Τίτο Πουέντε ή άλλως ειπείν Ερνέστο Αντόνιο Πουέντε Τζούνιορ, ο βασιλιάς του μάμπο, ο άνθρωπος ρυθμός, τον βλέπεις να παίζει και το σώμα σου δεν υπακούει στις διαταγές που του δίνει ο εγκέφαλός σου και αρχίζει και λικνίζεται σαν ξαφνικά να κατάπιες σούστες. Τον ακούς να παίζει με τη δεκατετραμελή ορχήστρα του στο κατάμεστο Μέγαρο της Μουσικής και νιώθεις ότι συμμετέχεις σε μια γιορτή της χαράς, σε ένα γάμο όπου νύφη είναι η ψυχή και γαμπρός ο ιδιοφυής καλλιτέχνης που ξέρει καλά το μήνυμα που έχει να μας στείλει και δεν είναι άλλο από το ότι «η ζωή είναι μικρή για να γίνει καθημερινή»!


Τίτο Πουέντε. Συνθέτης, μαέστρος, ενορχηστρωτής και βιρτουόζος στα κρουστά. Ο άνθρωπος που έγραψε το τραγούδι «Oye como va» και το έκανε δημοφιλές ο Κάρλος Σαντάνα τραγουδώντας το. Εβδομήντα τεσσάρων χρόνων σήμερα, γυρίζει να κοιτάξει πίσω στη μνήμη του και βλέπει 50 χρόνια φήμης και πελατείας να περιμένουν πότε θα αποφασίσει να περιορίσει τα ταξίδια του ανά τον κόσμο και να αφοσιωθεί στη συγγραφή τους. Μια ζωντανή ιστορία που ζει σήμερα λίγο έξω από τη Νέα Υόρκη και τα βράδια του τα περνάει, όταν είναι εκεί, στο μικρό εστιατόριο που διατηρεί με τη γυναίκα του, τη Μαργαρίτα, για να δέχεται τους φίλους του και μερικούς ακόμη θαυμαστές του.


Τίτο Πουέντε. Τα μάτια του υγρά, μιλάει και χορεύει. Ο Νίκος ο Πηλός, ο φωτογράφος που τον παρακολουθεί μέσα από τον φωτογραφικό του φακό όση ώρα εγώ μιλάω μαζί του, ομολογεί ότι δεν έχει δει πιο υπερκινητικό άνθρωπο στη ζωή του από αυτόν. «Ο λόγος όταν χορεύεται στέλνει το μήνυμα πιο καθαρό. Η κίνηση του σώματος βοηθάει τις λέξεις να βγουν και να είναι πιο σαφές το νόημά τους», λέει ο Ουμπέρτο Εκο μιλώντας για μια μυθική συνάντηση που είχε πριν από λίγα χρόνια με τον Μαρσέλ Μαρσό, τον θεό της μιμικής τέχνης. Η φράση αυτή είναι η καλύτερη λεκτική διατύπωση για να περιγράψουμε τον άνθρωπο που για δύο ώρες περίπου είχαμε απέναντί μας μιλώντας μαζί του. Δεν απαντάει σε όλες τις ερωτήσεις μας, όχι γιατί δεν μπορεί ή δεν ξέρει τι να πει, αλλά γιατί αυτός είναι μουσικός, όπως μας επαναλαμβάνει, και όχι εκπρόσωπος του Θεού επί γης ούτε δικηγόρος και ψυχαναλυτής.


Τίτο Πουέντε. Είναι ένα φαινόμενο, η ιστορία του οποίου είναι μουσικά συγκεντρωμένη σε 108 CD, αλλά όποιος μυηθεί σε αυτήν μπορεί να κατανοήσει καλύτερα τον τρόπο που σκέφτονται και αισθάνονται οι Λατινοαμερικάνοι, να βουτήξει στη δροσιά του πάθους και να κολυμπήσει μέσα σε αυτή. Οσοι από σας τον χάσατε στο Μέγαρο της Μουσικής πριν από λίγες μέρες μπορείτε να τον απολαύσετε σήμερα μέσα από τις σελίδες του «Αλλου Βήματος», καθισμένοι αναπαυτικά στην πολυθρόνα σας. Καλή ανάγνωση λοιπόν. Κάθε όργανο απαιτεί έναν άλλο χαρακτήρα. Τα όργανα δεν παράγουν απλώς ήχο, έχουν και προσωπικότητα. Για να παίξεις ντραμς χρειάζεται πάθος


­ Τι θα πιείτε;


«Εσείς τι πίνετε;».


­ Ενα καπουτσίνο.


«Ωραία. Και εγώ ένα καπουτσίνο και ένα ουζάκι!».


­ Πίνετε πάντα το πρωί;


«Οταν έχω να αντιμετωπίσω δημοσιογράφους…» (γέλια).


­ Αυτό πρώτη φορά το ακούω.


«Αλλοι, που φοβούνται τα αεροπλάνα, πίνουν λίγο προτού αποβιβαστούν και έτσι το πράγμα γίνεται πιο εύκολο γι’ αυτούς!» (γέλια).


­ Δεν μπορώ να πιστέψω ότι εσείς φοβάστε τους δημοσιογράφους.


«Οχι ακριβώς!» (γέλια).


­ Τι θα πιείτε πρώτο; Το ούζο ή τον καπουτσίνο;


«Μαζί τα πίνω… Τα παραγγέλνω ξεχωριστά, αλλά μετά βάζω στον καπουτσίνο μου την ποσότητα ούζου που θέλω… Αν του πω ένα καπουτσίνο με ούζο, είμαι σίγουρος ότι δεν θα το πετύχει όπως τον πίνω. Και η σωστή αναλογία είναι το παν στη ζωή! Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάτε, ακόμη και αν έχετε απέναντί σας μια υπέροχη γυναίκα…» (γέλια).


