Προτού καν συμπληρώσει τα είκοσί του χρόνια ο Ρεμπό ξεμπερδεύει με την ποίηση. Εχει κιόλας δώσει μερικά από τα σπουδαιότερα ποιήματα στην ιστορία των γαλλικών γραμμάτων (Το μεθυσμένο καράβι θεωρείται μοναδικό) και με τη βλάσφημη συλλογή Μια εποχή στην Κόλαση (1873) καθιερώνεται ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του καιρού του. Εχει προλάβει να συλληφθεί μία φορά ως κατάσκοπος των Πρώσων, να υποστηρίξει με θέρμη τη βραχύβια Κομμούνα που εγκαθιδρύεται στο Παρίσι (1871) και να προκαλέσει τεράστιο σκάνδαλο συνάπτοντας ερωτική σχέση με τον άλλο μεγάλο ομότεχνό του, τον Πολ Βερλέν, με τον οποίο ασωτεύουν στο Λονδίνο, περνώντας τις ημέρες τους σε άθλια καταγώγια και οίκους ανοχής, με αψέντι και τρικούβερτους καβγάδες μεταξύ τους. Η γυναίκα και η πεθερά του Βερλέν, ωστόσο, καιροφυλακτούν και προσπαθούν να χωρίσουν τους εραστές. Ο Βερλέν σε μια κρίση απόγνωσης πυροβολεί με το περίστροφο και τραυματίζει – ευτυχώς ελαφρά – τον Ρεμπό, ο οποίος βλέποντας τον σύντροφό του να οδεύει στη φυλακή καταφεύγει συντετριμμένος στη Ρος. Επειτα από σύντομη παραμονή στη γενέτειρά του Σάρλβιλ, για να παρηγορήσει τη πολυαγαπημένη του μητέρα και να θρηνήσει τον χαμό της αδελφής του Βιταλί, ο Ρεμπό συνεχίζει να αλητεύει στην Ευρώπη: Αυστρία, Ολλανδία, Γερμανία, Δανία, Σουηδία, Ελβετία, Ιταλία. Ωστόσο η Γηραιά Ηπειρος αποδεικνύεται πολύ μικρή για να τον χωρέσει.


Στα λιμάνια της Ερυθράς Θάλασσας


Εχει ήδη επιχειρήσει να καταταγεί στην Ολλανδική Λεγεώνα των Ξένων στην Τζακάρτα. Χωρίς επιτυχία, το κλίμα πειθαρχίας δεν τον σηκώνει. Θα μπαρκάρει για Αλεξάνδρεια, αλλά στο πλοίο αρρωσταίνει και επιστρέφει άρον άρον στη Γαλλία. Δεν περνάει πολύ καιρός και βρίσκεται στην Κύπρο, επιστάτης σε γαλλική επιχείρηση. Η ζέστη όμως καταβάλλει την εύθραυστη υγεία του και ο τυφοειδής πυρετός τον αναγκάζει να φύγει. Θα επιστρέψει το 1880 ως υπάλληλος της Βρετανικής Διοικήσεως, επιστατώντας στο χτίσιμο μιας βίλας στο Τρόοδος, για λογαριασμό του άγγλου διοικητή του νησιού. Από εδώ, ο δρόμος για την Αφρική είναι ανοικτός. Με τετρακόσια φράγκα στην τσέπη περιπλανιέται στην Τζέντα, στο Σουακίν, στη Μασάουα, στη Χοντέιντα και σε άλλα λιμάνια της Ερυθράς Θάλασσας αναζητώντας μια καλοπληρωμένη δουλειά. Από το Αντεν σχεδιάζει να πάει στο Χαράρ της Αβησσυνίας, αναλαμβάνοντας τη θέση αντιπροσώπου της εταιρείας Βιανέ, Μπαρντέ και Σία η οποία εμπορεύεται καφέ, δέρματα, ελεφαντόδοντο και ρητίνες.


Για να διευρύνει τους ορίζοντές του και να σκοτώσει τις ατέλειωτες ώρες της ανίας στους τροπικούς παραγγέλνει από τους εκδότες Λακρουά του Παρισιού να του στείλουν βιβλία μεταλλουργίας, ορυκτολογίας, οικοδομικής, υαλουργίας. Και ακόμη το εγχειρίδιο του τουβλοποιού, του καροποιού, του κλειδαρά, του βυρσοδέψη, του κηροποιού, του μαραγκού, του τηλεγραφητή, του οπλοποιού! Τον Δεκέμβριο του 1880, έπειτα από εικοσαήμερη πορεία με άλογο στην αφιλόξενη έρημο Σομάλι, φτάνει στο Χαράρ. Πέντε μήνες αργότερα ταχυδρομεί το παρακάτω γράμμα: «Αγαπητή μαμά, χάρηκα που η υγεία σου αποκαταστάθηκε και που μπορείς να ξεκουραστείς. Βρίσκομαι πάντοτε υπό τις ίδιες συνθήκες και, σε τρεις μήνες, θα μπορούσα να σας στείλω 5.000 φράγκα οικονομίες. Νομίζω όμως πως θα τα κρατήσω για να αρχίσω μια μικρή επιχείρηση για λογαριασμό μου σε αυτά τα μέρη, γιατί δεν σκοπεύω να περάσω όλη μου τη ζωή στη σκλαβιά. Να μπορέσουμε επιτέλους να χαρούμε μερικά χρόνια αληθινής ξεκούρασης σε αυτή τη ζωή. Και ευτυχώς που αυτή η ζωή είναι η μόνη, και αυτό είναι προφανές, αφού δεν μπορούμε να φανταστούμε μια άλλη με πλήξη μεγαλύτερη απ’ ό,τι σ’ αυτήν εδώ!».


