Με κάθε νέα μελέτη που ρίχνει φως σε μια από τις πιο φρικιαστικές περιόδους του 20ού αιώνα, του λεγόμενου Μεγάλου Τρόμου στη Σοβιετική Ενωση, ο κόσμος ευαισθητοποιείται. Οι ειδικοί μελετητές, αλλά και ο μέσος αναγνώστης, δεν μένουν απαθείς μπροστά στην ανατομία ενός μαζικού εγκλήματος, όταν μέσα σε 16 μήνες, από το 1937 ως το 1938, εκτελέστηκαν 750.000 άτομα και καταδικάστηκε 1,5 εκατομμύριο. Ακόμη και στην εποχή μας, της ανοσίας στη βία, με τους αποστασιοποιημένους νέους να αντιλαμβάνονται την Ιστορία σαν χολιγουντιανό σενάριο, ένα τέτοιο δοκίμιο ζωντανεύει τη φρίκη και αφυπνίζει τις κοιμισμένες συνειδήσεις μας.

Ειδικά όταν έχει γραφτεί από τον κατ΄ εξοχήν ειδικό επί της σοβιετικής Ιστορίας, τον Γάλλο Νικολά Βερτ, ο οποίος στήριξε τη μελέτη του σε μια εις βάθος έρευνα στα επίσημα σοβιετικά αρχεία, δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ο Βερτ, καθηγητής Ιστορίας και ερευνητής του Ιnstitut d΄Ηistoire du Τemps Ρr sent, δεν είναι άγνωστος στη χώρα μας. Είχε επισκεφθεί την Αθήνα το 2002 με αφορμή την έκδοση ενός άλλου πολυσυζητημένου βιβλίου, του συλλογικού τόμου με τίτλοΗ Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού(εκδόσεις Εστία) με επιμέλεια Στεφάν Κουρτουά.

Η μυθολογία του πραγματικού
Το νέο του βιβλίοΟ μεθύστακας και η ανθοπώλις(τίτλος του πρωτότυπου:

L΄ Ιvrogne et la Μarchande des fleurs. Αutopsie d΄un meurtre de masse 1937-1938, εκδόσεις Τallandier) παραπέμπει περισσότερο σε ζοφερό αφήγημα του Ντίκενς παρά σε δοκίμιο πάνω στην περίοδο του Μεγάλου Τρόμου. Είναι ωστόσο ιδιοφυώς μελετημένο ώστε να βγάζει τη μελέτη έξω από τη σφαίρα των ιδεών και τη «σκουριά» της Ιστορίας και να την «κατεβάζει» στo επίπεδο του πραγματικού, εκεί όπου σχεδιάζεται και εκδηλώνεται κάθε μορφή μαζικής βίας.

«Η ημερήσια διαταγή 00447 ήταν εμπιστευτική. Υπαγορευμένη από τον Στάλιν, έδινε εντολή, στις 30 Ιουλίου του 1937,για τη μυστική εξόντωση των “αντεπαναστατικών στοιχείων” και όριζε,από περιοχή σε περιοχή, τα ποσοστά συλλήψεων και καταδικών:1η κατηγορία:για το εκτελεστικό απόσπασμα,2η κατηγορία:δέκα χρόνια καταναγκαστικής εργασίας στο Γκουλάγκ. Αστραπιαία, μέσα σε έναν ίλιγγο άμιλλας, η αστυνομία ζήτησε την αύξηση των ποσοστών. Ολοι προσπαθούσαν να κερδίσουν στον αγώνα σε αποδοτικότητα.Ειδικά στη Μόσχα,όπου ξεχώριζε η αποτελεσματικότητα και ο ζήλος ενός Χρουστσόφ. Αναγκαστικά, πολύ γρήγορα, ο κατάλογος των πραγματικών υπόπτων εξαντλήθηκε. Το κυνήγι των αθώων ξεκίνησε.Οι μηχανέςφουλάρησαν,επινοήθηκαν νέες λίστες.Εβγαζαν τυχαία ως κοινωνικά επικίνδυνα παιδιά κάτω των τριών ετών. 1.500 θάνατοι ανά ημέρα,750.000 μέσα σε δεκάξι μήνες. Ο Μεγάλος Τρόμος.Οποιοσδήποτε,οπουδήποτε. Κάποιος μεθύστακας του οποίου το μόνο έγκλημα ήταν ότι πιτσίλισε με βότκα το πορτρέτο ενός ηγέτη, μια λουλουδού η οποία χαρακτηρίστηκε τρομοκράτης». Ο μεθύστακας και η λουλουδού, το ανώνυμο πλήθος: ο άνδρας στην εισαγωγή, η γυναίκα στον επίλογο του βιβλίου.

«Αυτός που γράφει είναι πάνω απ΄ όλα κάποιος που μιλάει εκ μέρους όλων όσοι έχουν στερηθεί τη φωνή τους»έλεγε ο Βικτόρ Σερζ, που με το μυθιστόρημα Υπόθεση Τουλάγιεφσχεδίασε την τοιχογραφία του Μεγάλου Τρόμου. Ο Βερτ κάνει το ίδιο, αλλά χωρίς μυθοπλασία, μη διστάζοντας να «αγγίξει» το αίμα της Ιστορίας.

