«Ε ξαιτίας της χαμηλής δόμησης φθάσαμε στο οξύμωρο σχήμα από τη μία να θρηνούμε την έλλειψη του πράσινου στις πόλεις μας και από την άλλη να περιορίζουμε όσο μπορούμε τα ύψη των κτιρίων.Προτιμούμε τη μεγάλη κάλυψη ως και στο 70% αντί να θεσπίσουμε ως μέγιστη κάλυψη το 25%. Ετσι, τα σπίτια μας ασφυκτιούν από παντελή έλλειψη πρασίνου». Μιλώντας χθες το απόγευμα στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης με θέμα τους ουρανοξύστες και το σύντομο- συντομότατο για την ακρίβεια- πέρασμά τους από την Αθήνα ο αρχιτέκτονας κ. Ιωάννης Βικέλας ήταν κατηγορηματικός. Οχι μόνον υπερασπίστηκε αυτόν τον αρχιτεκτονικό τύπο ως κατάκτηση του σύγχρονου ανθρώπου αλλά διατύπωσε τη διαφωνία του για το χαμηλό ύψος δόμησης των αθηναϊκών κτιρίων, που επιβάλλει την οριζόντια επέκταση της πόλης με την εκμετάλλευση κάθε σπιθαμής γης. Επακόλουθο, κατά τον ίδιο, η απουσία ανοιχτών ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου.

Ενα ζήτημα που είχε τεθεί για πρώτη φορά στην Αθήνα πριν από 36 χρόνια επανέφερε στην ουσία ο κ. Βικέλας «νομιμοποιούμενος» και από το γεγονός ότι ο Πύργος των Αθηνών, το πρώτο κτίριο αυτής της κατηγορίας, είχε μελετηθεί από τον ίδιο και τους συνεργάτες του. Εργο το οποίο μάλιστα είχε δεχθεί ως και απορριπτική κριτική. Η εξέλιξη των ουρανοξυστών στην Αθήνα κρίθηκε όμως οριστικά αρκετά χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, με την αναστολή της ελεύθερης δόμησης την οποία επέφερε ο ΓΟΚ του 1985, η οποία μεταξύ άλλων όριζε ως μέγιστο ύψος σε όλη τη χώρα τα 32 μέτρα.

«Η έλλειψη οποιουδήποτε χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού για την ελεύθερη δόμηση και τις περιοχές υποδοχής της, καθώς επίσης και μια υποβόσκουσα και απολύτως δικαιολογημένη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης για την κακή εικόνα των ψηλών κτιρίων, που αφορούσαν αποκλειστικά σε διαμερίσματα και ανύψωναν την αμηχανία τους και μόνο,υπήρξαν παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση» είπε ο κ. Βικέλας. Συνέπεια αυτού του περιορισμού ήταν η απουσία, έκτοτε, υψηλών κτιρίων στην πρωτεύουσα «δημιουργώντας εικόνα εμφανούς υστέρησης συγκριτικά με τις λοιπές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και στερώντας τη χώρα από ένα καίριο πεδίο δυναμισμού στον χώρο της αρχιτεκτονικής» , σύμφωνα με τη γνώμη του κ. Βικέλα.

Σημαντικός ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε κατά τον ίδιο τον κ. Βικέλα στο σημείο αυτό ο λόγος του διάσημου πολεοδόμου Κωνσταντίνου Δοξιάδη, ο οποίος με άρθρο του στις 8 Ιουλίου του 1971 είχε καταδικάσει τους ουρανοξύστες, όχι μόνο με βάση τα κακά δείγματα των πολυώροφων διαμερισμάτων της Αθήνας, αλλά και παγκοσμίως ως «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας». «Αποτελεί μεγάλη απορίαπώς ένας τόσο σπουδαίος οραματιστής αντιμετώπισε τόσο άστοχα αυτό το παγκόσμιο φαινόμενο και αντί να προτείνει μέτρα θεραπείας για την ελληνική ασθένειαστις περιπτώσεις πολυώροφων κτιρίων με διαμερίσματα,πρότεινε την κατάργησή τους παγκοσμίως» είπε ο κ. Βικέλας- μη παραλείποντας να αναφερθεί σε δικό του, τότε άρθρο-απάντηση, δεικτικό, όπως παραδέχεται.

