Στη Μαρία που τελείωσε τη Φιλολογία


Πρώτιστο κριτήριο επιλογής αυτής της δουλειάς είναι για τον δάσκαλο το ότι θέλει να έχει να κάνει με παιδιά. Επιλέγει το επαγγελματικό του περιβάλλον γνωρίζοντας ότι βρίσκει μεγαλύτερη ευχαρίστηση στο πάρε-δώσε με παιδιά απ’ όσο με τους συναδέλφους του. Ενας έξυπνος δάσκαλος ξέρει ότι έχει να πάρει πολύ περισσότερα από προσωπικότητες στις οποίες ακόμη ο θυμός είναι φρέσκος, σαν άκοπο χόρτο, σαν άπλερο κατσίκι: επειδή ο θυμός δεν έχει ακόμη συγκεκριμένο στόχο και η στάγδην συσσωρευόμενη ενοχή του πολιτισμού δεν έχει ακόμη φθάσει στη στάθμη που θα τον πνίξει ή θα τον δαμάσει σε σχήματα στρεβλά. Με αυτόν τον εφηβικό θυμό θα γεμίσει τις μπαταρίες του προκειμένου να αποδώσει. Επειδή ο δάσκαλος δεν μπορεί να δώσει αν δεν πάρει από τα παιδιά όρεξη για τη δουλειά του. Και κανείς δεν δίνει προσοχή και προσδοκία πιο απλόχερα από τα παιδιά.


Ενας καλός δάσκαλος σιχαίνεται το μάθημα του πληροφορητή προς απληροφόρητους, του ξύπνιου προς κοιμισμένους, του αξιοπρεπέστερου και του ηθικότερου από αυτούς που τον ακούν. Δεν υιοθετεί ρόλους που ανήκουν σε άλλους και κυρίως του γονιού, του φίλου, του χιουμορίστα κονφερανσιέ. Αποπνέει συμπάθεια και φροντίζει να κάνει άδηλα τα θεσμικά πλεονεκτήματα υπεροχής που του δίνει το σύστημα της εκπαίδευσης. Δεν γίνεται κολόνα της γνώσης και κριτής της οικουμένης. Θυμάται πάντα πως η όποια σοφία κατακτήσει θα τρέφεται από τις αμφιβολίες του και θα υπονομεύεται από τις βεβαιότητές του. Δεν περιχύνει τους μαθητές με τις απόψεις του σαν να ‘ναι οι απόψεις του μπεσαμέλ και οι μαθητές του κολοκυθάκια.


Βασικό έργο του είναι να οδηγήσει στην επιφάνεια την ιδιαίτερη ουσία που βρίσκεται κρυμμένη μέσα στο παιδί, να τη βγάλει από το προστατευτικό περίβλημα-κουκούλι όπου λανθάνει (ακόμη και από το ίδιο το παιδί), να την αποκαλύψει.


Η επιφάνεια έχει το πλεονέκτημα του φωτός: στο φως κάποια πράγματα θα μαραθούν και άλλα θα ανθήσουν. Καλά, άσχημα ή στρεβλά, μόνο στο φως μπορεί να τα μετρήσει ο ιδιοκτήτης τους, να τα αναγνωρίσει, να τα ονοματίσει, να τα διακρίνει, να επιλέξει και να απορρίψει. Ο δάσκαλος δεν θα κρίνει για λογαριασμό τους σχετικά, αλλά αυτά που κάνει και λέει διαμορφώνουν τα κριτήρια πάνω στα οποία τα παιδιά θα δοκιμάσουν ό,τι έχει φέρει εκείνος στην επιφάνεια.


Ο δάσκαλος ξέρει πως δύο είναι τα σπουδαιότερα πράγματα που πρέπει να μάθει στα παιδιά: πρώτον, να τους μάθει να μαθαίνουν και, δεύτερον, να τους ασκήσει στο να ξεχωρίζουν το ουσιώδες από το παραπληρωματικό και το άχρηστο. Οταν κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και αρχίσουν να του φέρνουν τα κοινότοπα και τετριμμένα, στην αρχή, ευρήματά τους, καμία πλήξη δεν θα κάνει το βλέμμα του γυάλινο. Αντιθέτως, θα ανακαλύψει για πολλοστή φορά μαζί τους τα μυριάκις ανακαλυφθέντα από στρατιές των ομοίων τους ανά τους αιώνες, με τον ενθουσιασμό του νεοφύτου.


Κανένα επίτευγμα παιδικό και εφηβικό δεν είναι αυτονόητο για τον δάσκαλο, αφού όλα είναι καρποί της ατομικής προσπάθειας που όταν είναι άγουροι ακόμη έχουν παρόμοια γεύση, καθώς όμως ωριμάζουν ο καθένας αποκτά τη δική του.


Για έναν δάσκαλο λάθη μέσα στην τάξη δεν υπάρχουν. Τα λάθη είναι απόψεις που ταιριάζουν λιγότερο ή περισσότερο με το ζητούμενο. Υπάρχουν όλες και θα υπάρχουν πάντοτε άλλες που θα ταίριαζαν ακόμη περισσότερο ή ακόμη λιγότερο. Καλοί και κακοί μαθητές δεν υπάρχουν μέσα στην τάξη ­ υπάρχουν διαφορετικές ατομικότητες, όλες με σημαντικές δυνατότητες. Αλλά οι δυνατότητες είναι ευκολότερα ή δυσχερέστερα προσδιορίσιμες. Οι πρώτες, που χαρακτηρίζουν τους δήθεν καλούς μαθητές, δεν χρειάζονται δάσκαλο για να αναπτυχθούν ­ και με την καθαρίστρια της τάξης στη θέση του δασκάλου θα αναπτύσσονταν. Ο δάσκαλος μετριέται με τις δυσχερέστερα προσδιορίσιμες (όχι όμως γι’ αυτόν τον λόγο και λιγότερο υπαρκτές ή σημαντικές από τις άλλες) δυνατότητες των δήθεν μέτριων μαθητών. Εκεί δοκιμάζεται η τεχνογνωσία και η δεξιοτεχνία του.


Και τι έχει να κερδίσει η Μαρία και κάθε Μαρία στην οποία αφιερώνονται αυτές οι παραινέσεις σε κατάφωρη παραβίαση του «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις»; Εχει να κερδίσει μια δουλειά που μπορεί να μην τυποποιηθεί ποτέ και έτσι να είναι μονίμως ερεθιστικά ενδιαφέρουσα (πόσοι μπορούν να το πουν αυτό για πολύ πιο καλοπληρωμένες και κοινωνικώς καταξιωμένες δουλειές;). Και ακόμη να είναι ο μόνος, πέρα από τον γονιό, άνθρωπος που μπορεί να σημαδέψει τη ζωή των ανθρώπων, να τον κουβαλάνε μαζί τους όπου κι αν πάνε, όσο μακριά κι αν φθάσουν, να είναι ο μόνος, εν τέλει, που μπορεί να λατρευτεί όχι ως είδωλο αλλά ξεχωριστά και ατομικά ως ανθρώπινη ουσία από χιλιάδες άλλους που τον έχουν καταστήσει μέρος αναπόσπαστο της προσωπικότητάς τους.