Είναι μια από τις λίγες αλλ’ αναμφισβήτητες περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορούμε να επισημάνουμε με ληξιαρχική ακρίβεια τη γέννηση της ευρωπαϊκής Αισθητικής ως ενός πραγματικά νέου κλάδου της Φιλοσοφίας, παρ’ όλο που δεν έλειψαν, και στον τομέα αυτόν, οι «αρχαίοι πρόγονοι» (Πλάτων, Αριστοτέλης, Πλωτίνος κ.ά.): Το έτος γέννησής της μπορεί να τεθεί ακριβώς στα 1750, όταν κυκλοφόρησε, σε λατινική γλώσσα, ο α’ τόμος της Αισθητικής (Aesthetica) του Α. Baumgarten.


Η Αισθητική του Baumgarten αποτελούσε ακόμη τη λεγομένη «κατώτερη Λογική», δηλαδή τη γνώση μέσω των αισθήσεων, σ’ αντιπαράθεση με την «ανώτερη Λογική», την έλλογη γνώση μέσω των εννοιών, και μόνο ένα απλό μέρος της ήταν η «θεωρία των ωραίων τεχνών». Με τον τρόπο αυτόν διατυπωνόταν για πρώτη φορά η διχοτόμηση ανάμεσα στην αισθητική (τέχνη) και την εννοιακή γνώση (φιλοσοφία/επιστήμη).


Το επόμενο και αποφασιστικότερο βήμα θα κάνει 40 χρόνια αργότερα ο πραγματικός ιδρυτής της νέας επιστήμης Ι. Kant με την Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790). Με τον Kant α) βαθαίνει το ρήγμα ανάμεσα στο «ωραίο» (το οποίο είναι ακόμη, όπως και στον Baumgarten, περισσότερο το «ωραίο» της φύσης και λιγότερο το «ωραίο» της τέχνης) και την εννοιακή γνώση: «ωραίο είναι ό,τι αρέσει γενικά χωρίς έννοια»· β) το κέντρο βάρους παραμένει, όπως και στον Baumgarten, όχι στο ίδιο το «ωραίο» αντικείμενο, το καλλιτεχνικό έργο, αλλά στο υποκείμενο, τον παρατηρητή-θεατή του: η καντιανή «δύναμη της κρίσης» είναι κατ’ ουσίαν η «αισθητική κρίση» (aesthetisches Urteil), η «κρίση του γούστου» (Geschmacksurteil) ­ του «γούστου» του καλλιεργημένου αστού δέκτη-θεατή· γ) το «ωραίο» ορίζεται ως «ανιδιοτελής ευαρέσκεια» και επομένως διαχωρίζεται απόλυτα από κάθε «εξωαισθητική», πρακτική, υλική ωφέλεια, χρήση ή ανάγκη, όπως είχε προδιδάξει ο άμεσος πρόδρομος του Kant Κ. Ph. Moritz (Για την εικαστική μίμηση του ωραίου, 1788). Με τον τρόπο αυτόν θεσμοθετείται το δόγμα της ­ απόλυτης ­ «αυτονομίας» της τέχνης.


Την αποκορύφωση του νέου φιλοσοφικού κλάδου θα σημάνει το επιβλητικό σε όγκο, πλούτο και βάθος έργο του G.W.F. Hegel Πανεπιστημιακά μαθήματα για την Αισθητική (1817-1829· εκδ. 1835/38). Με την Αισθητική του Hegel, που αποτελεί μια κριτική υπέρβαση όλων των προκατόχων του και ιδιαίτερα του Kant, πραγματοποιούνται μερικές ριζικές τομές, που θα καθορίσουν αποφασιστικά την ευρωπαϊκή Αισθητική ως σήμερα: α) επικυρώνεται η διάκριση του «ωραίου» της φύσης από το «ωραίο» της τέχνης και αναγνωρίζεται ως ανώτερο και ως το μόνο άξιο αντικείμενο της νέας επιστήμης το δεύτερο, επειδή μόνο αυτό είναι προϊόν του ανθρώπινου πνεύματος· β) σύμφωνα με τον διάσημο ορισμό του Hegel, το «ωραίο» είναι η «αισθητή έκφανση της Ιδέας»· με τον τρόπο αυτόν διακηρύσσεται η αδιάρρηκτη και διαλεκτική σχέση μεταξύ μορφής («αισθητού») και περιεχομένου («Ιδέας»)· γ) το κέντρο βάρους της Αισθητικής μετατοπίζεται από το υποκείμενο (το «γούστο» του αστού «θεατή» του «ωραίου») στο ίδιο το αντικείμενο, το καλλιτεχνικό έργο· δ) το «ωραίο» έχει αντικειμενική υπόσταση, αφού η Ιδέα του αριστοτελίζοντος Hegel βρίσκεται, αντίθετα με την πλατωνική, μέσα στα ίδια τα «πράγματα», τον αντικειμενικό κόσμο· ε) η εξέλιξη της τέχνης ακολουθεί την εξέλιξη της Ιδέας «σε όργανα καιρού και τόπου», όπως έλεγε ο εγελιανός Σολωμός, ­ είναι δηλαδή φαινόμενο ιστορικό.


