«Τρία καταστήματα, τα οποία ανανεώνουν τας προμηθείας των διά θαλάσσης, αυστηρώς κλειδωμένα, ανοίγουν ωρισμένας ημέρες εις την προκυμαία και οι λεπροί αγοράζουν ό,τι χρειάζονται. Ως μόνη διασκέδασι και απασχόλησι, ελλείψει εργασίας, κοιτάζουν τη θάλασσα, παίζουν μερικά παιχνίδια, μερικά όργανα μουσικής. Τον περισσότερο όμως καιρό καταριούνται την τύχη τους, πίνουν, μεθούν, τσακώνονται και αγαπούν. Οταν επισκεφθήκαμε το νησί, δεν εγένετο ούτε της λέπρας καν συστηματική νοσηλεία. Στον τραγικό αυτόν τόπο, ενώ περπατούμε, ακολουθούμενοι, περιστοιχιζόμενοι από όλον τον απρόσβλητον πληθυσμόν, δύο ερωτήματα προβάλλουν εις την συνείδησίν μας: και αν από απροσεξία υπάρχει μεταξύ των εγκάθειρκτων αυτών και κανένας υγιής; Ποια θα είναι η ζωή του και πόση η απελπισία του αν το ξεύρη! Και μεταξύ των ελαφρότερα προσβεβλημένων (διότι αι πρώται εκδηλώσεις της λέπρας είναι ελαφραί) πόσοι δεν θεωρούν τους εαυτούς των αδίκως κλεισμένους εις το νησί, καταδικασμένους να περάσουν όλη των την ζωή εκεί μέσα! Και φανταζόμεθα τις νύκτες στο νησί, τους τρόμους και τις επαφές της. Δεν πρόκειται περί φαντασιώσεων. Ευρήκαμε έναν άνδρα, πιθανώτατα απρόσβλητον, και μας εψιθύρισε ότι μια νεαρή γυναίκα ηυτοκτόνησε, μόλις προσβεβλημένη απ’ την αρρώστεια, τρομαγμένη από ωρισμένας καταδιώξεις. Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα και επνίγηκαν για να γλυτώσουν από την φριχτήν φυλακή, αλλά και μερικοί κατόρθωσαν κολυμβώντες να φύγουν».


Μονή κλούβα με κάγκελα


Τα συγκλονιστικά αυτά λόγια (με σαφείς αναφορές στη σεξουαλική παρενόχληση των γυναικών, την ανυπαρξία αστυνομικού ελέγχου, τις αυτοκτονίες, τις αποδράσεις), ανήκουν στον γάλλο γιατρό Κάρολο Νικόλ, διευθυντή του Ινστιτούτου Παστέρ, στην Τύνιδα, που στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ζητούσε από τις ελληνικές αρχές το κλείσιμο του λεπροκομείου Σπιναλόγκας, ως το μόνο ουσιαστικό και αποτελεσματικό μέσο βελτίωσης της κατάστασης των περίπου 200 ασθενών του. Θα χρειάζονταν τρεις ακόμη δεκαετίες ώσπου οι εκκλήσεις του Νικόλ να εισακουστούν· μέχρι το φοβερό αυτό λοιμοκαθαρτήριο να καταργηθεί και να περάσει στην ιστορία ως τόπος οδύνης και ψυχικού μαρτυρίου.


