων και ο κ. Δ. Τσάτσος…- ότι τα καθήκοντά που ανέλαβε δεν του επέτρεπαν να ψηφίσει για την εκλογή νέου Προέδρου.

Οι 13 ψήφοι του ΚΚΕ, το οποίο τάχθηκε υπέρ της υποψηφιότητας Σαρτζετάκη- ψηφίζοντας για πρώτη και τελευταία φορά υποψήφιο για την Προεδρία-, προστιθέμενες στη δύναμη του ΠαΣοΚ έδιναν οριακή πλειοψηφία (182 ήταν το άθροισμά τους), ενώ ήδη από την πρώτη (μυστική) ψηφοφορία- στην οποία δεν συμμετείχαν οι βουλευτές της ΝΔ, δηλώνοντας «αρνούμαι ψήφο» – βρέθηκαν στην κάλπη δύο ψήφοι λιγότερες από τις αναμενόμενες.

Στη δεύτερη ψηφοφορία και σε μια προσπάθεια να αποφευχθούν νέες «διαρροές» προς τα λευκά, ο προεδρεύων αντιπρόεδρος της Βουλής Μιχαήλ Στεφανίδης διένειμε ψηφοδέλτια με το όνομα του υποψηφίου προέδρου να είναι έγχρωμα (βεραμάν), προκαλώντας έκρηξη οργής από την υπό τον κ. Κ. Μητσοτάκη αξιωματική αντιπολίτευση. Κατά τη διάρκεια δε, της επεισοδιακής συνεδρίασης ο «γαλάζιος» βουλευτής Ιωαννίνων κ. Ελ. Καλογιάννης άρπαξε την κάλπη και τη μετέφερε στα γραφεία του κόμματός του!

Η κάλπη επεστράφη λίγο αργότερα στην αίθουσα και η ψηφοφορία ολοκληρώθηκε αυτή τη φορά χωρίς «διαρροές». Το φαινόμενο της διαφοροποίησης βουλευτών που εκμεταλλευόμενοι τη μυστικότητα ψήφισαν «εκτός γραμμής» επαναλήφθηκε στην τρίτη ψηφοφορία, οπότε η υποψηφιότητα του κ. Σαρτζετάκη συγκέντρωσε ακριβώς 180 ψήφους. Σε αυτές όμως περιλαμβανόταν και η περίφημη πλέον «ψήφος Αλευρά» καθώς, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες όπου απέσχε, ο εκτελών χρέη προσωρινού Προέδρου προσήλθε στη Βουλή, η οποία ήδη είχε κατά πλειοψηφία αποφανθεί υπέρ της εγκυρότητας της συμμετοχής του. Η ΝΔ εξάντλησε όλα τα μέσα αντίδρασης, υποβάλλοντας ακόμη και πρόταση μομφής κατά του προεδρείου της Βουλής, ενώ η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει οδήγησε στην πρόωρη προ ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει οδήγησε στην πρόωρη προσφυγή στις κάλπες τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου.

1990
Η πτώση της «οικουμενικής», η Δίζη, η Συνοδινού και το comeback Καραμανλή

Στη συνταγματική αναθεώρηση του 1985 τροποποιήθηκε μερικώς η διαδικασία εκλογής με τη μετατροπή της ψηφοφορίας από μυστική σε φανερή προκειμένου να μην επαναληφθούν στο μέλλον τα όσα έγιναν κατά την τελευταία διαδικασία εκλογής, αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι καταργήθηκε το μεγαλύτερο μέρος των εξουσιών του Προέδρου σε βαθμό που κατ΄ ορισμένους ο θεσμός είχε πλέον σχεδόν «διακοσμητικό» και «τελετουργικό» χαρακτήρα. Οι αλλαγές αυτές ωστόσο δεν μείωσαν σημαντικά ούτε τα κομματικά πάθη ούτε τις πολιτικές ίντριγκες που συνοδεύουν την εκλογή, όπως αποδείχθηκε πέντε χρόνια αργότερα, όταν έληξε η θητεία του κ. Σαρτζετάκη.

Η εκλογή του Προέδρου το 1990 χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή για την προκήρυξη εκλογών από τον τότε αρχηγό της ΝΔ κ. Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος επιτάχυνε την πτώση της οικουμενικής κυβέρνησης που είχε σχηματιστεί τον προηγούμενο Νοέμβριο υπό τον καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα και με τη συμμετοχή υπουργών από τη ΝΔ, το ΠαΣοΚ και τον- ενιαίο ακόμη- Συνασπισμό της Αριστεράς.