­ Γελάτε πολύ, ε;


«Το γέλιο είναι μια βαθιά υπόκλιση στο υπέροχο αυτό φαινόμενο που λέμε ζωή. Το γέλιο είναι ένας τρόπος να πούμε στη ζωή «ευχαριστώ για όλα»!».


­ Φαντάζεστε τη ζωή χωρίς γυναίκες;


«Πρώτη φορά μου κάνουν αυτή την ερώτηση. Μουσικός είμαι. Πού θέλετε να ξέρω πώς θα ήταν η ζωή χωρίς γυναίκες; Παράξενη ερώτηση».


­ Λένε πολλοί ότι η ζωή χωρίς γυναίκες θα ήταν μια ζωή χωρίς δημιουργία. Δηλαδή μια μαύρη ζωή για τον άνδρα που είναι δημιουργικός και ζει με τη δημιουργία.


«Πάντως, αν διαβάζει κανείς Ιστορία, διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει βέβαιη απάντηση στο ερώτημα: «Ποιος είναι ο δημιουργός και ποιος ο δημιουργικός;». Σήμερα μάλιστα που είναι τόσοι πολλοί οι ομοφυλόφιλοι, η ιστορία φαίνεται ακόμη πιο μπερδεμένη!» (γέλια).


­ Διαβάζετε Ιστορία;


«Οχι. Δεν διαβάζω τίποτε. Οταν ήμουν νέος διάβαζα μετά μανίας. Τώρα ακούω απλώς αυτά που λέει ο κόσμος γύρω μου!».


­ Τελικώς, έχετε καταλήξει πού κρύβεται η γνώση της ζωής;


«Στη ζωή. Για να μάθεις τη ζωή πρέπει να τη ζήσεις. Η εμπειρία της ζωής σε μαθαίνει και όχι τα βιβλία. Τα βιβλία παίρνουν αξία όχι μόνο από τον συγγραφέα τους αλλά και από τον αναγνώστη τους».


­ Τι εννοείτε;


«Δεν ισχύει αυτό μόνο για τα βιβλία. Για όλα τα πράγματα ισχύει, και για τη μουσική. Τι εννοώ; Απλώς ο συγγραφέας έζησε ό,τι έζησε και το διηγείται. Για να κατανοήσεις καλά αυτό που λέει, για να το κατανοήσεις σωστά, πρέπει και εσύ ως αναγνώστης να έχεις ζήσει τη ζωή. Αν δεν έχεις την εμπειρία της ζωής, δεν μπορείς να κρίνεις την αληθινή αξία αυτού που λέει ο συγγραφέας. Αν δεν έχεις πονέσει στη ζωή σου, δεν μπορείς να διαβάσεις για τον πόνο σε ένα βιβλίο. Το αίσθημα ζωής σου είναι το κριτήριο της αξίας του συγγραφέα, του μουσικού, όλων! Γι’ αυτό και λέω: όσο σημαντικός είναι ο συγγραφέας άλλο τόσο και ο αναγνώστης. Μία είναι πάντως η αλήθεια για όσους αναζητούν τη γνώση της ζωής. Πρέπει να βγουν στον δρόμο για να τη μάθουν! Η γνώση δεν είναι φυτό εσωτερικού χώρου. Εγώ αυτή τη στιγμή μαθαίνω. Αν έλεγα δεν μιλάω, δεν δίνω συνεντεύξεις, δεν συναντώ κανέναν, θα έχανα κάτι, μια πολύτιμη γνώση».


­ Είναι αλήθεια ότι κάτω από τις νότες υπάρχει η ουσία σε ένα μουσικό κομμάτι;


«Κάτω από τις νότες υπάρχει η δημιουργικότητα του μουσικού. Γι’ αυτό παίζοντας μόνο νότες δεν είσαι και δημιουργικός. Οπως και ένας άνθρωπος που βάζει νότες στη σειρά δεν είναι δημιουργός. Δημιουργός είναι αυτός που κάτω από τις νότες του κρύβεται η δημιουργικότητα του μουσικού που θα τις ερμηνεύσει».


­ Μπορεί κάποιος να μάθει να είναι δημιουργικός ή δημιουργός;


«Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αφελείς ερωτήσεις κάνετε (γέλια). Δυστυχώς, δημιουργικός δεν μαθαίνεις να είσαι, ούτε δημιουργός μπορείς να γίνεις διδασκόμενος σε σχολείο. Και τα δύο αυτά δίδονται από τον Θεό! Ερχόμενοι στη ζωή τα έχουμε μέσα μας! Δυστυχώς, δημιουργός και δημιουργικός δεν γίνεσαι διαβάζοντας βιβλία. «Καλά θα ήταν», λέω στους μαθητές μου, «αλλά δεν γίνεται έτσι εύκολα κανείς δημιουργός και δημιουργικός»».


­ Πιστεύτε ότι υπάρχει Θεός;


«Ναι. Και ότι ο καθένας μας έχει τον Θεό του μέσα του!».


­ Θέλετε να γίνετε λίγο πιο σαφής; Τι εννοείτε όταν λέτε ότι «ο καθένας μας έχει τον Θεό του μέσα του»;


«Τι είναι ο Θεός; Μια πίστη είναι. Μια βαθιά πίστη σε κάτι. Οσοι πιστεύουν σε κάτι, ο Θεός υπάρχει μέσα τους!».


­ Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν σε τίποτα… όμως.