«Πώς όμως λησμονεί ότι μια μεγαλούπολη,εκτός από τα συμβατικά της κτίρια,έχει μεγάλη ανάγκη ενίοτε και από σημεία αναφοράς, αυτά που λέμε τοπόσημα και που εκτός από τη διακοπή της μονοτονίας είναι πολύτιμα στοιχεία προσανατολισμού και αισθητικής αναβάθμισης μεγάλης κλίμακας, όταν βεβαίως αυτά αποτελούν άρτιες κατασκευές και δεν στερούνται έμπνευσης; » ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Βικέλας. Αν στην Ελλάδα οι ουρανοξύστες δεν είχαν μέλλον, στον υπόλοιπο κόσμο η εξέλιξή τους υπήρξε ραγδαία, φθάνοντας ως την υπερβολή. Αλλωστε αυτός ο αρχιτεκτονικός τύπος γεννήθηκε μέσα από την πανάρχαια ανάγκη του ανθρώπου να χτίσει όσο πιο ψηλά γίνεται και με κάθε τρόπο διακινδυνεύοντας και το αποτέλεσμα (αρχίζοντας από τον Πύργο της Βαβέλ και φθάνοντας στον πύργο «Μιλένιουμ Τάουερ» του Νόρμαν Φόστερ, ύψους 840 μέτρων στο Τόκιο-1989).

Μιλώντας εξάλλου για τη νέα γενιά των αρχιτεκτόνων και τους ορίζοντες που διαγράφονται στην αρχιτεκτονική, ο κ. Βικέλας αναφέρθηκε ιδιαιτέρως στον Φρανκ Γκέρι και στη Ζάχα Χαντίντ, οι οποίοι, όπως είπε, έκαναν αίσθηση με την ένταση της πρωτοτυπίας τους παραμερίζοντας όλα τα γνωστά ρεύματα και αναγκάζοντας τη διεθνή κοινότητα να διερωτηθεί για το πού πάει η αρχιτεκτονική. «Πριν από αυτούς το κυρίαρχο στοιχείο στην αρχιτεκτονική ήταν ο γεωμετρικός προσδιορισμός της.Τώρα κυριαρχούν η κίνηση,η ρέουσα επιφάνεια αλλά και η απροσδιοριστία. Σε αυτά τα χαρακτηριστικά βασίστηκε μια νέα “γενιά” ουρανοξυστών. Οι δημιουργοί τους βρήκαν ανοιχτό πεδίο για να εκφραστούν με κύριο στόχο το λαμπερό θέαμα» ανέφερε ο κ. Βικέλας, για να προσθέσει: «Το αξίωμα ότι “δεν μπορείς να δημιουργήσεις ό,τι δεν μπορείς να φανταστείς”, αυτοί οι χαρισματικοί δημιουργοί το αντιστρέφουν και πραγματοποιούν οτιδήποτε μπορούν να φανταστούν.Γι΄ αυτούς το ουσιώδες κρύβεται στην ποιητική δύναμη της ρέουσας γλυπτικής με συνθέσεις που διακρίνονται για την επιμελημένως κρυμμένη δομή τους.Η αλήθεια τους εκφράζεται κυρίως με αναπάντεχες φόρμες, ενώ αντλούν την έμπνευσή τους από τον οργανικό κόσμο που μας περιβάλλει αποβλέποντας με δύναμη σε ένα παιχνίδι των αισθήσεων. Ξεκινώντας από το φανταστικό,μας φανερώνουν μια διαφορετική αντίληψη του χώρου,οδηγώντας μας από το ένα όραμα στο άλλο,από το ένα απροσδόκητο θέαμα στο άλλο».

Βεβαίως, όπως τόνισε, η χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών έχει προσφέρει στους αρχιτέκτονες απεριόριστες δυνατότητες σύνθεσης, οι οποίες παλαιότερα έμοιαζαν ουτοπικές. Τώρα όμως πλέον τίθενται νέα ερωτήματα. Οπως η εξέλιξη που θα έχουν στο μέλλον οι ουρανοξύστες και κυρίως «τι είδους κοινωνίες θα κατοικήσουν σε αυτές τις πόλεις και ποια η επιρροή τους στο αστικό τοπίο» όπως αναρωτήθηκε ο ίδιος. «Στη σύγχρονη εποχή η ρήξη με το παρελθόν και η πρωτοπορία είναι δεδομένα.Η αντοχή στον χρόνο μένει να αποδειχθεί» είπε ο κ. Βικέλας, η ομιλία του οποίου, συνοδευμένη από την προβολή σλάιντς, «έφερε» στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης τους ουρανοξύστες όλου του κόσμου.