«Οι άντρες μας δουλεύουν στη Γερμανία ή στα καράβια. Και εμείς εδώ σαν χαϊβάνια» λέει η 34χρονη Φικριέ Ουζούμ που ζει στο μειονοτικό χωριό Εχίνος, στον Νομό Ξάνθης. «Ο άντρας μου λείπει εννιά μήνες τον χρόνο γιατί εδώ δεν έχει δουλειές. Εγώ μένω εδώ με τα παιδιά, οκτώ και 10 ετών. Εχω ένα μαγαζί με ρούχα, αλλά με δυσκολία βγάζω λεφτά. Τελείωσα όμως το μειονοτικό δημοτικό, έμαθα τα ελληνικά επειδή κατεβαίνω στη Θεσσαλονίκη, καμιά φορά και στην Αθήνα, για να αγοράσω ρούχα για το μαγαζί».


Τη συναντήσαμε την περασμένη Τρίτη σε ένα «πηγαδάκι» στον κεντρικό δρόμο του χωριού όπου είχε μαζευτεί κόσμος περιμένοντας την επίσκεψη της υπουργού Εξωτερικών κυρίας Ντόρας Μπακογιάννη. «Εμείς είμαστε Τούρκοι. Να το γράψετε» πετάγεται ένας περαστικός μόλις αντιλαμβάνεται ότι είμαι δημοσιογράφος από την Αθήνα. «Αφήστε τον αυτόν. Μην τον ακούτε» μου λέει η Φικριέ. «Ελάτε να πάμε σε μια κηδεία». Περπατάμε στα σοκάκια και φθάνουμε έξω από το σπίτι του νεκρού. Οι άντρες στέκονται γύρω από το φέρετρο και οι γυναίκες παρακολουθούν από τα μπαλκόνια. Ο ιμάμης ψέλνει και αυτές τείνουν τα χέρια με τις χούφτες προς τα επάνω, για να λάβουν την ευλογία του Αλλάχ, και σε τακτά διαστήματα λένε «Αμήν». Οταν τελειώνει ο ψαλμός, οι άντρες συνοδεύουν το φέρετρο στο νεκροταφείο όπου δεν επιτρέπεται η είσοδος των γυναικών.


«Οι άντρες μας φεύγουν στη Γερμανία γιατί τον καπνό δεν μας τον παίρνουν σε καλή τιμή» εξηγεί μια φίλη της Φικριέ σε σπαστά ελληνικά. «Ο γιος μου πάει στο ενιαίο (σ.σ.: ελληνικό δημόσιο) λύκειο στην Ξάνθη. Μένει στην εστία. Δεν ήθελε να πάει στο μειονοτικό, αφού εδώ ζούμε. Θέλει να γίνει γυμναστής. Τον καπνό τον καλλιεργώ μόνη μου. Τι να κάνω; Πρέπει να τελειώσουμε το σπίτι» τονίζει και δείχνει ένα τριώροφο με τους δύο ορόφους ακόμη στα μπετά. «Είμαι παντρεμένη 22 χρόνια και μόνο τα πέντε έζησα με τον άντρα μου. Είχαμε κατεβεί στην Αθήνα όπου δούλευε οικοδομή. Μέναμε στην Πλατεία Βάθης. Πριν όμως από τρία χρόνια επιστρέψαμε, γιατί μετά τους Ολυμπιακούς δεν είχε δουλειά».


