Από την εποχή της κότας και του αβγού η ανθρωπότητα αγωνιά για ένα σοβαρότατο θέμα: Ποια είναι η αιτιώδης σχέση ανάμεσα στα μεγέθη; Πρόσφατα το ΥΠΕΘΟ, ύστερα από μια ανάλυση των στοιχείων που θα ζήλευε και πρωτοετής φοιτητής, κατέληξε στο εξής σοβαρό: αν μπορούσαμε να μειώσουμε τα κέρδη της επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα, θα μπορέσουμε να μειώσουμε τον πληθωρισμό έτσι ώστε να πετύχουμε τον στόχο της ΟΝΕ με μεγαλύτερη άνεση.


Το σημαντικό αυτό συμπέρασμα με υποχρεώνει να αναφερθώ επιστημονικά πλέον σε θεμελιακά θεωρήματα που στηρίζουν τη συγκεκριμένη αιτιώδη σχέση στην οικονομική επιστήμη. Οπως γράφουν όμως όλα τα εγχειρίδια, ο ενημερωμένος αναγνώστης μπορεί να περάσει την επόμενη παράγραφο χωρίς να φοβάται ότι θα έχει πρόβλημα να κατανοήσει τα όσα σπουδαία προσπαθεί να υποστηρίξει το ΥΠΕΘΟ.


Σύμφωνα με τις γνώσεις που διαθέτει ακόμη και ένας απλός πολίτης της χώρας, τα κέρδη είναι η διαφορά των εσόδων από το κόστος παραγωγής. Καθώς λοιπόν τα έσοδα είναι γινόμενο της τιμής του προϊόντος επί την ποσότητα, αν αυξηθεί η τιμή αυξάνονται τα κέρδη. Αρα, πάντοτε σύμφωνα με το ΥΠΕΘΟ, όταν αυξάνονται τα κέρδη, αυτό πρέπει να το αποδώσουμε ως αποτέλεσμα στην αύξηση της τιμής.


Το συγκεκριμένο σοβαρότατο θεωρητικό συμπέρασμα στηρίζεται κατά βάση σε ένα άλλο θεώρημα, την απόδειξη του οποίου δεν θυμάμαι σε ποιον οφείλουμε, που αποδεικνύει ότι «αν η γιαγιά μου είχε καρούλια…».


Εκτός και αν το ΥΠΕΘΟ δεν γνωρίζει, όπως θα όφειλε, ότι τουλάχιστον στην επιστημονική διαδικασία συνεπαγωγής άλλο αναγκαία και άλλο ικανή συνθήκη. Δηλαδή, άλλο από τα κέρδη στις τιμές και άλλο από τις τιμές στα κέρδη. Ας δεχθούμε όμως ότι πράγματι οι τιμές μπορούν να συγκρατηθούν μειώνοντας τα κέρδη. Δεν θα έπρεπε υπό αυτές τις συνθήκες να έχουμε απάντηση στα εξής ερωτήματα προτού οδηγηθούμε στο συμπέρασμα που εκφράστηκε από το ΥΠΕΘΟ:


Πρώτον, από πού προκύπτει ότι οι αυξήσεις των τιμών στον δείκτη τιμών καταναλωτή συνδέονται με κλάδους υψηλής κερδοφορίας; Αντίθετα, απλή ανάλυση των στοιχείων δείχνει ότι η μεγάλη επιβάρυνση των τιμών προέκυψε από τις αυξήσεις των τιμών των κρατικοδίαιτων κλάδων της οικονομίας, π.χ. νερό, συγκοινωνίες, ηλεκτρισμός κ.ά.


Δεύτερον, γιατί θα πρέπει να μειωθούν οι τιμές με μείωση των κερδών στα εξαγόμενα προϊόντα; Μας ενδιαφέρει, δηλαδή, τόσο πολύ να μειωθούν οι τιμές π.χ. στη Γερμανία;


Τρίτον, γιατί η μείωση των κερδών που προκύπτει από βελτίωση της παραγωγικότητας πρέπει να γίνει κτήμα όλων εκείνων που δεν συνέβαλαν σε αυτήν και δεν πρέπει να χορηγηθεί στους συντελεστές της, όπως π.χ. στους εργαζομένους των επιχειρήσεων με κέρδη;


Τέταρτον, γιατί δεν μπορεί το Δημόσιο να έρθει σε μια συνεργασία με τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων προτείνοντας μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων από άμεση φορολογία των κερδών σε αντιστάθμισμα μειώσεων των τιμών;


Πέμπτον, τι θα γίνει με τις επιχειρήσεις που λειτουργούν οριακά στα δεδομένα επίπεδα τιμών; Θα κλείσουν ή θα τις στηρίξει με ενισχύσεις το Δημόσιο;


Εκτον, σε τελική ανάλυση, έχουμε αντιληφθεί πού οδηγεί η συγκεκριμένη συλλογιστική; Σύμφωνα με την οικονομική επιστήμη, τα κέρδη είναι η μοναδική ένδειξη αποτελεσματικής διαχείρισης των πλουτοπαραγωγικών πόρων της οικονομίας. Αρα μείωση των κερδών συνεπάγεται σπατάλη πόρων, στρέβλωση της αποτελεσματικότητας της οικονομίας, συρρίκνωση της ανταγωνιστικότητας κ.ά. Τώρα πώς είναι δυνατόν, αντί να μας απασχολεί η ανάπτυξη της χώρας, να συζητάμε στο τέλος του αιώνα ακόμη αυτά τα θέματα είναι άξιο αυτοκριτικής και τίποτε άλλο.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.