Υπό τον φόβο ευρύτερης συνεργασίας ΠαΣοΚ και ΣΥΝ (που τάχθηκαν υπέρ της επανεκλογής του κ. Σαρτζετάκη), ο κ. Μητσοτάκης απέρριψε κάθε ενδεχόμενο συναινετικής επιλογής προσώπου. Υποστήριξε την επανεκλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος αρνήθηκε επαναλαμβάνοντας παλαιότερη δήλωσή του ότι δεν συμμετέχει «σε αυτό που λέγεται σήμερα δημόσιος βίος» και τον οποίο παλαιότερα είχε παρομοιάσει με «φρενοκομείο».

Οι βουλευτές της ΝΔ ψήφισαν «παρών» στις τρεις ψηφοφορίες που διεξήχθησαν για τυπικούς λόγους, αλλά χωρίς να λείψουν τα απρόοπτα. Στην τελευταία εξ αυτών η βουλευτής των Οικολόγων κυρία Μαρίνα Δίζη ανήρτησε μέσα στην αίθουσα πανό με το σύνθημα: «Φθάνει πια η κοροϊδία με το συν ένα,τον Πρόεδρο και το νέφος» , ενώ ομοϊδεάτες της από τα θεωρεία την έραιναν με άνθη προκαλώντας την μήνιν της βουλευτού της ΝΔ κυρίας Αννας Συνοδινού, η οποία διαμαρτυρήθηκε ότι «δεν είναι Βουλή αυτή!». Και όταν η προτροπή της «Βγάλτε την έξω!» δεν έγινε αποδεκτή από τον Πρόεδρο του Σώματος Αθανάσιο Τσαλδάρη, οργισμένη εγκατέλειψε την αίθουσα και αποχώρησε οριστικά από την πολιτική.

Μετά τις εκλογές της 8ης Απριλίου ο Κ. Καραμανλής απεδέχθη να είναι υποψήφιος της ΝΔ και, αφού απέβη άκαρπη η πρώτη ψηφοφορία κατά την οποία απαιτούνταν 180 ψήφοι (το ΠαΣοΚ ψήφισε τον Ι. Αλευρά και ο ΣΥΝ τον Κ. Δεσποτόπουλο ), εξελέγη στην επαναληπτική (4.5.1990) με 153 ψήφους των βουλευτών της ΝΔ, του κ. Θ. Κατσίκη που είχε εκλεγεί με τη ΔΗΑΝΑ και των δύο εκπροσώπων της μουσουλμανικής μειονότητας που είχαν εκλεγεί ως «ανεξάρτητοι».

1995
ΠαΣοΚ και Σαμαράς απομόνωσαν τη ΝΔ με την υποψηφιότητα Στεφανόπουλου
Η απόφαση του κ. Κ. Στεφανόπουλου να διαλύσει το κόμμα του (ΔΗΑΝΑ) μετά το δυσμενές αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του 1994, όταν δεν κατάφερε να εκλεγεί ευρωβουλευτής, του άνοιξε λίγους μήνες αργότερα τον δρόμο για την Προεδρία (κάτι που ορισμένοι θεωρούν ότι επαναλήφθηκε δέκα χρόνια αργότερα, όταν ο νυν Πρόεδρος κ. Κ. Παπούλιας δεν επανεξελέγη βουλευτής Ιωαννίνων με το ΠαΣοΚ).

Η υποψηφιότητα του αχαιού πολιτικού προτάθηκε από την Πολιτική Ανοιξη του κ. Α.Σαμαρά, που διέθετε 10 βουλευτές. Και έγινε ασμένως αποδεκτή από το κυβερνών ΠαΣοΚ, το οποίο όχι μόνο δεν επιθυμούσε τη διάλυση της Βουλής μόλις ενάμιση χρόνο από την επιστροφή του στην εξουσία αλλά επιπλέον διέβλεπε ότι η πρόταση του κ. Σαμαρά απομόνωνε πολιτικά τη ΝΔ του κ. Μ. Εβερτ, ο οποίος αντιπρότεινε την υποψηφιότητα του τέως Προέδρου της Βουλής Αθανασίου Τσαλδάρη, ενώ το ΚΚΕ (κατά την πλέον συνήθη τακτική του) προτίμησε το «παρών».

Στην τρίτη κατά σειρά ψηφοφορία που απαιτήθηκε να γίνει ο κ. Στεφανόπουλος εξελέγη με τις 181 ψήφους που διέθεταν το ΠαΣοΚ και η Πολιτική Ανοιξη.

2000
Η στροφή του Κ. Καραμανλή και η σύνδεση των βουλευτικών εκλογών με την εκλογή Προέδρου

8 Φεβρουαρίου 2005: Η τότε Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Αννα Μπενάκη-Ψαρούδα επισκέπτεται τον Κάρολο Παπούλια στο σπίτι του στην οδό Ασκληπιού για να του ανακοινώσει την εκλογή του στο ύπατο αξίωμα

Oι πολιτικές «καντρίλιες» γύρω από την ανανέωση της θητείας του κ. Κ. Παπούλια στις αρχές του νέου χρόνου θυμίζουν έντονα τα όσα διαδραματίστηκαν την παραμονή της επανεκλογής του προκατόχου του, του κ. Κ. Στεφανόπουλου. Στελέχη της ΝΔ, η οποία ως αξιωματική αντιπολίτευση είχε πλειοψηφήσει στις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 1999, άφηναν να διαφανεί ότι θα χρησιμοποιήσουν την προεδρική εκλογή ως αφορμή για να προκαλέσουν πρόωρες βουλευτικές εκλογές, ενώ αξιωματούχοι του κυβερνώντος ΠαΣοΚ τούς εγκαλούσαν για «παιχνίδι με τους θεσμούς».

