Απρόβλεπτες συνέπειες μπορεί να έχει για την Αθήνα η συμμετοχή της στην άσκηση «Ενδοξος Σπαρτιάτης», η οποία έλαβε χώρα στην Ανατολική Μεσόγειο και εντός του FIR Αθηνών την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου, σε συνεργασία με το Ισραήλ. Η άσκηση αυτή, σύμφωνα με δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, έμοιαζε με μια «πρόβα τζενεράλε» για επίθεση εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, παρά το γεγονός ότι το αμερικανικό Πεντάγωνο ενημέρωσε τις συμμαχικές κυβερνήσεις, μεταξύ των οποίων και την ελληνική, ότι μια ισραηλινή επίθεση εναντίον του Ιράν δεν συμβάλει στην ειρήνη. Η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία επεχείρησαν να υποβαθμίσουν τον ελληνικό ρόλο στην άσκηση. Ωστόσο, εκείνο που εντυπωσιάζει είναι η ασυνεννοησία που φαίνεται ότι υπήρξε μεταξύ των αρμοδίων υπηρεσιών καθώς και η παντελής έλλειψη ανάλυσης των πιθανών πολιτικών επιπτώσεων που μπορεί να έχει η συμμετοχή της χώρας μας στις παραδοσιακές σχέσεις της με τον αραβικό κόσμο. Η Ελλάδα υπέγραψε αμυντική συμφωνία με το Ισραήλ το 1994. Από τότε, η συμφωνία αυτή ανανεώθηκε τρεις φορές σε διάστημα 11 ετών, με τελευταία φορά το 2005. Εφέτος, όμως, ήταν η πρώτη φορά που διεξήχθη σε τόσο μεγάλη κλίμακα, χωρίς παρατηρητές, αεροπορική άσκηση με τη συμμετοχή περισσοτέρων από 100 ισραηλινών αεροσκαφών.




«Υπήρχε η συμφωνία, κάποια στιγμή έπρεπε να την ενεργοποιήσουμε» παραδέχεται ο υφυπουργός Αμυνας κ. Κ. Τασούλας, ο οποίος εδέχθη τα παράπονα του επιτετραμμένου του Ιράν στην Αθήνα. Ο υφυπουργός προσπάθησε να τον πείσει για τα σενάρια της άσκησης λέγοντάς του ότι δεν στρεφόταν εναντίον καμίας χώρας. Και για να γίνει πειστικός έφερε ως παραδείγματα, πρώτον, ότι τα αεροσκάφη πετούσαν σε ύψος 20.000 ποδών και πάνω, συνεπώς δεν υπήρχε περίπτωση εναέριας επίθεσης κατά επίγειων στόχων και, δεύτερον, ότι κατά τη διάρκεια της άσκησης είχαν απενεργοποιηθεί όλα τα επίγεια συστήματα αεραμύνης.


Φαίνεται όμως ότι και ο ιρανός διπλωμάτης έφυγε ικανοποιημένος, αφού προσκάλεσε τον υφυπουργό να επισκεφθεί επισήμως το Ιράν: «Ε, τότε θα κάνω συχνά ασκήσεις με το Ισραήλ για να έρχομαι συχνότερα στην Τεχεράνη» απήντησε ο υφυπουργός αποδεχόμενος την πρόσκληση.


Το όφελος που είχαν οι έλληνες πιλότοι, κατά τον κ. Τασούλα, ήταν πολλαπλό: «Εκπαιδεύθηκαν σε ανεφοδιασμό των αεροσκαφών τους εν πτήσει από ισραηλινά τάνκερ, συμμετείχαν σε κοινές πτήσεις με προηγμένα αεροσκάφη και, το σημαντικότερο, όλα τα ισραηλινά αεροπλάνα τα οποία εισήλθαν στο FIR Αθηνών υπέβαλαν σχέδια πτήσεως, παρά το γεγονός ότι ασκούνταν με ελληνικά μαχητικά».


Στρατιωτικές πηγές σημείωναν ότι πολλές φορές κατά το παρελθόν τουρκικά αεροσκάφη πραγματοποιούσαν ασκήσεις με ισραηλινά μαχητικά – στον διεθνή εναέριο χώρο του Αιγαίου – στο πλαίσιο της τουρκοϊσραηλινής συμφωνίας του 1996. Επομένως, οι ίδιες πηγές τόνιζαν ότι η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να επιτρέπει στην Αγκυρα την προνομιακή συνεργασία με μία από τις ισχυρότερες αεροπορικές δυνάμεις διεθνώς.