«Και αυτό μια πίστη είναι. Οταν δεν πιστεύεις σε τίποτα, πιστεύεις τελικώς σε ένα γυμνό Θεό! Αυτές οι ερωτήσεις όμως δεν έχουν καμιά σχέση με τη μουσική. Συγγνώμη, μήπως πιστεύετε μέσα σας ότι είμαι παπάς;» (γέλια).


­ Αλήθεια, όταν μιλάμε με έναν άνθρωπο που παίζει και γράφει υπέροχη μουσική, τι νόημα έχει να μιλάμε μαζί του για μουσική;


«Οταν μιλάτε για μουσική μαζί μου, είναι σαν να μιλάτε για τη ζωή μου! Η μουσική για μένα είναι η ζωή μου. Μόνο αυτό ξέρω να κάνω. Αν δεν υπήρχε μουσική θα χανόμουν. Ούτε να λουστράρω τα παπούτσια μου δεν ξέρω!».


­ Πότε ανακαλύψατε ότι η μουσική είναι η ζωή σας όλη;


«Οταν γεννήθηκα».


­ Θυμάστε την ώρα της ανακάλυψης;


«Πώς… Θυμάμαι ότι χόρευα «μακαρένα» στην κοιλιά της μητέρας μου!» (γέλια).


­ Αρα, εσείς γεννηθήκατε μουσικός!


«Ναι. Αλλά αυτό έχει μεγάλη διαφορά από το «έγινα μουσικός»».


­ Δηλαδή, μπορεί κανείς να γεννηθεί μουσικός και τελικώς να μη γίνει;


«Είναι γεγονός αυτό! Πιστεύω στο ταλέντο, αλλά όχι μόνο σε αυτό. Το ταλέντο είναι προϋπόθεση σημαντική. Αλλά η προϋπόθεση αυτή για να γίνει γεγονός αναμφισβήτητο, απαιτεί να μελετήσεις σκληρά. Διά της μελέτης αναπτύσσεται το ταλέντο σου… Και ζώντας βέβαια».


­ Δεν σας κρύβω ότι έχω ακούσει κατά καιρούς και μια άλλη, λίγο διαφορετική άποψη, σε σχέση με αυτό το θέμα. Υπάρχουν άνθρωποι που λένε ότι μέσω της μελέτης το ταλέντο καλουπώνεται και χάνει την αυθεντικότητά του, τον αυθορμητισμό του. Τι λέτε και εσείς;


«Η ιδιοφυΐα δεν χάνει ποτέ την αυθεντικότητά της και τον αυθορμητισμό της μέσω της μελέτης. Αυτά τα λένε όσοι δεν είναι ιδιοφυείς! Μερικοί κρίνουν τα μεγάλα αυτού του κόσμου, τα ανεξήγητα, με τη μικρότητά τους. Το μεγαλείο μιας πράξης απαιτεί μια μεγαλειώδη ψυχή και ένα μεγαλειώδες μυαλό για να το συλλάβει».


­ Εσείς είστε ιδιοφυής;


«Ναι, το πιστεύω (γέλια). Και δεν είμαι τρελός που το πιστεύω. Τουλάχιστον όχι ακόμη. Ισως είμαι εν δυνάμει τρελός! (γέλια). Θα δούμε, το μέλλον θα δείξει!» (γέλια).


­ Πώς διακρίνετε την ιδιοφυΐα σας;


«Τη βλέπω μπροστά μου όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη κάθε πρωί! (γέλια). Στο αυλακωμένο μου πρόσωπο κρύβεται η ιδιοφυΐα μου. Με άλλα λόγια, ό,τι πέρασα είναι η απόδειξη της ιδιοφυΐας μου. Ο τρόπος ζωής μου, η δουλειά μου. Ενας άνθρωπος είμαι σαν όλους τους άλλους, που μέσω της δουλειάς του αναγνωρίστηκε διεθνώς. Βραβεύθηκε παίρνοντας όλα τα βραβεία που υπάρχουν. Αν δεν είναι αυτό απόδειξη ιδιοφυΐας, τι είναι; Τώρα πια κάθε φορά που γυρίζω σπίτι μου, η γυναίκα μου λέει: «Και άλλο βραβείο; Πού θα τα βάλουμε, Τίτο, όλα αυτά τα βραβεία;». «Πέταξέ το στο γκαράζ», της λέω. Μετά υπάρχει και κάτι ακόμη που με βεβαιώνει ότι είμαι τελικώς ιδιοφυΐα».


­ Τι; (γέλια).


«Μη γελάτε. Αμέσως μετά η γυναίκα μου με ρωτάει: «Τίτο, τα λεφτά που έφερες πού είναι;». «Ποια λεφτά;» της λέω. Από αναγνώριση δεν πάσχω, λεφτά όμως δεν έχω. Αρα, πρέπει να είμαι ιδιοφυΐα. Στην εποχή μας, ως συνήθως, αμείβονται πολύ καλά οι βλάκες. Οι ιδιοφυείς παίρνουν τόσα όσα για να ζουν. Η ιδιοφυΐα πάντα, απλώς, συντηρείτο, δυστυχώς».


­ Γιατί λέτε να συμβαίνει αυτό, αν συμβαίνει;


«Δεν ξέρω. Ισως γιατί η ιδιοφυΐα πληρώνεται με άλλο νόμισμα. Ο ιδιοφυής κερδίζει τον χρόνο. Πώς; Η φήμη του ιδιοφυούς θα συνεχίσει να υπάρχει και όταν δεν θα υπάρχει ο ίδιος. Με τα χρήματα μπορείς να αγοράσεις τα πάντα, εκτός από ένα, το κυριότερο: την αιωνιότητα. Ο χρόνος δεν πουλάει την ήττα του εύκολα. Ευτυχώς, Θεέ μου, υπάρχουν και μερικά πράγματα που δεν αγοράζονται σε αυτή τη ζωή και έτσι σώζονται από την κατανάλωσή τους. Φαντάζεστε να μπορούσαν οι άνθρωποι να αγοράσουν την αιωνιότητά τους; Δεν θα υπήρχε η ανάγκη της τέχνης, άρα η ζωή θα έχανε την ομορφιά της. Η ιδιοφυΐα κάποιων ανθρώπων είναι το αποδεικτικό στοιχείο της ομορφιάς του κόσμου μας. Αυτό το στοιχείο δεν πουλιέται, δεν αγοράζεται. Απλώς συντηρείται στο όνομα της ομορφιάς της ζωής!».