Στις 21 Δεκεμβρίου 1999, κατά την τελευταία ημέρα συζήτησης επί του κρατικού προϋπολογισμού, ο κ. Κ. Καραμανλής πρότεινε από το βήμα της Βουλής συμφωνία για την επανεκλογή του Προέδρου και ορισμό συγκεκριμένης ημερομηνίας πρόωρης προσφυγής στις κάλπες για να αποφασίσουν οι πολίτες «ποιος θα πάει τη χώρα στην ΟΝΕ». «Για μας το πολιτικό πρόβλημα είναι ένα μείζον ζήτημα, αλλά δεν σας χαρίζουμε έναν επιτυχημένο Πρόεδρο Δημοκρατίας, που προέρχεται άλλωστε από τα σπλάχνα αυτής της παράταξης και ο οποίοςπάνω απ΄ όλατιμά τον θεσμό του Προέδρου και υπηρετεί το εθνικό συμφέρον» ανέφερε ο αρχηγός της ΝΔ, ο οποίος δικαιολογώντας τη στροφή του κόμματός του προσέθεσε: «Η ιστορία αυτής της παράταξης, η συνείδηση του καθενός από μας, η νοοτροπία μιας νέας γενιάς πολιτικώνπου δεν έχουν σχέση με νοοτροπίες άλλων εποχώνδεν μας επιτρέπουν να αρνηθούμε έναν επιτυχημένο Πρόεδρο. Εμείς αφουγκραζόμαστε τη λαϊκή βούληση και απερίφραστα δηλώνουμε:και τον κ. Στεφανόπουλο θα ψηφίσουμε ως Πρόεδρο και εκλογές ζητάμε».

Ο πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης χαρακτήρισε «ανεπίτρεπτη πρόταση συναλλαγής» το διπλό αίτημα του κ. Καραμανλή, για να προσθέσει με έντονο ύφος: «Από πουθενά μα πουθενά μέσα στο Σύνταγμαδεν προκύπτει ότι τα κόμματα μπορούν να συμφωνούν στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίαςαλλά επειδή διαφωνούν με την κυβερνητική πολιτική να μην αποδέχονται τον Πρόεδρο και να μην τον ψηφίζουν». Ο ίδιος τόνισε ότι «το Σύνταγμα δεν συνδέει την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με την κυβερνητική θητεία», θέση η οποία, με αφορμή τα όσα είχαν προηγηθεί εκείνη την περίοδο, τέθηκε από το ΠαΣοΚ και στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης με συγκεκριμένη πρόταση αποσύνδεσης της προεδρικής εκλογής από τις βουλευτικές εκλογές ώστε να μη διαλύεται η Βουλή αν αποβούν άκαρπες οι τρεις πρώτες ψηφοφορίες. Η ΝΔ απέρριψε κατηγορηματικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο και έτσι παρέμεινε αναλλοίωτο το σχετικό άρθρο του Συντάγματος που τόσο θόρυβο προκαλεί αυτές τις ημέρες.

Στις 8 Φεβρουαρίου 2000, με τη σύμπτωση για πρώτη φορά των δύο μεγάλων παρατάξεων στην ίδια υποψηφιότητα, ο κ. Στεφανόπουλος επανεξελέγη από την πρώτη ψηφοφορία συγκεντρώνοντας 269 ψήφους (10 βουλευτές του ΣΥΝ ψήφισαν τον κ. Λ. Κύρκο, ενώ οι 19 του ΚΚΕ και του ΔΗΚΚΙ επέλεξαν το «παρών»), ένα ρεκόρ που ξεπέρασε ο διάδοχός του κ. Κ. Παπούλιας, ο οποίος ακριβώς πέντε χρόνια αργότερα αναδείχθηκε στο ύπατο αξίωμα με τις ψήφους 279 βουλευτών της ΝΔ και του ΠαΣοΚ (έναντι 17 του ΚΚΕ και του ΣΥΝ που δήλωσαν «παρών»).

Οσον αφορά τις πρόωρες εκλογές που επιζητούσε ο κ. Καραμανλής για τον Μάρτιο του 2000 έγιναν τελικώς στις 9 Απριλίου και κατέληξαν με την οριακή επικράτηση του ΠαΣοΚ.