«Να ανοίξει ένα εργοστάσιο να δουλεύουμε όλοι μαζί εδώ» πετάγεται μια άλλη. «Θέλουμε φροντιστήρια για τα παιδιά μας» αναφέρει μια τρίτη. Σε ερώτησή μου αν αισθάνονται Ελληνίδες απαντούν προβληματισμένες: «Να σου πούμε την αλήθεια, δεν είμαστε ούτε γνήσιοι Ελληνες ούτε Τούρκοι. Και εμείς δεν ξέρουμε τι είμαστε. Είμαστε μωαμεθανοί». Με 1.200 οικογένειες, ένα μειονοτικό δημοτικό, ένα ελληνικό γυμνάσιο και ένα ιεροδιδασκαλείο, ο Εχίνος αποτελεί ενδιαφέρουσα περίπτωση: είναι το μεγαλύτερο μειονοτικό χωριό στη Θράκη και η τελευταία φορά που «ακούστηκε» στις ειδήσεις ήταν όταν οι ηθοποιοί κάποιου σίριαλ που γυριζόταν στην περιοχή προκάλεσαν τους ντόπιους μπαίνοντας στο τζαμί. Οσοι γνωρίζουν «επιστημονικά» τα πράγματα εξηγούν ότι στα ορεινά χωριά οι μουσουλμάνοι είναι πομακικής καταγωγής ενώ στα πεδινά τουρκογενείς. Επί χρόνια όμως τα «σπασίματα» του ελληνικού κράτους – όπως το ότι δεν άνοιγε η μπάρα για να περάσουν τα ασθενοφόρα ή πρόσφατα η εκκλησία που χτίστηκε στο χωριό ενώ δεν υπάρχει χριστιανός – έριχναν τους κατοίκους του Εχίνου στην αγκαλιά της Τουρκίας η οποία ήταν παραπάνω από ευτυχής να τους υποδεχτεί.


Ολα αυτά αλλάζουν την τελευταία 15ετία ενώ η κυρία Μπακογιάννη ανακοίνωσε κατά την επίσκεψή της στη Θράκη νέα δέσμη μέτρων για την ενίσχυση της μειονότητας, τα οποία περιλαμβάνουν από την καθιέρωση ποσόστωσης πέντε τοις χιλίοις για την πρόσληψη μουσουλμάνων στο Δημόσιο μέσω των διαγωνισμών του ΑΣΕΠ ως σεμινάρια του ΟΑΕΔ για την επαγγελματική κατάρτιση μουσουλμάνων γυναικών.


Η μειονότητα δεν είναι μονολιθική. Εκτός από το ότι αποτελείται από Πομάκους, τουρκογενείς και Ρομά σήμερα υπάρχουν και διαφορές στα αιτήματά της. Δίπλα σε εκείνους, τους πιο παραδοσιακούς, που ζητούν να εκλέγουν τον μουφτή (και να μη διορίζεται από το κράτος) υπάρχουν και οι νεότεροι που θέλουν δουλειές, υποδομές, σχολεία. Ενώ κάποτε κυριαρχούσε το αίτημα για περισσότερα μειονοτικά γυμνάσια – λύκεια (λειτουργεί ένα στην Ξάνθη και ένα στην Κομοτηνή), σήμερα η πλειονότητα προτιμά να στέλνει τα παιδιά της στα ελληνικά σχολεία και θέτει ως πρόβλημα τις δυσκολίες στη γλώσσα που συναντούν όταν περνούν από το μειονοτικό δημοτικό στο ελληνικό γυμνάσιο.


«Μέχρι πρόσφατα πολλοί πήγαιναν στην Τουρκία για να σπουδάσουν. Σήμερα όμως αυτή η χώρα μάς ανοίγει όλες τις πόρτες» σημειώνει ο Μεμέτ που συναντήσαμε στο χωριό Οργάνη, στον Νομό Ροδόπης. Είναι 22 ετών και σπουδάζει διοίκηση επιχειρήσεων στην Κωνσταντινούπολη. Η συζήτησή μας γίνεται στα αγγλικά γιατί τα ελληνικά του είναι σπαστά. «Πρέπει να μαθαίνουμε ελληνικά, αφού εδώ ζούμε. Εγώ θα έχω πρόβλημα να βρω δουλειά λόγω γλώσσας. Τώρα ο κόσμος έχει αρχίσει να στέλνει τα παιδιά του στα ελληνικά πανεπιστήμια. Για μένα το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η εκπαίδευση και όχι ο αυτοπροσδιορισμός ή η εκλογή του μουφτή».


