Η λέξη είναι τουρκική, αλλά το χούι είναι τρισχιλιόχρονο και η πατέντα κατοχυρωμένη από τους παίδες των Ελλήνων. Μιλάμε για ένα προχτεσινό άρθρο των βρετανικών «Τimes», του οποίου ο συντάκτης, με ένα ερμηνευτικό πραξικόπημα που κατατρόπωσε παλιούς και μεταμοντέρνους ιστορικούς, κρέμασε ολόκληρη την ελληνική ιστορία από μια και μόνη λέξη: τον τσαμπουκά. Η διάγνωση αφορά τον ομηρικό Αχιλλέα, τον Λεωνίδα, τους συγκαιρινούς Μακεδονομάχους, τον ειδικό πιστολέρο των Εξαρχείων και τα κουκουλοφόρα στίφη. Το άρθρο είναι μνημείο ασυναρτησίας και ασύντακτης περιπτωσιολογίας, και θα κάνει παρέα στο ίδιο αρχείο με εφάμιλλες αναφορές στον Μάη του ΄68 ή στον Ισπανικό Εμφύλιο που εμφανίστηκαν σε ξένα δημοσιεύματα και σχόλια. Αλλά η αντιστοιχία ανάμεσα στη θρυαλλίδα του σαββατόβραδου της 6/12 και την κοσμοχαλασιά που ακολούθησε είναι έτσι κι αλλιώς ακατανόητο ζήτημα για τους ξένους· και, ασφαλώς, όχι τόσο ευνόητο ή αυτονόητο και για πολλούς από εμάς.

Είναι πιθανό ότι αυτοί που πυρπολούσαν τράπεζες αναλογίζονταν την όχι και τόσο κόσμια διαγωγή των τραπεζιτών στη σοβούσα οικονομική στενωπό; Είναι. Είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι οι ομάδες κρούσης που πολύ θα ήθελαν να πατήσουν το ίδιο το Κοινοβούλιο είχαν κατά νου την ανίερη Ακολουθία του Βατοπεδίου και τους χριστεπώνυμους κοτζαμπάσηδες που για καιρό σιγομουρμούριζαν αυτάρεσκα «το μοναστήρι να ΄ναι καλά»; Εξαιρετικά πιθανό. Να υποθέσουμε ότι κάποιοι από αυτούς που στόχευσαν τις πολυεθνικές αλυσίδες ήξεραν ότι τα συγκεκριμένα εμπορικά συμφέροντα είναι τα μόνα που βλέπουν τον τζίρο τους αλώβητο όταν ο κλύδωνας σπρώχνει στα βράχια αύτανδρο τον στόλο των μικρομεσαίων; Μπορούμε να το υποθέσουμε. Να σκεφτούμε ότι οι λεγεώνες των αλλοδαπών που άδραξαν τη λαμπρή ευκαιρία για λαφυραγώγηση έπαιρναν τη δική τους εκδίκηση από το δικό τους περιθώριο; Δεν θα ήταν και πολύ άστοχο. Να εικάσουμε ότι οι νέοι και οι λιγότερο νέοι που εφωράθησαν χειροκροτούντες τον άναρχο και άνομο ορυμαγδό φαντάζονταν τον εαυτό τους ή τον δικό τους δεκαπεντάχρονο στη θέση του Αλέξη Γρηγορόπουλου; Ούτε αυτό αποκλείεται.