Είναι κατανοητό γιατί οι δεκάδες μεγάλων και εκατοντάδες μικρών έργων Αισθητικής από τον 19ο αιώνα ως τις μέρες μας κινήθηκαν, αντιθετικά, συνθετικά ή συμβιβαστικά, γύρω από τους δύο πρωτοπόρους, τον Kant και τον Hegel. Αρκεί ν’ αναφέρω ενδεικτικά τους τρεις κυριότερους σταθμούς στον αιώνα μας: τον Β. Croce (Αισθητική, 1902), στον οποίο ο Hegel «ερμηνεύεται» με τα μάτια του Kant, τον G. Lukacs (Η ιδιοτυπία του Αισθητικού, 1963), στον οποίο ο Marx «ερμηνεύεται» μέσω του Hegel, και τον Th. Adorno (Αισθητική θεωρία, 1973), στον οποίο ο Kant επιστρατεύεται κατά του Hegel.


Υστερα από τα παραπάνω είναι σχεδόν ευνόητο ότι η καντιανή Αισθητική θα απέβαινε, μετά την επικράτηση του Νεο-Καντιανισμού στα τέλη του 19ου αιώνα, η άρχουσα (αστική) θεωρητική βάση, πάνω στην οποία θα στηρίζονταν οι άρχουσες θεωρίες για την τέχνη και ιδιαίτερα τη λογοτεχνία στον αιώνα μας, από την αμερικανική Νέα Κριτική και τον ρωσικό Φορμαλισμό (Sklouskij, Tynjanou) ως την «αισθητική της πρόσληψης».


Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η Αισθητική καντιανής προέλευσης λειτούργησε ως ιδεολογία ­ αυτό που ο Τ. Eagleton ονόμασε «αισθητική ιδεολογία» (1976). Η άρχουσα (αστική) αυτή «αισθητική ιδεολογία» εδραίωσε ακριβώς τον αισθητικό-καλλιτεχνικό «τομέα» της γενικότερης πολιτισμικής διχοτόμησης σε «ανώτερη» και «κατώτερη» κουλτούρα, που αποτέλεσε το θέμα της προηγούμενης («Το Βήμα», 16.5.1999) και τη θεωρητική αφετηρία της σημερινής επιφυλλίδας μου. Η διάκριση αυτή επιτεύχθηκε, στο επίπεδο της τέχνης, επειδή ως ανώτατη αισθητική αρχή επιβλήθηκε η «αισθητική κρίση», δηλαδή το «αισθητικό γούστο» του «ανώτερου» (αστικού) πολιτιστικού (κοινωνικού) στρώματος· με το κριτήριο αυτό αυτοκαθοριζόταν η «ανώτερη» και ετεροκαθοριζόταν η «κατώτερη» κουλτούρα (τέχνη/λογοτεχνία). Το καντιανό ιδεολόγημα της «ανιδιοτελούς ευαρέσκειας» και το δόγμα της ­ απόλυτης ­ «αυτονομίας» της τέχνης θεσμοθετούσε την απόλυτη διάκριση της «κουλτούρας» από τον «πολιτισμό», των «καλών (= ωραίων) τεχνών» από τις «βάναυσες τέχνες», της καλλιτεχνικής από την υλική παραγωγή.


Την αδιάρρηκτη σχέση της Αισθητικής (τέχνης) με την ­ καπιταλιστική ­ αγορά έχουν επισημάνει μερικοί οξυδερκείς, νεότεροι και σύγχρονοι, μελετητές, όπως ο W. Benjamin (Το καλλιτεχνικό έργο στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του, 1936) και ο Ρ. Buerger (Λογοτεχνική αγορά και αυτόνομη έννοια της τέχνης, 1982). Οπως παρατήρησε ο δεύτερος, «ο αγώνας των αισθητικιστών κατά της εμπορευματοποίησης είναι, και αυτός, μια εμπορευματική στρατηγική». Αυτό μπορεί να καταδειχθεί, λ.χ., από τον κλάδο της μόδας, στον οποίο συνυπάρχουν, κατά κοινή ομολογία, και οι τρεις συνιστώσες του σημερινού θέματός μου: η αισθητική, η ιδεολογία και η οικονομία. Τα προϊόντα της «υψηλής ραπτικής», που προορίζονται για ένα μικρό αλλά οικονομικά «ανώτερο» κοινό, επενδύονται ιδεολογικά με μιαν «ανώτερη» αισθητική, για να διαφοροποιηθεί, ταυτόχρονα αισθητικά, πολιτιστικά, κοινωνικά και ιδεολογικά, αυτό το «ανώτερο» από το πολύ ευρύτερο «κατώτερο» αγοραστικό-πολιτιστικό κοινό.


Αυτή η επαναισθητικοποίηση των τέως «εξωαισθητικών», χρηστικών αντικειμένων (εκτός από την ένδυση: αυτοκίνητα, οικιακά σκεύη κτλ.) είχε ήδη εγκαινιαστεί «ειρωνικά» από τον ευρωπαϊκό Μοντερνισμό με τα καλλιτεχνικά happenings, όπως ήταν, στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας, η πρόκληση του γάλλου ζωγράφου και γλύπτη Μ. Duchamp, που εξέθεσε, μαζί με τ’ αναγνωρισμένα «έργα» της «ανώτερης» τέχνης και ένα ουροδοχείο με την υπογραφή του, μεταβάλλοντας έτσι το χρηστικό αυτό αντικείμενο, όπως θα κάνουν αργότερα με την υπογραφή τους οι haute-couturiers (Saint-Laurent, Versace, Armani κ.ά.), σ’ ένα καλλιτεχνικό αντικείμενο της «υψηλής» τέχνης για το «ανώτερο» πολιτιστικό κοινό.


Ο κ. Γιώργος Βελουδής είναι καθηγητής της Νεοελληνικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.