Τα καπνά αποτελούν επίσης μεγάλο πρόβλημα. Παλαιότερα ο αγρότης κέρδιζε 6.000 – 7.000 ευρώ από τα καπνά, υποστηρίζουν, ενώ σήμερα το εισόδημά του έχει μειωθεί στο μισό. Ολοι τρέμουν το 2013, όταν θα κοπούν οι επιδοτήσεις. «Στα χωράφια δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε τίποτε άλλο εκτός από καπνό γιατί δεν έχουμε νερό. Τι θα κάνουμε;» αναρωτιέται ο 35χρονος Κεμάλ Φαζλί, από το χωριό Γλαύκη, που συστήνεται ως πρόεδρος του Συλλόγου Πομάκων. «Οι Τούρκοι δεν μας άφηναν να ιδρύσουμε τον σύλλογο, ούτε να ακούσουν για Πομάκους. Μας τρομοκρατούσαν για να παραμένουμε γραμμένοι στους καταλόγους ως Τούρκοι, και οι Ελληνες δεν μας υπερασπίζονταν. Εδώ και πέντε χρόνια το σκέφτονται αν πρέπει να μας βοηθήσουν». Ο ίδιος έχει μόνιμη δουλειά ως ναυτικός. «Η κόρη μου Ισμέ πάει Α’ Λυκείου και είναι πρώτη μαθήτρια. Θέλει να γίνει αστυνομικός αλλά δεν παίρνουν Πομάκους στην Αστυνομία» λέει με παράπονο, ελπίζοντας ότι αυτό θα αλλάξει με την καθιέρωση της ποσόστωσης.


Στη γειτονική Σμίνθη, επίσης πομακοχώρι, ο 27χρονος Χαερί είναι γεωπόνος σπουδαγμένος στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η 21χρονη σύζυγός του Νουράν δεν φοράει μαντίλα «παρά μόνο στις γιορτές, στο μπαϊράμι». Τα πάμε καλύτερα με τους χριστιανούς παρά με τους τουρκογενείς, ισχυρίζονται. «Εχουμε κόντρες για τα καπνά». Η 27χρονη Νουρσέ ανήκει στον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων του τοπικού νηπιαγωγείου και τοπαράπονό της που δεν σπούδασε οφείλεται στο ότι «δεν έχουμε καλή συγκοινωνία. Οταν πήγαινα σχολείο, τελείωσα την 3η δέσμη στο λύκειο, περίμενα δύο – τρεις ώρες καθημερινά το λεωφορείο για Ξάνθη. Φροντιστήριο δεν μπορούσα να πάω γιατί το τελευταίο ήταν στις 6 μ.μ.».


Το ίδιο παράπονο διατυπώνει και η 34χρονη Σεβίμ από την Πάχνη, γειτονικό πομακοχώρι. Σήμερα ζει με τον άντρα και τα παιδιά της στην Ξάνθη, όπου άνοιξαν ένα θερμοκήπιο, και δηλώνει αποφασισμένη να εργαστούν όσο χρειαστεί για να στείλουν τα παιδιά στο πανεπιστήμιο. «Δεν με άφησαν να σπουδάσω επειδή ήμουν κορίτσι. Από την επόμενη γενιά άρχισαν να σπουδάζουν και οι γυναίκες». Είναι η πιο θαρρετή από όλες τις συγχωριανές της, θα έβαζε υποψηφιότητα και για πρόεδρος της κοινότητας «όμως το χωριό δεν είναι ακόμη έτοιμο να ψηφίσει γυναίκα».


Στο τέλος αυτού του οδοιπορικού έγινε σαφές ότι ελάχιστα χωρίζουν τη μειονότητα από την «πλειοψηφία» όσον αφορά τα προβλήματα. Εγινε όμως επίσης σαφές ότι ενώ μουσουλμάνοι και χριστιανοί ζουν αρμονικά, οι ζωές τους είναι παράλληλες. Οι χριστιανοί, λ.χ., δεν πάνε συχνά στα μειονοτικά χωριά, «μόνο από περιέργεια» αναφέρουν οι κάτοικοί τους. Αλλά και στην Κομοτηνή, στο 4ο Γυμνάσιο, μια ομάδα με μουσουλμάνες μαθήτριες της Β’ Τάξης λέει ότι συνήθως δεν κάνει παρέα με χριστιανές εκτός σχολείου. Η Σιμπέλ Μουσταφάογλου, αντινομάρχης Ροδόπης, η πρώτη γυναίκα από τη μειονότητα σε αυτή τη θέση, γεννήθηκε στη Γερμανία και ήρθε στο γυμνάσιο της Κομοτηνής. Σήμερα είναι 35 ετών, παντρεμένη με μουσουλμάνο με τον οποίο έχει δύο παιδιά. «Γίνονται ελάχιστοι μεικτοί γάμοι» σημειώνει.