Την τελευταία τριετία αυξάνονται δραματικά οι τιμές των τροφίμων με «πρωταθλητές ακρίβειας» το ψωμί, τα ζυμαρικά και τα γαλακτοκομικά, μια εξέλιξη που επιβαρύνθηκε από σημαντικούς εισαγόμενους παράγοντες. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα έρευνας που εκπόνησε το Τμήμα Ερευνας Βιομηχανίας Τροφίμων και Ποτών του ΙΟΒΕ και το οποίο εξέτασε την άνοδο των τιμών των τροφίμων σε πιο μακροχρόνια βάση και στο πλαίσιο των βασικών εξελίξεων και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η εγχώρια βιομηχανία τροφίμων-ποτών. Το μέσο νοικοκυριό στην Ελλάδα, δηλαδή μια τετραμελής οικογένεια, χρειάζεται για τυποποιημένα τρόφιμα περί τα 200 ευρώ την εβδομάδα, ή περί τα 169 ευρώ σε τιμές του 2005.
Από την εξέταση του Δείκτη Τιμών για τα Τρόφιμα-Ποτά και του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΓΔΤΚ), γίνεται σαφές ότι η κατηγορία διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών αυξάνεται με χαμηλότερο ρυθμό από τον ΓΔΤΚ τη διετία 2004-2005, ενώ κατά την επόμενη διετία ο δείκτης τροφίμων και αναψυκτικών κινείται υψηλότερα του Γενικού Δείκτη, παρά τη γενική άνοδο των τιμών. Η άνοδος των τιμών αφορά κυρίως τα είδη τροφίμων που «επλήγησαν» περισσότερο από την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, όπως το ψωμί, τα ζυμαρικά και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Μάλιστα, ο Δείκτης Τιμών έξι σημαντικών κατηγοριών τροφίμων αυξάνεται με πιο χαμηλό ρυθμό απ΄ ό,τι ο πληθωρισμός την περίοδο 2003-2008.
Η ανάλυση πραγματοποιείται σε μία χρονιά που χαρακτηρίστηκε από ισχυρές αυξητικές τάσεις του πληθωρισμού, έντονη άνοδο της τιμής του πετρελαίου και των πρώτων υλών διεθνώς, ενώ – παρά την άμβλυνση των πληθωριστικών πιέσεων- γίνεται σε ένα περιβάλλον πρωτοφανούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, η διάρκεια της οποίας δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί.
Μεσοπρόθεσμα ο ελληνικός κλάδος τροφίμων-ποτών αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις που επηρεάζουν την πορεία του, όπως η ανάπτυξη των βιοκαυσίμων και η άνοδος του κόστους παραγωγής. Παράλληλα, η έντονη ζήτηση για αγροτικές πρώτες ύλες και μεταλλεύματα από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες πυροδότησε μια σειρά ανατιμήσεων που μετακυλήθηκαν στο σύνολο της οικονομίας, διαχύθηκαν στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Οι παράγοντες αυτοί, σε συνδυασμό με την αλλαγή του καταναλωτικού προτύπου (τη μεταστροφή, δηλαδή, των καταναλωτών προς πιο υγιεινά και ασφαλή τρόφιμα) και την υιοθέτηση νέων κοινοτικών οδηγιών στο πλαίσιο της αναθεωρημένης ΚΑΠ, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο έντονης πίεσης για τους παραγωγούς που ωθεί τις τιμές προς τα πάνω.
Προ ημερών μάλιστα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τόνισε τη σημασία του περιορισμού της ανόδου των τιμών των τροφίμων με συγκεκριμένα μέτρα τόνωσης της προσφοράς και του ανταγωνισμού, τόσο στην παγκόσμια όσο και στην εγχώρια αγορά. Για τις εγχώριες αγορές επισήμανε την ανάγκη επανεξέτασης των δυνητικά περιοριστικών ρυθμίσεων οι οποίες περιορίζουν τη δυνατότητα ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών.
Κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, η δαπάνη του έλληνα καταναλωτή για τρόφιμα έχει μειωθεί πάνω από 20 εκατοστιαίες μονάδες, από το 1984, λόγω βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου και συνολικής αύξησης του εισοδήματος ενώ φαίνεται να σταθεροποιείται στο επίπεδο του 15%-16% του οικογενειακού προϋπολογισμού. Τα είδη διατροφής αποτελούν το 16,1% της συνολικής εγχώριας καταναλωτικής δαπάνης. Η δαπάνη αυτή διακρίνεται σε 9,4% που αφορά τα επεξεργασμένα τρόφιμα και στο υπόλοιπο 6,7% που αφορά τα νωπά τρόφιμα. Επομένως, η δαπάνη των νοικοκυριών για επεξεργασμένα τρόφιμα (το κύριο προϊόν του κλάδου) είναι μικρότερη του 10% και αντιστοιχεί σε 169 ευρώ τον μήνα σε τιμές 2005.