Σχεδόν σίγουρη θεωρούν στο Στρασβούργο την καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την άρνηση της ελληνικής Βουλής να άρει την ασυλία του βουλευτή Ιωαννίνων της ΝΔ κ. Κώστα Τασούλα, ο οποίος ήταν υπόλογος για εκβίαση προτού εκλεγεί βουλευτής. H καταδικαστική απόφαση θα προσθέσει μία ακόμη απόφαση στην νομολογία του Ευρωδικαστηρίου, το οποίο έχει ταχθεί υπέρ της άρσης της βουλευτικής ασυλίας. Με τις θέσεις του Ευρωδικαστηρίου, δηλαδή υπέρ της κατάργησης της βουλευτικής ασυλίας για κοινά ποινικά αδικήματα που δεν έχουν σχέση με τα κοινοβουλευτικά τους καθήκοντα, τάσσονται απόλυτα δύο πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι. Ενας εκ των οποίων διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης και πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρόκειται για τον καθηγητή του Αστικού Δικαίου και πρώην υπουργό Δικαιοσύνης κ. Μιχ. Σταθόπουλο και τον επίκουρο καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Στ. Τσακυράκη. Οι δύο καθηγητές, πέραν του ότι συντάσσονται απόλυτα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ευθέως χαρακτηρίζουν παράνομη την τακτική του ελληνικού κοινοβουλίου να εξασφαλίζει το ακαταδίωκτο των βουλευτών.


H πρόσφατη ενέργεια του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση έγγραφες εξηγήσεις για την άρνηση της ελληνικής Βουλής να άρει την ασυλία βουλευτή, ο οποίος είχε μηνυθεί για εκβίαση πριν εκλεγεί, έφερε και πάλι στη δημοσιότητα το θέμα της βουλευτικής ασυλίας. Ο κ. K. Τασούλας, σχεδόν μόλις εξελέγη βουλευτής, μηνύθηκε από εργολάβο για έργο που είχε αρνηθεί να εκδώσει άδεια ως δήμαρχος Κηφισιάς. Ο εργολάβος κατηγορεί τον βουλευτή της ΝΔ ότι ζήτησε το ποσό των 70 εκατ. δρχ. για να «βοηθήσει» στην έκδοση οικοδομικής άδειας.


Πρόκειται για πρώτη φορά που έλληνας πολίτης ύστερα από την άρνηση της Βουλής να άρει βουλευτική ασυλία κατέφυγε για προστασία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ετσι, πράγμα πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, η υπόθεση της ασυλίας των βουλευτών έφθασε ένα στάδιο πριν από την εκδίκαση. H κυβέρνηση πρέπει μέσα στον ερχόμενο Οκτώβριο να απαντήσει στο Ευρωδικαστήριο, προκειμένου να προχωρήσει η εκδίκαση της υπόθεσης. H πολιτεία οφείλει να εξηγήσει τους λόγους που οδήγησαν τους έλληνες βουλευτές να αρνηθούν την άρση της ασυλίας του συναδέλφου τους.


H καταδίκη της χώρας μας θεωρείται βέβαιη σύμφωνα με τα νομολογιακά δεδομένα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Και αυτό, γιατί πριν από δύο χρόνια το Ευρωδικαστήριο στην υπόθεση Κόρντοβα κατά της Ιταλίας, έκρινε ότι η βουλευτική ασυλία δεν μπορεί να εξασφαλίζει αορίστως και γενικώς το ακαταδίωκτο στους βουλευτές από αδικήματα που δεν έχουν σχέση με την κοινοβουλευτική τους δράση. H υπόθεση Κόρντοβα αφορούσε μήνυση πρώην δικαστή κατά του τέως προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας κ. Φ. Κοσίγκα για απλή δυσφήμηση. Να σημειωθεί ότι αρμόδιο για να κρίνει το θέμα της βουλευτικής ασυλίας εκτός του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι και η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Ειδικότερα, η χώρα μας από το 1997 έχει κυρώσει με νόμο το Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων του ΟΗΕ που στο άρθρο 14 παρέχει την ισότητα μεταξύ των διαδίκων.


