Αν ρωτήσουμε μερικούς απλούς πολίτες να μας πουν τι έχουν καταλάβει ότι σημαίνει ο όρος «εκσυγχρονισμός», η μεγάλη πιθανότητα είναι ότι θα πάρουμε τόσες διαφορετικές απαντήσεις όσες και οι ερωτώμενοι. Ο λόγος είναι ότι από τον καιρό που έγινε της μόδας και άρχισε να χρησιμοποιείται για να περιγράφει τις αλλαγές που ο καθένας μας θα επιθυμούσε να γίνουν στη διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας ο όρος αυτός έχασε κάθε εννοιολογικό περιεχόμενο, γιατί μια μεταρρύθμιση που θα γινόταν από κάποιον αποδεκτή ως εκσυγχρονιστική για κάποιον άλλον μπορεί να είναι αναχρονιστική. Εν τούτοις το γενικό αίτημα για εκσυγχρονισμό στη χώρα μας είναι απόλυτα επιτακτικό και ως εκ τούτου υπάρχει αδήριτη ανάγκη να συμφωνήσουμε ως πολίτες στη φύση των μεταβολών που στην πλειοψηφία μας θα δεχόμαστε και θα υποστηρίζουμε ως εκσυγχρονιστικές. Προκειμένου λοιπόν να βάλουμε κάποια τάξη στις σκέψεις μας, για σήμερα θεώρησα ότι θα ήταν χρήσιμο να επιχειρήσω μια πρώτη παρέμβαση.


Για κάποιους λόγους που μόνον εμείς οι ίδιοι γνωρίζουμε, όλοι μας είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε ότι η οργάνωση που διαθέτουμε σήμερα στη χώρα μας για να υποστηρίζουμε τη διαδικασία της ζωής είναι ευδιάκριτα διαφορετική από αυτήν που διαθέτουν, ας πούμε, η Ιαπωνία, η Γερμανία και οι ΗΠΑ. Ετσι, το πρώτο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η οποιαδήποτε προσπάθεια οριοθέτησης της έννοιας του εκσυγχρονισμού είναι πώς να περιγράψουμε με όσο γίνεται λιγότερες λεπτομέρειες αυτή τη διαφορετικότητα. Μια προσέγγιση που θα μπορούσε να υιοθετηθεί για τον σκοπό αυτόν θα ήταν να συγκρίνουμε τους τρόπους με τους οποίους είναι οργανωμένα και λειτουργούν διάφορα υποσυστήματα, όπως το κράτος, η Δικαιοσύνη, η Εκκλησία, οι αγορές, η οικογένεια κλπ. Αυτή θα ήταν πράγματι πολύ πληροφοριακή, αλλά δεν θα ήταν χρήσιμη για τον σκοπό μας γιατί θα ήταν εγκυκλοπαιδική. Μια άλλη προσέγγιση θα ήταν να μετρήσουμε τη διαφορετικότητα με βάση τα αποτελέσματα. Από τους δείκτες των διαζυγίων και της εγκληματικότητας, π.χ., θα μπορούσαμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα για τη συνοχή της οικογένειας. Αλλά και αυτή δεν θα μας βοηθούσε πολύ γιατί δεν θα ικανοποιούσε το κριτήριο που θέσαμε πιο πάνω, η βάση της σύγκρισης να χαρακτηρίζεται από απλότητα και συνοπτικότητα. Γι’ αυτό η προσέγγιση που εκτιμώ ότι προσφέρεται ως η πλέον κατάλληλη είναι να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στη μέση ηλικία του κεφαλαίου το οποίο χρησιμοποιούμε για την παραγωγή των αγαθών και των υπηρεσιών που καταναλώνουμε. Ας δούμε πού θα μας οδηγούσε.


Εστω ότι διακρίνουμε τρεις τύπους κεφαλαίου: το φυσικό κεφάλαιο, το οποίο όλοι μας αναγνωρίζουμε με τη μορφή μηχανημάτων, κτιρίων και γενικά εγκαταστάσεων· το ανθρώπινο κεφάλαιο, το οποίο επίσης όλοι μας αναγνωρίζουμε με τα επίπεδα σπουδών, εργασιακών δεξιοτήτων και γενικά γνώσεων· και το θεσμικό κεφάλαιο, το οποίο αντιπροσωπεύεται από το σύνολο των συνταγματικών, νομικών και άλλων κανονιστικών διευθετήσεων. Ακόμη, έστω ότι με κάποιες γενικές παραδοχές μπορούμε να μετρήσουμε τη μέση ηλικία τους με την έννοια του μέσου χρόνου που περνάει από τη στιγμή που δημιουργούνται για πρώτη φορά ως τη στιγμή που αντικαθίστανται από κάποιες άλλες, νεότερες μορφές φυσικού, ανθρώπινου και θεσμικού κεφαλαίου. Και, τέλος, έστω ότι υπάρχει ένας μηχανισμός με τον οποίο οι μέσες ηλικίες αυτών των τριών τύπων κεφαλαίου μπορούν να σταθμισθούν ώστε να μας δώσουν έναν και μοναδικό δείκτη της μέσης ηλικίας του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στις επί μέρους χώρες. Τότε, με βάση αυτόν τον δείκτη, θα μπορούσαμε να τις κατατάξουμε σε μια κλίμακα από την οποία θα προέκυπτε η ακόλουθη διαπίστωση: Χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η Γερμανία θα ήταν επικεφαλής της κλίμακας με τη μικρότερη μέση ηλικία κεφαλαίου. Θα ακολουθούσαν ο Καναδάς και οι άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στο τέλος, στη μεγαλύτερη μέση ηλικία κεφαλαίου, θα βλέπαμε ότι βρίσκονται οι υπανάπτυκτες χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Επομένως, επειδή στη μεγάλη μας πλειονότητα ταυτίζουμε την έννοια του τι είναι σύγχρονο, έστω και αν δεν μας αρέσει, με την οργάνωση που χαρακτηρίζει τις πρώτες χώρες στην παραπάνω κλίμακα, ένας συνεπής ορισμός του εκσυγχρονισμού είναι ο εξής: «Εκσυγχρονισμός είναι κάθε μεταβολή με την οποία μειώνεται η μέση ηλικία του φυσικού, ανθρώπινου και θεσμικού κεφαλαίου που χρησιμοποιούμε για να παράγουμε τα αγαθά και τις υπηρεσίες που καταναλώνουμε».


Κατόπιν τούτου το ερώτημα που μπαίνει είναι: Τι μπορούμε και πρέπει να κάνουμε για να μειωθεί η μέση ηλικία του κεφαλαίου που χρησιμοποιούμε στη χώρα μας; Σ’ αυτό θα επανέλθω στο επόμενο άρθρο μου.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.