­ Αλήθεια, υπάρχουν πράγμα που νιώθετε ότι τα οφείλετε, τα χρωστάτε στη μητέρα σας;


«Η μητέρα μου με έκανε αυτό που είμαι. Αν δεν ήταν εκείνη, δεν θα ήμουν και εγώ εδώ. Αυτό είναι το μεγαλύτερο χρέος στη ζωή, όχι στη μάνα μας! Μετά η μητέρα μου θυσίασε πολλά για την παιδεία μου!».


­ Ηθελε η μητέρα σας να γίνετε μουσικός;


«Ναι. Το περιβάλλον που μεγάλωσα με βοήθησε πολύ να γίνω ό,τι έγινα. Μεγάλωσα σε μουσικό περιβάλλον. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα γύρω μου υπήρχε μουσική και χορός. Το σπίτι μας κατοικείτο πάντα από χαρά, γλέντι και γέλια. Εμένα τα πραγματικά μου αδέλφια, που με μεγάλωσαν, ήταν το γλέντι και το γέλιο. Γι’ αυτό και ακόμη νιώθω μια βαθιά εξ αίματος συγγένεια με αυτά».


­ Υπήρχε κάποιος μουσικός στην οικογένεια;


«Οχι, δεν υπήρχε κανείς. Εχω όμως έναν θείο, στο Πουέρτο Ρίκο, ο οποίος είναι πια 91 χρόνων. Είναι φοβερά αυστηρός τύπος, είναι και κάπως στενόμυαλος. Δεν χωνεύει καθόλου τις ΗΠΑ ούτε έχει πάει ποτέ. Πήγα να του κάνω, πριν από λίγα χρόνια, επίσκεψη σπίτι του. Με είχε δει σε μια συνέντευξη στην τηλεόραση, όπου έλεγα ότι δεν υπήρχε κανένας μουσικός στην οικογένειά μου, καλή ώρα όπως απάντησα σε σας πριν! Οταν τον επισκέφθηκα λοιπόν, την ώρα που τρώγαμε το μεσημεριανό, μου λέει: «Θαρρείς πως είσαι ο μόνος μουσικός στην οικογένεια. Ομως αγνοείς ότι είμαι βιολιστής!». Σηκώθηκε επί τόπου, πήγε στο ντουλάπι και έβγαλε μια σκονισμένη θήκη, την άνοιξε και μέσα είχε ένα βιολί. Αρχισε να παίζει: «Παναγιά μου, σώσε με!» (γέλια). «Θείος είναι ο άνθρωπος και πρέπει να του δείξω σεβασμό!», είπα από μέσα μου. Λίγο αργότερα ήρθε η ώρα να τον αποχαιρετήσω. Εκανε τρομερή ζέστη, θυμάμαι. Ετρεξα στη λιμουζίνα που με περίμενε έξω από το σπίτι και έκλεισα την πόρτα βιαστικά, γιατί ήταν ανοιχτό το κλιματιστικό μη φύγει η δροσιά που είχα ανάγκη εκείνη τη στιγμή. Ο θείος έτρεξε πίσω μου και άρχισε να χτυπάει το τζάμι της πίσω πόρτας του αυτοκινήτου φωνάζοντας: «Δεν μου είπες πώς σου φάνηκε το παίξιμό μου;» με ρωτούσε. Λέω στον σοφέρ να βάλει μπρος το αμάξι και γυρνάω στον θείο μου, τον κοιτάζω καλά – καλά και του λέω: «Μην τολμήσεις να πεις σε κανέναν ότι είσαι θείος μου!» (γέλια). Εγινε έξαλλος. Ποτέ δεν θα ξεχάσω το εξαγριωμένο του βλέμμα όταν με άκουσε να ξεστομίζω αυτή τη φράση!» (γέλια).


­ Η μουσική είναι ένας τρόπος να πείτε, ανά πάσα στιγμή, τι αισθάνεστε;


«Ναι. Μέσω της μουσικής εκφράζω και μεταδίδω τα αισθήματά μου. Εκφράζω αυτό που νιώθω».


­ Ποιο ήταν το πρώτο μουσικό όργανο που ήρθατε σε επαφή και σε τι ηλικία;


«Με ένα πιάνο, όταν ήμουν 7 χρόνων. Μικρός, ξεκίνησα σαν χορευτής του ταγκό! Χόρευα τότε όπως χορεύει ο Χούλιο Ιγκλέσιας σήμερα (γέλια). Ωσπου έπεσα από το ποδήλατό μου και χτύπησα τον αστράγαλό μου. Τότε η μητέρα μου μου έκοψε τον χορό και με έβαλε να μάθω πιάνο. Αν δεν είχε γίνει αυτό, ίσως σήμερα να δούλευα σε κάποιο τσίρκο! Στα ατυχήματα συχνά κρύβεται η τύχη μας. Αλλά όπως δεν προκαλούμε τα ατυχήματα έτσι δεν πρέπει να προκαλούμε και την τύχη μας. Η τύχη έρχεται προς εμάς, ποτέ δεν πάμε εμείς προς αυτήν. Η τύχη είναι πολύ παράξενη. Αν δει ότι την προκαλούμε δεν έρχεται, μας αποφεύγει, όπως γίνεται και με τις γυναίκες. Και οι γυναίκες έρχονται όταν εμείς δεν πάμε προς αυτές. Βρίσκουν μονοπάτι και κόβουν δρόμο και παρουσιάζονται ξαφνικά μπροστά μας».