Ομως τα πιο σπαρακτικά λόγια για το άσυλο της Σπιναλόγκας, στον Κόλπο του Μεραμπέλλου της Ανατολικής Κρήτης, ακούγονται από το στόμα των ίδιων των τροφίμων του. Μόλις η ασθένεια επιβεβαιωνόταν, συνήθως από τον νομίατρο, η στιγματισμένη οικογένεια αναγκαζόταν να κλείσει τον άνθρωπό της στη Σπιναλόγκα. Ο άρρωστος συνήθως δεν ήξερε τίποτα. Του έλεγαν ότι θα τον πάνε στο Ηράκλειο για να κάνει ενέσεις και κατέληγε στο νησί. Η απαξίωση της ταυτότητας του ατόμου, σε συνδυασμό με την επιβολή βίας, καθιστούσε ακόμα δυσκολότερη την αντιμετώπιση του στιγματισμού και του κοινωνικού αποκλεισμού: «Αν καταλάβαινε κάποιος ότι ήταν άρρωστος ή φώναζε τον γιατρό ή τον υγειονομικό και εάν σε έβρισκαν άρρωστο, με την αστυνομία και δρόμο. Κλούβα. Με την κλούβα, μονή κλούβα, με κάγκελα! Τη φέρανε τη γιαγιά μου, από την Κρήτη. Δεκαέξι ετών και την πήγαν πάλι πίσω πάλι με την κλούβα, μέσα στα κάγκελα σαν ζώο» (αφήγηση της Χριστίνας). Οταν ερχόταν κάποιος καινούργιος άρρωστος οι παλαιότεροι φρόντιζαν να τον καλωσορίσουν και να μεριμνήσουν για την προσαρμογή του. Υπήρχαν όμως και ορισμένοι καλοθελητές που άφηναν να εννοηθεί πως πια δεν θα ξανάβλεπε τον έξω κόσμο, πως δεν θα ξανάφευγε από ‘κεί παρά μόνο μέσα στο φέρετρο. Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Οι λεπροί μπορούσαν να συγχρωτίζονται με τους ανθρώπους που τους έφερναν τρόφιμα (λαχανικά, ψάρια, γάλα, κρέας, λάδι, αυγά), αλλά και ρουχισμό με τη βάρκα από την απέναντι Πλάκα, ενώ συχνά πυκνά στηνόταν στο εσωτερικό των ενετικών τειχών της Σπιναλόγκας παζάρι, όπου έρχονταν να πουλήσουν την πραμάτεια τους παραγωγοί από τον Αγιο Νικόλαο. Η σωματική επαφή μεταξύ ασθενών και υγιών απαγορευόταν, ενώ τα χρήματα που αντάλλασσαν απολυμαίνονταν μέσα σε ειδικό κλίβανο.


Δεν ήταν όμως λίγες οι φορές που οι έγκλειστοι παραπονούνταν ότι τα εμπορεύματα ήταν δεύτερης κατηγορίας, ελαττωματικά ή υπερτιμημένα: «Υπήρχανε μερικοί που μαλώνανε καμιά φορά, πηγαίνανε εκεί, στην Αγορά, ψωνίζανε το γάλα, λέει εσύ το νερώνεις και του το κοπανάγανε καμιά φορά του χωριάτη στα μούτρα» (αφήγηση του Πέτρου). Με τον καιρό οι ασθενείς αποφάσισαν να ιδρύσουν συνεταιρισμό, που μεταξύ άλλων αποσκοπούσε στη συγκράτηση των τιμών των προϊόντων και στην καταπολέμηση της εκμετάλλευσης: «Είχαμε δύο σωματεία, το ένα λεγότανε Συνεταιρισμός, το άλλο λεγόταν Ενωση, η οποία προμηθευότανε τα πάντα! Τα αγαθά που ήθελες. Μέχρι δίσκους γραμμοφώνου παίρναμε τότε από τον Λαμπρόπουλο. Δίναμε αντικαταβολή και μας φαίρνανε διάφορα να πούμε, που θέλαμε, τα πάντα που θέλαμε. Αλλά δεν υπάρχει μόνο αυτό το θέμα. Ηταν και άλλα. Είχαμε σου λέω τα βαρκάκια μας, ψαρεύαμε με τα καλαμάκια μας, κατεβαίναμε, εκεί πέρα ξέρω ‘γω, περνούσε η ώρα μας και κάπως σπάγαμε τη μονοτονία και την κλεισούρα. Γιατί τότε ήταν κλεισούρα». (αφήγηση του Πέτρου)


Η ιστορία της Ιφιγένειας


Η δουλειά του Σαββάκη είναι υποδειγματική. Μέσα από τις μαρτυρίες που εντόπισε και επεξεργάστηκε μας προτείνει μια δομημένη και λεπτομερειακή προσέγγιση στον κόσμο των χανσενικών. Ο κόσμος των λεπρών της Σπιναλόγκας, λέει, αποτέλεσε κίνδυνο για την υγεία, κυρίως όμως πρόβλημα σε σχέση με την αισθητική και την ηθική των «κανονικών». Ταυτόχρονα, απολάμβανε τη ραστώνη, το γλέντι και τους γάμους μιας «γυμνής ζωής», εκτός παραγωγικής διαδικασίας, με κόστος την οδύνη, την απαξίωση και τον εξοβελισμό. «Μιά γιορτή, στο καφενείο συγκεντρωνόντουσαν, βάζανε όλοι ό,τι είχανε και γλεντάγανε, χορεύανε, διασκεδάζανε. Υπήρχανε τραγουδιστές, τότε, άρρωστοι. Κάποιος μάλιστα άρρωστος έπαιζε και μπουζούκι, ο οποίος έφυγε, πέθανε. Τον ήξερα δηλαδή εγώ, ήτανε εξιτηριούχος – δηλαδή μπορούσε να γυρίσει σπίτι του μετά από τρεις διαδοχικές αρνητικές εξετάσεις – και πάρα πολλές φορές πηγαίναμε να μας παίξει ο Μανόλης κανένα τραγούδι, έπαιζε μπουζούκι. Αυτός ήτανε Σπιναλογκίτης». (αφήγηση της Χριστίνας)