Εκτός όμως από τη «χαλαρή» εκδοχή της υπόθεσης, υπάρχει και η σοβαρότερη. Σύμφωνα τουλάχιστον με διπλωματικές πηγές, «το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας (ΓΕΑ) έλαβε από τους Ισραηλινούς το σχέδιο της ασκήσεως και το διαβίβασε στο υπουργείο Εξωτερικών ώστε να λάβει την απαραίτητη νομική εξουσιοδότηση προτού υπογραφεί από την ηγεσία του ΓΕΑ. Το αίτημα έφθασε στο υπουργείο Εξωτερικών στις 15 Μαΐου, με τη σημείωση να έχει λάβει την εξουσιοδότηση ως τις 19 Μαΐου. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν, «οι αρμόδιες διευθύνσεις του υπουργείου Εξωτερικών δεν ερωτήθησαν για το αν εγκρίνουν πολιτικά την άσκηση ή για να εκτιμήσουν τις πιθανές επιπτώσεις της».


Το σενάριο της ασκήσεως ήταν, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, «αποκλειστικά ισραηλινής εμπνεύσεως», αν και τον επιχειρησιακό έλεγχο είχε το Αρχηγείο Τακτικής Αεροπορίας στη Λάρισα. Αν και οι πληροφορίες βγαίνουν με το σταγονόμετρο, φαίνεται ότι τα ισραηλινά αεροσκάφη κινήθηκαν σε τρία κύματα. Περίπου 10 μαχητικά αεροσκάφη F-16 και F-15 αποτελούσαν τη δύναμη αιχμής, ενώ τα υπόλοιπα αεροσκάφη ήταν συνοδείας και χρησίμευαν ως κάλυψη.


Τα ισραηλινά αεροπλάνα ανεφοδιάστηκαν νοτίως της Κρήτης από ιπτάμενα τάνκερ KC-135R. Οι Ισραηλινοί δεν χρησιμοποίησαν πραγματικά πυρά και στις επιχειρήσεις που μετείχαν, στο πεδίο βολής Κρανέας, έκαναν χρήση εκπαιδευτικών βομβών τσιμέντου και άμμου. Στη συνέχεια ανεφοδιάστηκαν και πάλι. Κάπου εδώ αρχίζουν οι ασάφειες. Διπλωματικές πηγές αναφέρουν ότι ορισμένα αεροσκάφη επέστρεψαν στο Ισραήλ, ενώ όσα είχαν υπολογιστεί ότι θα καταρριφθούν προσγειώθηκαν στα αεροδρόμια της Ανδραβίδας και του Καστελλίου Κρήτης. Στρατιωτικές πηγές όμως διαψεύδουν κατηγορηματικά ότι έλαβε χώρα κάτι τέτοιο.


Οι βόμβες τσιμέντου


Οπως απεκάλυψαν οι «New York Times», τα στοιχεία της επιχειρήσεως οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η άσκηση αυτή σχεδιάστηκε ως προσομοίωση μελλοντικής επιχείρησης εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν. Ελληνικές διπλωματικές πηγές συμφωνούν με τη διαπίστωση αυτή και αναρωτιούνται: «Ποιος είναι ο πραγματικός λόγος της χρήσεως βομβών τσιμέντου; Μήπως επειδή οι πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν είναι υπόγειες και προστατεύονται από ειδικά κατασκευασμένο στρώμα τσιμέντου και άμμου ώστε να αντέχουν σε βομβαρδισμό; Και πώς εξηγείται», συνεχίζουν, «η έμφαση των σχεδιαστών της ασκήσεως στον ανεφοδιασμό εν πτήσει;». Ασφαλείς πληροφορίες αναφέρουν πάντως ότι μεταξύ του υπουργείου Εξωτερικών και του υπουργείου Αμυνας εμφανίστηκε πάλι η γνωστή τακτική της επίρριψης ευθυνών. Ο ιρανός επιτετραμμένος δεν επισκέφθηκε άλλωστε μόνο τον κ. Τασούλα αλλά, σύμφωνα με έγκυρες πηγές, και τον πολιτικό διευθυντή του υπουργείου Εξωτερικών. Αν και οι δύο επισκέψεις έγιναν σε διάστημα περίπου μιας ώρας η μία από την άλλη, διπλωματικές πηγές σημείωναν ότι ο ιρανός αξιωματούχος άκουσε δύο διαφορετικές εκδοχές για τους λόγους της ελληνικής εμπλοκής. Επιπλέον, όταν ζήτησε μία δήλωση από την ελληνική πολιτική ηγεσία κατά της πρακτικής των προληπτικών χτυπημάτων, και τα δύο υπουργεία «ένιψαν τας χείρας τους».