­ Πιστεύετε ότι το «πεπρωμένο φυγείν αδύνατον»;


«100%!».


­ Δηλαδή κανείς δεν γλιτώνει από τη μοίρα του, ε;


«Νομίζω όχι. Η μοίρα είναι φυλακή του ελεύθερου ανθρώπου».


­ Αρα, λέτε, αυτή ήταν η μοίρα μου, να είμαι ευτραφής! (γέλια).


«Δεν έχει σημασία που είστε ευτραφής. Αφού είστε εύθυμος, είστε ωραίος».


­ Η μεταφορά χαράς στους άλλους είναι η ομορφιά;


«Ναι, ακριβώς. Νιώθει ομορφιά το κοινό σε μια συναυλία, όταν οι μουσικοί στη σκηνή τού στέλνουν τη χαρά τους, τα καλύτερα αισθήματά τους. Εγώ δεν μπορώ να ανέβω στη σκηνή αν δεν είμαι σε καλή διάθεση. Ή δεν μπορώ να κάνω μια συναυλία και να μην ανεβάσω ψυχικά το κοινό. Το ζήτημα σε μια συναυλία είναι να βάλεις το κοινό στον κόσμο της μουσικής και να ξεχάσεις τον άλλο κόσμο που ζει καθημερινά. Αυτή η αλλαγή είναι η χαρά του. Γι’ αυτό και απαιτώ πια τα προγράμματά μου να μη διακόπτονται από διάλειμμα. Ξέρω ότι αυτό εκνευρίζει τους μάνατζερ, γιατί θέλουν το διάλειμμα για να πουλήσουν ποτά, αλλά εμένα με σκοτώνει η διακοπή. Ανεβάζω το κοινό και διακόπτω στην καλύτερη στιγμή για μια κόκα κόλα. Θάνατος. Αντε μετά να τους ξανανεβάσεις αυτούς τους ανθρώπους. Το κοινό δεν ανεβαίνει αυτομάτως. Θέλει ένα ζέσταμα. Τους ζεσταίνεις και μόλις βρίσκονται όλοι σε φυσική κατάσταση να ακούσουν και να νιώσουν τη μουσική, τους κόβεις στη μέση. Εγώ δεν παίζω μουσική για να ακούσουν οι άνθρωποι απλώς. Παίζω για να θεραπεύσω τις ψυχές των ανθρώπων από το άγχος, την πλήξη της καθημερινότητάς τους. Γι’ αυτό και συχνά λέω: «Δεν είμαι μουσικός. Γιατρός είμαι, που έχω στην κατοχή μου ένα αποτελεσματικό φάρμακο, τη μουσική. Αρκεί να θες να θεραπευτείς. Αλλιώς δεν σε χωράει η θέση σου, περιμένεις πότε θα τελειώσω». Και εγώ μπορώ να παίζω τρεις ώρες συνέχεια, χωρίς διακοπή».


­ Πείτε μου μερικά πράγματα που σας ενοχλεί πολύ να σας τα ρωτούν οι δημοσιογράφοι;


«Προτού ξεκινήσει οποιαδήποτε συνέντευξη λέω. Τρία πράγματα δεν μπορείτε να με ρωτήσετε: «Πότε γεννήθηκα», «Πού γεννήθηκα», «Γιατί γεννήθηκα»» (γέλια).


­ Εμένα πάντως δεν μου τα είπατε αυτά τα τρία όταν ξεκίνησε η συζήτησή μας. Γιατί;


«Από την πρώτη σας ερώτηση κατάλαβα ότι δεν σας ενδιαφέρουν οι κοινοτοπίες».


­ Και όμως θα ήθελα να ξέρω γιατί στην Κούβα υπάρχει τέτοια δυσαρέσκεια προς το πρόσωπό σας. Τους ενοχλεί που τους εγκαταλείψατε και εγκατασταθήκατε στις ΗΠΑ, που είναι εχθρός τους; Νιώθουν ότι τους προδώσατε; Τι;


«Οι Κουβανοί δεν ξέρουν τι λένε. Πρώτα από όλα, για να εξηγούμαστε μια για πάντα, δεν είμαι Κουβανός. Αν και πολλοί εκεί, στην Κούβα, πιστεύουν ότι είμαι συμπατριώτης τους. Είμαι όμως Πορτορικανός. Απλώς παίζω κουβανέζικη μουσική και έχω μπολιαστεί με κουβανέζικο αίμα (γέλια). Εχω πολλούς κουβανούς μουσικούς στην ορχήστρα μου. Με ξέρουν όλοι στην Κούβα. Ως το 1960 είχα πάει 10 φορές στην Κούβα για συναυλίες· έκτοτε δεν ξαναπήγα και καλύτερα. Ας αλλάξουμε θέμα».


­ Αλήθεια, πώς από το πιάνο καταλήξατε στα κρουστά;


«Δεν ξέρω. Μου πάνε. Πάνε με τον ρυθμό που έχω μέσα μου. Οταν ανακάλυψα τον ρυθμό που είχα μέσα μου τρελάθηκα. Επαιζα κρουστά πάνω στους τοίχους, στα έπιπλα, στο σπίτι έκανα φοβερή φασαρία. Οι γείτονες παρακαλούσαν τη μάνα μου να με στείλει στο σχολείο να ησυχάσουν! Εγώ δεν ανακάλυψα πρώτα τα κρουστά. Ανακάλυψα πρώτα τον εσωτερικό μου ρυθμό, μετά έκρουα ό,τι μπορούσε να παράγει ήχο κρουστό γύρω μου και τελικώς κατέληξα στα κρουστά».