Ωστόσο οι πιο τραγικές περιπτώσεις αφορούσαν εκείνους που γεννιόντουσαν στο νησί. Η Ιφιγένεια γεννήθηκε το 1927 στη Σπιναλόγκα από γονείς λεπρούς και, αν και δεν αρρώστησε ποτέ, έμεινε εκεί μέχρι που έκλεισε το λεπροκομείο στα 1957. Το 1950 παντρεύτηκε έναν άλλο έγκλειστο. «Υστερα βρέθηκε ο άντρας μου. Αυτός ήταν από την Ιεράπετρα, ένας άνθρωπος που δεν βρίσκονται τώρα τέτοιοι. Από εκείνον βρήκα αγάπη του πατέρα, της μάνας και του άντρα, την καλοσύνη και τη στοργή. Ζήσαμε μαζί σαράντα χρόνια. Είναι δέκα χρόνια που πέθανε τώρα. Παντρεύτηκα, λοιπόν, και πέρασα πολύ καλά μετά, αφού τέτοιοι άνθρωποι δεν βρίσκονται. Εγώ παντρεύτηκα το πενήντα, μετά απ’ την Κατοχή, κάπου το πενήντα. Αλλά τώρα έμεινα πάλι μόνη, τι να κάνεις; Είθε ο Θεός να τον πάει στα ουράνια βασίλεια. Παραγγελίες του λέγανε να πας, εκεί θα πας, ή εγώ θέλω να μου κάνεις ένα δέμα, εγώ θέλω να μου πάρεις αυτό, όλους τους εξυπηρετούσε. Κούραση να δεις, ερχότανε στις τρεις η ώρα στο σπίτι να φάει. Είχε εξυπηρετήσει εδώ πέρα όλο τον κόσμο μέχρι που τελείωσε η ζωή του. Αυτός εκεί ήτανε, αλλά δεν είδα ποτέ το κακό του, ν’ ακούσεις βλαστήμια! Να πεις αισχρολογία, να πει! Να βρίσει κανένα, «δεν πειράζει» μου λέει, «άσ’ το»».


Πέρασαν δύσκολα εκεί, λέει η Ιφιγένεια («και κακοί άνθρωποι ήτανε», «γινότανε πολλά άδικα εκεί πέρα»). Οταν όμως ήρθε η ώρα να φύγουν η καρδιά της ράγισε, άφηνε πίσω της τρεις γεμάτες δεκαετίες από τη ζωή της. «Με πόνο πολύ φύγαμε από εκεί κάτω. Ανέβαινα εκεί πάνω στη μυγδαλιά, τώρα θα είναι θηρίο. Εκανα μια βόλτα δυο φορές πέρα και έκλαιγα συνέχεια. Γιατί εκεί πήγαινα την κατσίκα μου και εκεί τη φύλαγα. Εκεί πήγαινα στα χόρτα, στο βουνό ψηλά, εκεί στις ωραίες αμυγδαλίτσες. Τι όμορφα που ήτανε, από κάτω ήταν η θάλασσα, το νησί που το γύριζα όλη μέρα. Το έκανα βόλτα, γιατί είχα και τα κατσικάκια μου και τα πήγαινα. Πήγαινα και έκλαιγα τις μυγδαλιές που είχαν ανθίσει την άνοιξη! Φεύγω, λέω! Αφήνω το χωριό μου, αφήνω τον τόπο μου, τον αφήνω. Τι θα βρούμε, τι θα βρούμε εκεί που θα πάμε. Πήγαμε, βρήκαμε χειρότερα. Ερχόμαστε εδώ πέρα, αυτοί είναι Σπιναλογκίτες, τέρατα».