Ντουφέκια για τον Μενελίκ


Χρειάζεται ωστόσο προσοχή. Οχι μόνο με το εμπόριο, που φαίνεται – τουλάχιστον για την εταιρεία Βιανέ, Μπαρντέ και Σία – να μην πηγαίνει και τόσο καλά, αλλά και με τους ιθαγενείς. Τον Αύγουστο του 1883 ο εξερευνητής Σακόνι σφαγιάζεται μαζί με τρεις από τους υπηρέτες του. Κατά τον Ρεμπό το φταίξιμο βαραίνει τον ίδιο: μη γνωρίζοντας τις ιδιορρυθμίες του Ισλάμ και τις τοπικές συνήθειες, προκάλεσε τις φυλές τρώγοντας χοιρινό και πίνοντας αλκοόλ. Τελικά, η μεγάλη ευκαιρία φανερώνεται από το πουθενά: Ο ποιητής αναλαμβάνει για λογαριασμό του Πιερ Λαμπατί να πουλήσει στον βασιλιά της Σόα Μενελίκ Β´, που βρίσκεται σε πόλεμο με τον αυτοκράτορα Ιωάννη, μια μεγάλη παρτίδα όπλων. Τα πράγματα όμως πηγαίνουν στραβά, η επιχείρηση καταλήγει σε καταστροφή. Ο Λαμπατί προσβάλλεται από καρκίνο, ο νέος συνέταιρος του Ρεμπό, ο Πολ Σολεγέ, πεθαίνει από έμφραγμα. Και σαν να μην έφταναν αυτά, τα 2.000 τουφέκια αγοράζονται από τον Μενελίκ αντί πινακίου φακής και οι «υποτιθέμενοι πιστωτές του Λαμπατί» του αποσπούν σημαντικά ποσά. Ο ποιητής δεν αποθαρρύνεται. Είναι όμως ήδη ένας χρεοκοπημένος, ένας τσακισμένος άνθρωπος. Το μυαλό του ωστόσο φλογίζεται από νέες περιπέτειες: Ζανζιβάρη, Ινδίες, Τονκίνο, Παναμάς. Δεν θα προλάβει. Τον Μάιο του 1891, στο νοσοκομείο της Αμώμου Συλλήψεως στη Μασσαλία, του ακρωτηριάζουν το πόδι ψηλά στον μηρό. Η διάγνωση είναι καρκίνος στο γόνατο. Σε λίγες εβδομάδες η αρρώστια απλώνεται σε όλο του το σώμα. Μες στο ντελίριο από τους αφόρητους πόνους, το μόνο που ξεχωρίζει η αδελφή του Ιζαμπέλ που τον παραστέκει, είναι οι παρακλήσεις του να γυρίσει στο Αντεν.


Αυτός ο ψηλός, αδύνατος άνδρας, «με μάτια ανοιχτά γαλάζια που προκαλούσαν ανησυχία, με τη φοβερή μάσκα ανθρώπου τρομακτικά αυστηρού», ολιγόλογος και με μεγάλη θέληση, σκληρός με τον εαυτό του και τους άλλους, που κάποιοι έφτασαν να τον κατηγορήσουν – χωρίς ωστόσο και να το αποδείξουν – πως στα σκοτεινά εκείνα χρόνια της Αφρικής ασχολήθηκε με εμπόριο σκλάβων και γυναικών, με διακίνηση ναρκωτικών και σκύλευση ναυαγών, η προσωποποίηση του «καταραμένου» καλλιτέχνη που ονειρευόταν ολοένα καινούργιες χώρες και έκλωθε στο μυαλό τις πιο αλλόκοτες περιπέτειες, διάβηκε τον Αχέροντα στις 10 Νοεμβρίου 1891. Ηταν 37 ετών. Την προηγουμένη του θανάτου του, έχοντας κλείσει θέση στο πλοίο για την Αφρική, γράφει στον πλοίαρχο τις παρακάτω γραμμές: «Είμαι εντελώς παράλυτος, θέλω λοιπόν να βρίσκομαι εγκαίρως για τον απόπλου. Πείτε μου, παρακαλώ, τι ώρα πρέπει να μεταφερθώ στο πλοίο…».