­ Διαφέρει και σε τι ο μουσικός που παίζει πιάνο από αυτόν που παίζει κρουστά;


«Κάθε όργανο απαιτεί έναν άλλο χαρακτήρα. Τα όργανα δεν παράγουν απλώς ήχο, έχουν και προσωπικότητα. Για να παίξεις ντραμς χρειάζεται πάθος. Γι’ αυτό και όταν διδάσκω ντραμς, αναφέρομαι στην Αφρική. Είναι η πατρίδα των ντραμς. Εκεί οι άνθρωποι είναι πιο αυθόρμητοι, πιο πρωτόγονοι στις αντιδράσεις τους, πιο συναισθηματικοί, πιο παθιασμένοι. Στην Αφρική ανακοινώνουν τους γάμους ή τις αρρώστιες σε άλλες φυλές με κρουστά. Τα κρουστά είναι μια ολόκληρη γλώσσα. Μπορούν να πουν «Σ’ αγαπώ», «Σε μισώ». Παλιότερα έβγαλα τρεις δίσκους όπου παίζαμε μόνο κρουστά. Οταν πρότεινα την ιδέα στον παραγωγό με θεώρησε τρελό. Ηταν Εβραίος και αγαπούσε τη Λατινική Αμερική. Του εξήγησα ότι με τα κρουστά θα στείλουμε μηνύματα, οι άνθρωποι θα αγοράσουν τους δίσκους γιατί θα τους διηγηθούμε μια ιστορία με τα κρουστά. Αυτός δεν με έπαιρνε στα σοβαρά, γιατί δεν πίστευε ούτε είχε ξανακούσει κάτι τέτοιο. Δηλαδή ότι τα κρουστά είναι μια γλώσσα σπουδαία, που αν την ξέρεις μπορείς να διηγηθείς ιστορίες. Επέμενα τόσο πολύ που τον έπεισα. Το στούντιο όμως μας το παραχώρησε μετά τις 12 το βράδυ (γέλια). Συγκέντρωσα οκτώ περκασιονίστες. Και οι οκτώ ζουν ακόμη και είναι από τους κορυφαίους περκασιονίστες διεθνώς. Οι περισσότεροι είναι Κουβανοί. Ημουν τότε ο νεότερος όλων. Καθήσαμε γύρω γύρω και έβαλα στη μέση ένα μπουκάλι ρούμι Αβάνας. Με κοίταζαν κάπως περίεργα, σαν να μου έλεγαν: «Και τώρα τι κάνουμε;». Τότε γύρισα και τους είπα: «Θέλω ένας ένας να μου στέλνετε ένα μήνυμα μέσω των ντραμς σας. Μόλις κουραστείτε θα κάνουμε διάλειμμα. Μη σας ανησυχεί τίποτα, απλώς παίξτε ό,τι σας κατέβει, ό,τι θέλετε». Και έτσι έγινε! Τα κρουστά είναι μια γλώσσα μεγάλη, με φοβερή ποικιλία, που σε βοηθάει κάθε βράδυ, αν το θέλεις, να στέλνεις ένα άλλο μήνυμα. Γι’ αυτό και υποστηρίζω συχνά ότι κάθε περκασιονίστας που παίζει κάθε βράδυ το ίδιο σόλο είναι άχρηστος!».


­ Τα μεγάλα έργα είναι αποτέλεσμα μιας φλογερής ψυχής ή ενός εξαιρετικού μυαλού;


«Σαν ψυχιατρικές μοιάζουν μερικές ερωτήσεις σας. Και πρόσεξα και κάτι άλλο βλέποντάς σας να με ρωτάτε διάφορα. Υπάρχουν ερωτήσεις σας που ποτέ δεν με έχουν απασχολήσει, αλλά και μόνο που τις ακούω με ερεθίζουν να τις σκεφτώ. Τώρα, με την τελευταία αυτή ερώτηση, αναρωτιέμαι ειλικρινά: το αίσθημα πού παράγεται; Στην ψυχή ή στο μυαλό;».


­ Πού;…


«Το δικό μου μυαλό είναι τόσο δυνατό ώστε κάποιες φορές αδυνατώ να εκφράσω μουσικά τις σκέψεις μου. Εχει τέτοια δύναμη η σκέψη μου που η μουσική δυνατότητά μου να εκφραστώ μπροστά στη σκέψη μου σηκώνει τα χέρια. Ισως γι’ αυτό και πιστεύω ότι δεν γίνεται να παίζεις το ίδιο σόλο κάθε βράδυ. Γιατί τελικώς για μένα η μουσική μου έκφραση είναι η έκφραση ή η προσπάθεια να εκφράσω τι σκέφτομαι τη στιγμή όπου παίζω. Και κάθε μέρα σκέφτομαι, με απασχολεί κάτι άλλο. Τη μια μέρα μπορεί να αισθάνομαι περίφημα, να παίζω χαρούμενα και την επομένη να έχω άλλη διάθεση».


­ Υπάρχουν άνθρωποι που δεν τους αρέσει να ακούν μουσική. Πώς το εξηγείτε αυτό;


«Είναι αλήθεια αυτό. Και εγώ το έχω νιώσει. Και υπάρχουν και άνθρωποι που ακούν τη μουσική μου χωρίς να τους αρέσει, για παράδειγμα. Και αυτή είναι μια κατηγορία. Σε αυτή την κατηγορία ανήκε και η γυναίκα μου προτού τη γνωρίσω!» (γέλια).