Ολοι θεωρούνταν ύποπτοι
Οπως σημειώνει ο γάλλος κριτικός Αλέν Μπλουμ στον «Μonde», ο Βερτ αναλύει με την επιμονή του εντομολόγου κάθε απόφαση και αποστολή θανάτου του σταλινικού καθεστώτος που πραγματοποιήθηκε μέσα στους εφιαλτικούς 16 μήνες όπου όλοι θεωρούνταν πιθανοί εγκληματίες.

Η πολυπλοκότητα του εγκλήματος έγκειται στον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα των θυμάτων. Ηταν η ελίτ όπως και ο λαός, οι αστοί όσο και οι αγρότες, οι Πολωνοί μαζί με τους Γερμανούς, εκείνοι που αποτέλεσαν τον στόχο μιας «εθνικής αποστολής» όσο και αυτοί που χαρακτηρίζονταν «κακά» στοιχεία. Θύτες και θύματα, διευθύνοντες, συμμετέχοντες και παρατηρητές, μπλέχτηκαν μέσα στον ίδιο ιστό της βίας, αλλάζοντας ρόλους στη συνέχεια. Οι ακραίες εκφάνσεις του εγκλήματος αποκαλύπτουν και την παραδοξότητά του. Διότι έγινε φανερό το πόσο ευάλωτο ήταν το σύστημα της απόλυτης εξουσίας. Αφού η τελευταία βρισκόταν στα χέρια του Στάλιν, ο ίδιος είχε ανάγκη κάθε τόσο να την υπονομεύει για να τη διατηρεί. Ούτε ένας χρόνος δεν πέρασε από την έναρξη των διωγμών και χρειάστηκε η επιχείρηση να στραφεί ενάντια στα εκτελεστικά όργανά της ούτως ώστε αυτά να μην αποκτήσουν υπερβολική εξουσία.

Εν τούτοις, η απλότητα αυτού του σχεδίου μαζικής βίας ήταν το αντίθετο ενός συστήματος λήψης αποφάσεων εξαιρετικά γραφειοκρατικού και άκαμπτου. Ο Στάλιν ήθελε να ελέγχει τις λίστες των ονομάτων για να ορίζει την ποινή των υψηλών προσώπων- η οποία ήταν συνήθως θάνατος. Ο Γιεζόφ, ο επικεφαλής της ΝΚVD, ένας άνθρωπος που χαρακτηρίστηκε “δηλητηριασμένος νάνος” και “ματωμένος νάνος” (επειδή το ύψος του ήταν 1,51 μ.) συνέταξε έναν κατάλογο με νούμερα. Αυτό το απλό έγγραφο κινητοποίησε μια διαδικασία σε όλα τα επίπεδα της αστυνομικής ιεραρχίας και εν μέρει στη Δικαιοσύνη και στο κόμμα.

Πραγματολογική προσέγγιση
Ο Νικολά Βερτ αναζητεί εν τέλει την προέλευση του Μεγάλου Τρόμου. Ηταν κατ΄ αρχήν η επιθυμία να ελεγχθεί απόλυτα η κοινωνία. «Πανταχού παρούσα και κατακλυσμική, η “κουλτούρα του αριθμού” ήταν η ένδειξη μιας ουτοπικής κυριαρχίας πάνω σε ένα κοινωνικό σώμα διηρημένο σε απρόσωπα “στοιχεία” των “ομάδων” και των “κατηγοριών” για “διαχείριση” και για “εξόντωση”».

Την εντοπίζει κατόπιν στον μεγάλο λιμό του 1932-1933. «Οι λιμοί αποτέλεσαν μείζονα παράγοντα που καθόρισε τη βιαιότητα στις σχέσεις μεταξύ σταλινικού κράτους και κοινωνίας. Μπροστά στην απόλυτη άρνηση του κράτους να αναγνωρίσει τον λιμό, αυτός έγινε μέγιστο ελατήριο στο δρόμο προς τη μυθοποίηση του πολιτικού λόγου», που παρέμεινε αποξενωμένος από την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα της χώρας. Σε αυτό συνετέλεσε επίσης πολύ η εξαιρετικά τεταμένη διεθνής κατάσταση.

Ο Αλέν Μπλουμ σημειώνει επιπλέον στην«Μonde»ότι το βιβλίο τού Νικολά Βερτ είναι καρπός των εκτεταμένων διεργασιών της επαναπροσέγγισης του θέματος από τους ρώσους ιστορικούς και της μερικής δημοσιοποίησης των εγγράφων. Η νέα ιστορική σύνθεση του Βερτ προσφέρει μια κατανοητή ανάλυση των μηχανισμών της σταλινικής δικτατορίας και κυρίως αποσαφηνίζει τη φύση της χωρίς να χρησιμοποιεί την τελεολογική προσέγγιση, όπου η ιδεολογία θα φαινόταν να αποτελεί τον κύριο παράγοντα.