Με κάποιον τρόπο, όλες ή κάποιες από αυτές τις πιθανότητες πέρασαν ή θα περάσουν από τον νου μας στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τα συμβάντα. Αλλά επιτρέπω στον εαυτό μου να υποθέσει συμπληρωματικά ότι πολλά από αυτά που είδαμε δεν θα τα βλέπαμε, τουλάχιστον όχι σε αυτήν τη μορφή και έκταση, αν τις τελευταίες δεκαετίες είχαμε διαχειριστεί με ώριμη πολιτική συναίνεση και διορατικότητα μιαν από τις πιο δύσφημες και εμπρηστικές ιδιορρυθμίες της κοινωνίας μας- το πανεπιστημιακό άσυλο. Δεν με ενδιαφέρουν σήμερα οι κοινωνικές και πολιτικές συγκυρίες που το φετιχοποίησαν και που έκαναν ταμπού την κριτική του, με ενδιαφέρουν το χρονικό της πρακτικής και τεκμηριωμένης κατάχρησής του και η πλούσια παρακαταθήκη των τυπικών εικόνων του- μια κατά συρροήν, καθ΄ έξιν, τελετουργική ανομία εντυπωμένη και πολλαπλασιασμένη, «σε ζωντανή μετάδοση» ή με αρχειακή πατίνα, από την παντοκράτειρα τηλεοπτική οθόνη, κυρίως. Με ενδιαφέρει αυτό που χωρίς δυσκολία μπορεί να αντιληφθεί ο μέσος απροκατάληπτος πολίτης: ότι δηλαδή τα φυσικά δρώμενα και η «made in Greece» εικονογραφία του πανεπιστημιακού ασύλου αποτέλεσαν προπαιδεία και πεδίο άσκησης για όσους μετέτρεψαν σε οχλοκρατικό χάος παγκόσμιας θεαματικότητας αυτό που θα έπρεπε να παραμείνει μια συντεταγμένη διαμαρτυρία της κοινωνίας των πολιτών.

Γιατί η ηροστράτεια πυρπόληση, η αδιάκριτη δήωση, το χαμαίζηλο πλιάτσικο, ο αναρχικός φερετζές και η θρασύδειλη κουκούλα ήταν και είναι ο επιχειρησιακός και εμβληματικός μηχανισμός που «περιφρουρεί» και ανανεώνει την ιδέα του πανεπιστημιακού ασύλου· γιατί η εκμαυλιστική δύναμη της εικόνας μεταβολίζει εύκολα τον αντικονφορμιστικό ρομαντισμό των νέων ανθρώπων σε επιδεικτική βία· και γιατί η «αίγλη» του ακαδημαϊκού τεμένους γαλβανίζει τα ένστικτα και τις παρορμήσεις του μιμητισμού. Οι μαθητικές καταλήψεις, και τα παρελκόμενά τους, δεν είναι οργανικό προστάδιο αλλά αναδρομική φλεγμονή με αφετηρία το άσυλο της «Ανωτάτης» και υπόσχεση για συνέχιση της παράδοσης.

Βίοι παράλληλοι: το πανεπιστημιακό άσυλο εξελίσσεται ερήμην της ιστορικά και πολιτικά νομιμοποιημένης αιτίας του, όπως το προχτεσινό ολοκαύτωμα φούντωσε ασύδοτο και πέρα από την αφορμή του· οι πανεπιστημιακές αρχές εκπαιδεύτηκαν να μένουν αμήχανες απέναντι στην κατάχρηση, όπως οι πολιτικοί θα παραμείνουν εγγαστρίμυθοι και στρεψόδικοι απέναντι στα πρόσφατα γεγονότα· το στοργικό μελό για τα παιδιά που καίνε και ρημάζουν «μέσα» θα ακουστεί ίσως και για τα παιδιά που κάψαν και ρημάξαν «έξω»· ο ανερμάτιστος «προοδευτισμός» που τάχα προκρίνει το θεραπευτικό «ξέσπασμα» από την κρατική καταστολή θα βρεί ψιμύθια και για τη μέσα και για την έξω ασχήμια.

Οσοι καταπιάνονται με εμβριθείς πολιτικές και ιδεολογικές αναλύσεις του βάνδαλου παροξυσμού που ζήσαμε ας καταδεχτούν για μια στιγμή να συνυπολογίσουν και το αρνητικό παράδειγμα αυτού του στρεβλού «ασύλου», που αντί να το περιστείλουμε το βγάλαμε τελικά στους δρόμους και τις πλατείες, και- πικρή ειρωνεία που γυρίζει σα φτυσιά στο πρόσωπό μας- κάναμε την Ελλάδα σαν απέραντο «πανεπιστήμιο».

Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.