­ Πώς γνωρίσατε τη γυναίκα σας;


«Πριν από 32 χρόνια είχε έρθει σε μια συναυλία μου. Δηλαδή δεν ήρθε για μένα, είχε έρθει να ακούσει το άλλο συγκρότημα, τον ανταγωνιστή μου, που έβγαινε μετά από μένα! (γέλια) Κάθησε σε ένα τραπέζι μπροστά μπροστά με άλλες έξι φιλενάδες της. Ηταν όλες υπέροχες χορεύτριες ­ εκτός από τη μέλλουσα γυναίκα μου. Μόλις μου τη σύστησαν σηκώθηκαν όλες μαζί να χορέψουν και έτσι μείναμε εγώ και εκείνη μόνοι στο τραπέζι. Τη ρώτησα: «Εσύ γιατί δεν χορεύεις;». Με κοίταξε λοξά και μου είπε: «Ξέρεις κάτι; Δεν ήρθα για σένα, ήρθα να ακούσω το άλλο συγκρότημα!». Εκνευρίστηκα τόσο πολύ από την απάντησή της που δεν άντεξα και της είπα θυμωμένα: «Σε λυπάμαι πραγματικά, διότι ούτε μυαλό έχεις ούτε ψυχή. Αν είχες από αυτά τα δύο θα σου άρεσε να με ακούς να παίζω και θα χόρευες. Αν συνηθίσεις τη μουσική μου δεν θα μπορείς να αντισταθείς στο σώμα σου!». «Σώπα», μου κάνει. «Περίμενε και θα δεις», της λέω. Τελικώς αποδείχθηκε, όπως ομολογεί, ότι είχα δίκιο. Δεν την κέρδισα μόνο με τη μουσική μου, την παντρεύτηκα κιόλας. Εγώ μπορεί να μην είμαι ωραίος, αλλά είμαι ο εαυτός μου, απλός, πολύ απλός. Ο μάνατζέρ μου επιμένει συχνά να μάθω να μιλάω. Ευτυχώς ποτέ δεν του έδωσα σημασία! (γέλια) Θα μπορούσα να τον είχα ακούσει και σήμερα να μιλάω μαζί σας χωρίς να αισθάνομαι μαζί σας».


­ Πείτε μου ένα μουσικό που έχετε ζηλέψει στη ζωή σας;


«Τον Παβαρότι. Είναι σπουδαίος. Εννοώ βέβαια από αυτούς που έχω γνωρίσει. Δεν θα μιλήσω για τον Μπετόβεν ή τον Μότσαρτ. Αλλωστε τι να πεις γι’ αυτούς. Υστερα από αυτούς τίποτα καινούργιο δεν δημιουργήθηκε στη μουσική. Ο,τι γίνεται ύστερα από αυτούς είναι απομιμήσεις και αντιγραφές τους!».


­ Αλήθεια, πότε γεννηθήκατε; (γέλια)


«Η ηλικία μου δεν έχει καμιά σημασία. Σημασία έχει ότι αισθάνομαι 12 χρόνων».


­ Διαφέρει και σε τι ένας 12χρονος από έναν 70χρονο;


«Δεν είναι ποτέ ηλικιακή η διαφορά, αν υπάρχει. Εχω δει 12χρονους ιδιοφυείς και 70χρονους βλάκες. Και το αντίθετο. Το ζήτημα είναι να μη σε εγκαταλείψει το παιδί που υπάρχει μέσα σου· και έχει μια τάση το παιδί όσο περνάει ο καιρός να φύγει, να δραπετεύσει, γιατί δεν αντέχει τις συμβάσεις. Παρ’ όλα αυτά εγώ χαίρομαι μερικές μέρες που σηκώνομαι και θέλω να αισθάνομαι γέρος!».


­ Πότε ανταλλάξατε την πρώτη σας χειραψία με τη φήμη;


«Πρώτα πρώτα, δεν είμαι διάσημος ακόμη. Μετά, δεν θυμάμαι να έγινα ποτέ διάσημος. Αυτό αν έγινε, έγινε πολύ σιγά. Ισως γι’ αυτό και ποτέ δεν την «ψώνισα» με τη φήμη. Εγώ επιμένω ότι είμαι ένας από τους απλούς. Ποτέ δεν πίστεψα ότι είμαι εκλεκτός. Ταξιδεύω και ζω και μένω στα ίδια ξενοδοχεία με τους υπόλοιπους μουσικούς μου».


­ Ποιος είναι ο μεγαλύτερος μπελάς της φήμης για τον φημισμένο;


«Ολοι θέλουν να σου κάνουν μήνυση, όλοι σε κατηγορούν, όλοι θέλουν να σε σπρώξουν με κάθε μέσο. Δεν υπάρχει για τους ανθρώπους που βρίσκονται στον δρόμο καλύτερο θέαμα από την πτώση ενός ανθρώπου που βρίσκεται στον 66ο όροφο ενός ουρανοξύστη».


­ Ποιος για σας είναι ο αληθινά πλούσιος στην εποχή μας;


«Ο ανεκτίμητος. Ο άνθρωπος που μπορεί να δοθεί τζάμπα. Αυτός που έχει μια πνευματική ζωή και κοιμάται τα βράδια ήσυχος».


­ Εσείς κοιμάστε ήσυχος τα βράδια;


«Μόλις ακουμπήσω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, έρχεται ο ύπνος και με παίρνει».


­ Ονειρα βλέπετε;


«Τώρα πια όχι. Μόνο έναν εφιάλτη βλέπω μια δυο φορές τον χρόνο. «Οτι χρωστάω στην εφορία και έρχονται να με συλλάβουν!»» (γέλια).