Αρση μόνο σε πέντε περιπτώσεις


Από τη μεταπολίτευση ως σήμερα (1974-2005) έχουν υποβληθεί στο κοινοβούλιο συνολικά 808 αιτήσεις για άρση της ασυλίας βουλευτών. Μεγάλο μέρος από αυτές (ανέρχεται στις 172) υποβλήθηκε την περίοδο της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Από τις 808 συζητήθηκαν στη Βουλή οι 581 αιτήσεις και έγιναν δεκτές μόνο δέκα, ενώ εκκρεμούν ή δεν πρόλαβαν να συζητηθούν λόγω διάλυσής της 237 αιτήσεις. Από τις δέκα αυτές αιτήσεις που έγιναν δεκτές, έχει αρθεί η ασυλία βουλευτών μόνο σε πέντε περιπτώσεις


Ετσι, στα 31 χρόνια του νεότερου κοινοβουλευτικού βίου έχει αρθεί η βουλευτική ασυλία για τέσσερις βουλευτές της ΝΔ και έναν του ΠαΣοΚ. H άρση της ασυλίας έγινε για τους:


K. Καραμηνά (ΝΔ): το 1998 στο αυτοκίνητό του σκοτώθηκε η 26χρονη δασκάλα Ελλη Πηλίδου. Από τα δικαστήρια καταδικάστηκε σε φυλάκιση 25 μηνών με τριετή αναστολή, χρηματικό πρόστιμο 200.000 δρχ. και αφαίρεση του διπλώματος οδήγησης για τέσσερις μήνες.


Βαρσ. Γιοβανούδη (ΝΔ): ο οποίος το 1998 είχε κατηγορηθεί ότι ξυλοκόπησε την φίλη του. Παρά το γεγονός ότι η μήνυση αποσύρθηκε, ο βουλευτής τιμωρήθηκε από το Τριμελές Εφετείο με φυλάκιση 18 μηνών (με τριετή αναστολή), γιατί είχε παρουσιάσει στη φίλη του πλαστό διαζευκτήριο.


Ελ. Παπανικολάου (ΝΔ): το όνομά του, ως δικηγόρου, το 1992 συνδέθηκε με την αποφυλάκιση μεγαλέμπορου ναρκωτικών. Τελικώς αθωώθηκε.


Αλ. Ακριβάκη (ΠαΣοΚ): την περίοδο του σκανδάλου Κοσκωτά το 1990 είχε κατηγορηθεί για την υπόθεση των ΔΕΚΟ και ειδικά της Ολυμπιακής Αεροπορίας.


Γ. Παναγιωτόπουλο (ΝΔ): το 1994 είχε κατηγορηθεί για παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος στην υπόθεση της Βαλκάν Εξπορτ. Τελικώς από τα δικαστήρια αθωώθηκε.


MIX. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ «Συντηρεί το ακαταδίωκτο»


Σε ταραχώδεις περιόδους της Ιστορίας όπου επικρατούσε φανατισμός είχε κάποια δικαιολογία ο θεσμός της βουλευτικής ασυλίας. Τα πολιτικά πάθη οδηγούσαν ή υπήρχε κίνδυνος να οδηγήσουν σε αστήρικτες ποινικές διώξεις βουλευτών με σκοπό την εξουδετέρωσή τους από τον πολιτικό αντίπαλο για μεγάλο χρονικό διάστημα, ωσότου δηλαδή αποφανθεί η δικαιοσύνη. Αλλος αποτελεσματικός τρόπος άμυνας δεν υπήρχε. Αν δεχθούμε ότι τα πολιτικά μας ήθη έχουν προοδεύσει και ότι στο σημερινό κράτος δικαίου υπάρχει τρόπος προστασίας από αστήρικτες διώξεις, δεν έχει πλέον νόημα η διατήρηση γενικής βουλευτικής ασυλίας.


Εξαίρεση δικαιολογείται μόνο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε ο βουλευτής κατά την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων, εξαίρεση όμως που θα προέκυπτε και από το άρθρο 367 του Ποινικού Κώδικα. H εξαίρεση πάντως αυτή δεν πρέπει να ισχύει σε περίπτωση συκοφαντικής δυσφήμησης.


Κατά τα λοιπά το ανεύθυνο και ακαταδίωκτο μιας κατηγορίας πολιτών, που μάλιστα ασκεί υπεύθυνη εξουσία, παρεμποδίζει την εφαρμογή των ποινικών νόμων και δημιουργεί και \προνόμια που έρχονται σε αντίθεση με την αρχή της ισότητας. Είναι γνωστό ότι η διαδικασία της άδειας της Βουλής για τη δίωξη δεν λειτουργεί αλλά συντηρεί το ακαταδίωκτο.


Μηνύσεις που τυχόν υποβάλλονται με στόχους πολιτικούς και όχι ποινικούς μπορεί να αντιμετωπίζονται δεόντως από τις εισαγγελικές αρχές ή, στην ανάγκη, με αναστολή της ποινικής δίωξης από την εκτελεστική εξουσία κατά το άρθρο 30 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.