­ Υπήρχε ένα όνειρο που δεν έγινε πραγματικότητα για σας;


«Το όνειρό μου ήταν να γίνω διευθυντής ορχήστρας. Ηταν ένα όνειρο που με βασάνιζε όσο υπηρετούσα στον στρατό. Είμαι βετεράνος πολέμου. Οσο πολεμούσα, ενθάρρυνα τον εαυτό μου με αυτό το όνειρο. Πίστευω ότι κάποια μέρα θα έφευγα από αυτή την κόλαση και θα έφτιαχνα τη δική μου ορχήστρα. Ευτυχώς, τα κατάφερα και γλίτωσα από αυτή την κόλαση. Είμαι τυχερός αν σκεφτώ ότι οι περισσότεροι σύντροφοί μου σκοτώθηκαν στον πόλεμο».


­ Ο πόνος είναι δημιουργός;


«Εγώ δημιουργώ για να ξεχάσω τον πόνο αυτό. Ετσι ξέφυγα. Ξέρω ανθρώπους που τους συναντώ ακόμη, μετά 30 χρόνια, και διηγούνται ιστορίες πονεμένες εκείνης της εποχής. Εγώ μέσω της μουσικής ξέφυγα. Δεν θέλω να θυμάμαι. Είναι κάτι που ένας νέος άνθρωπος, που δεν έχει ζήσει πόλεμο, δεν μπορεί να το καταλάβει. Μπορεί αυτές οι μνήμες να μη φεύγουν από το μυαλό μας, αλλά μπορούμε να τις θάψουμε βαθιά, να μην ακούμε την ανάσα τους. Υπάρχουν μνήμες που μόνο η ανάσα τους σε ξανασκοτώνει. Τώρα θα ήθελα να κάνω και εγώ μια ερώτηση. Μου επιτρέπετε;».


­ Παρακαλώ.


«Τι διάολο κάνετε; Βιβλίο γράφετε;» (γέλια).


­ Ισως, θα δούμε… Φοβάστε τον θάνατο;


«Δεν φοβάμαι πια. Ξέρω ότι ο θάνατος, θέλω δεν θέλω, θα με προλάβει. Οσο είμαστε νέοι, τρέχουμε πιο γρήγορα από τον θάνατο και τον αφήνουμε πίσω. Μετά οι δυνάμεις μας μας εγκαταλείπουν. Οσο καλύτερη φυσική κατάσταση κληρονομήσαμε από τα νιάτα μας, τόσο πιο αργά χάνουμε έδαφος και κερδίζει ο θάνατος».


­ Γιατί όλα τα ωραία πράγματα τελειώνουν;


«Τι να σας πω; Δεν μπορώ να σας βοηθήσω σε αυτό το σημείο. Απευθυνθείτε στον Θεό. Και ο Θεός δικηγόρος είναι, μπορεί να σας βρει κάποια απάντηση, όχι όμως λύση!» (γέλια).


­ Τι είναι αυτό που βάζει φωτιά στο ταλέντο και το καίει;


«Η πρόωρη επιτυχία! Και η αφοσίωση στην κατάκτηση της επιτυχίας. Χρειάζεται και τύχη για να πετύχει κανείς. Δεν φτιάχνουμε μόνοι μας την επιτυχία μας. Αλίμονο σε αυτούς που πιστεύουν ότι η επιτυχία είναι χειροποίητη. Είναι και χειροποίητη. Αλλά δεν φτάνουν τα χέρια μας για να πετύχουμε. Θέλουμε να βάλει το χεράκι του και ο Θεός και η τύχη, που είναι η εντολή του Θεού! Το πιο δύσκολο πράγμα δεν είναι να ανέβεις στην κορυφή, αλλά να χτίσεις ένα δωμάτιο στην κορυφή και να το κάνεις μόνιμη κατοικία σου!».


­ Εχει άλλη θέα του κόσμου ένας άνθρωπος που βλέπει τον κόσμο από την κορυφή, από ψηλά;


«Εξαρτάται από τον άνθρωπο. Δεν υπάρχει μία απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Εξαρτάται πολύ από τον τρόπο που έχει μεγαλώσει ο καθένας μας, από τη θρησκεία του… από πολλά!».


­ Γιατί οι άνθρωποι της κορυφής συχνά αναζητούν τη λύτρωσή τους σε τεχνητούς παραδείσους;


«Είναι πάρα πολύ απλό. Στην κορυφή υπάρχει άπειρο χρήμα, ως συνήθως και άπειρος χρόνος. Η κορυφή σε κάνει να χάνεις το μέτρο. Αλλο να σηκώνεις το κεφάλι σου και να βλέπεις ένα ταβάνι και 10 ορόφους από πάνω σου και άλλο να βλέπεις τον ουρανό, τα αστέρια. Αυτό σου δίνει την αίσθηση ότι μπορείς να γευτείς τα πάντα. Αυτό σε οδηγεί στο παν και στο τίποτα. Οι άνθρωποι γεννήθηκαν για να μπορούν να ικανοποιούν τις ανάγκες τους. Οταν φτάνουν να τις έχουν όλες ικανοποιήσει τρελαίνονται».


­ Εσείς έχετε πάρει ποτέ ναρκωτικά;


«Οχι. Μόνο αλκοόλ πίνω. Μου αρέσει να πίνω σαμπούκα, γι’ αυτό μου αρέσει και το ούζο! Αλλά πάνω απ’ όλα, μεθώ ακόμη με τη μουσική και μερικές φορές με τη συζήτηση!».


­ Σας ευχαριστώ.


«Και εγώ!».