ΣΤ. ΤΣΑΚΥΡΑΚΗΣ Παγκόσμια πρωτοτυπία


H μακρόχρονη πρακτική της ελληνικής Βουλής να παρέχει ασυλία στα μέλη της για να αποφύγουν οποιαδήποτε ποινική δίωξη αποτελεί θεσμικό σκάνδαλο για τη δημοκρατία μας. H βουλευτική ασυλία αποσκοπεί να προστατεύσει τα μέλη του κοινοβουλίου από πολιτικές διώξεις. Στην Ελλάδα, όμως, με αγαστή διακομματική ευρηματικότητα και κατά παγκόσμια πρωτοτυπία έχει εξελιχθεί σε προνόμιο που εξασφαλίζει το ακαταδίωκτο των βουλευτών για τα πλέον κοινά ποινικά αδικήματα, από παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας ως ακάλυπτες επιταγές. Θα πρέπει να γυρίσει κανείς σε αριστοκρατικά καθεστώτα για να βρει μία τόσο απροκάλυπτη πρακτική που εξαιρεί κάποιους από την εφαρμογή των νόμων.


Σε όλες τις πολιτισμένες χώρες υπάρχει ο θεσμός της βουλευτικής ασυλίας. Σε καμιά όμως δεν εφαρμόζεται όπως εδώ. Σε όλες τις πολιτισμένες χώρες, είναι αυτονόητο ότι δίνεται η άδεια για δίωξη, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις όταν είναι πρόδηλο ότι αυτή σχετίζεται με τα κοινοβουλευτικά καθήκοντα του βουλευτή.


Εκείνο που πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι η πρακτική της ελληνικής Βουλής είναι παράνομη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε πρόσφατες αποφάσεις του (Cordova v. Italie 30.1.2003, DeJorio v. Italie 3.6.2004) έκρινε ότι η άρνηση άρσης της ασυλίας βουλευτών για αδικήματα που δεν συνδέονται με την άσκηση των κοινοβουλευτικών καθηκόντων τους αποστερεί το δικαίωμα των μηνυτών-πολιτών για πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, παραβιάζοντας με αυτό τον τρόπο το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με αυτό το δεδομένο νομίζω ότι, αργά ή γρήγορα, η ελληνική Βουλή θα αλλάξει πρακτική. Είναι δε τόσο προκλητικό το ζήτημα, ώστε φοβάμαι ότι ούτε καν ρητορείες για υπεράσπιση του Συντάγματος και της εθνικής μας ιδιομορφίας δεν σηκώνει.


K. ΤΑΣΟΥΛΑΣ «H μήνυση είχε στόχο να προκληθεί πολιτική βλάβη»


Ο βουλευτής της ΝΔ κ. K. Τασούλας (φωτογραφία) δήλωσε στο «Βήμα» σχετικά με το θέμα που προέκυψε: H γνώμη μου είναι ότι και αν δεν υπήρχε ο θεσμός της ασυλίας θα έπρεπε να είχε εφευρεθεί ειδικά γι’ αυτή την περίπτωση. Ο μηνυτής, εργολάβος οικοδομών, τον οποίο ο δήμος Κηφισιάς από το 1997 ως σήμερα εμποδίζει να κτίσει εμπορικό κέντρο επί κοινοχρήστου χώρου υπέβαλε εναντίον μου μήνυση με καθυστέρηση τεσσάρων ετών και εννέα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία δήθεν τον απείλησα και τον εκβίασα. H μήνυση υπεβλήθη ενώ είχα ήδη εκλεγεί βουλευτής και παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε κάλλιστα να την υποβάλλει το 1997, το 1998, το 1999 και τους πρώτους μήνες του 2000, οπότε και δεν ήμουν βουλευτής και δεν καλυπτόμουν από καμία ασυλία. Στη μήνυση αναφέρει ότι τον απείλησα και τον εκβίασα σε κατ’ ιδίαν συνάντησή μας, αρχές του 1997 όταν ήμουν δήμαρχος. Σε μεταγενέστερες δηλώσεις του αναφέρει ως μάρτυρα και τον οικοπεδούχο, αφού όμως ο τελευταίος είχε δυστυχώς πεθάνει. Μία τόσο καθυστερημένη μήνυση και ένα τέτοιο περιεχόμενο κρίθηκε ότι γίνεται για λόγους προκλήσεως πολιτικής βλάβης. Γι’ αυτό και απερρίφθη η άρση της ασυλίας.


Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι καθηγητής Αστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.


Ο κ. Σταύρος Τσακυράκης είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.