Η εικόνα και η ανάγκη





Σήμερα μου κάνει όρεξη να φάω κινέζικο. Χθες το βράδυ ήμουν σε ένα εξαίρετο ιταλικό εστιατόριο. Προ ημερών δοκίμασα ένα κουβανέζικο πιάτο με γαρίδες και φιστίκια αλλά δεν μου άρεσε πολύ. Την τελευταία φορά που επισκέφθηκα το σουπερμάρκετ αγόρασα φιλέτο στρουθοκαμήλου. Οταν ξεκουράζομαι, μετά τη δουλειά, συνήθως ακούω τζαζ αλλά ενίοτε μου αρέσει η ινδική μουσική. Συνήθως πίνω κρασί αλλά και το σάκε δεν μου κακοφαίνεται, αν η περίσταση είναι κατάλληλη. Το σούσι δεν με ενθουσιάζει, αλλά δεν πειράζει· υπάρχουν τόσα πράγματα… Τόσα πράγματα παρατεταγμένα προς πώληση και χρήση, πειραματισμό και εμπλουτισμό, οικειοποίηση ή λατρεία, έτοιμα να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της πολυπολιτισμικής μεταμοντέρνας ζωής μου.


Ο «μεταμοντερνισμός» δεν είναι ένας όρος αυθαίρετος, μια εσωστρεφής υπόθεση που αφορά λιγοστούς θιασώτες της θεωρίας της τέχνης οι οποίοι ασχολούνται με ακατάληπτα ­και, εν πολλοίς, άχρηστα­ πράγματα, όπως η έννοια του συμβόλου, ο «θάνατος του συγγραφέα» και οι διαφόρων ειδών αποδομήσεις. Και για να το καταλάβουμε αυτό χρειάζεται να πάμε λιγάκι πίσω, στην εποχή της αισιοδοξίας και της ιδεολογίας, στη μοντέρνα εποχή. Καμία άλλη ιστορική περίοδος δεν ανέδωσε τέτοια αίσθηση «τελειότητας» όσο ο μοντερνισμός. Στη μοντέρνα εποχή οι στοχαστές ­από τον Μποντλέρ ως τον Γκρίνμπεργκ­ διαδήλωναν μια «τελεολογική» θεώρηση του κόσμου ο οποίος βάδιζε επ’ αόριστον προς την υπόσταση μιας όλο και πιο περιγεγραμμένης modernite. Ως απάντηση στις κραυγαλέες αλλαγές της ζωής και της ευαισθησίας, ο μοντερνισμός «τακτοποίησε» την ιστορία και έτσι ταύτισε την έννοια του «μοντέρνου» με την έννοια του «συγχρόνου». Και η ιδιομορφία, η ιστορική πρωτοτυπία, της σύγχρονης ζωής μας έγκειται ακριβώς στο ότι παραδεχτήκαμε ότι η μοντέρνα εποχή παρήλθε· ότι το σύστημα ιδεών που ονομάζουμε μοντερνισμό δεν μας εξυπηρετεί πια· ότι το «μοντέρνο» ­αν είναι ποτέ δυνατόν! ­ τελείωσε. Ετσι τι άλλο θα μπορούσε να είναι η διάδοχη κατάσταση αν όχι μια επισκόπηση; Αν όχι μια «κριτική επανατοποθέτηση», όπως έχει γραφτεί; Αλλωστε έτσι δεν είναι η ζωή μας; Δεν είναι μια επισκόπηση των δυνατοτήτων που μας προσφέρονται, ίσες μεταξύ τους, αποκομμένες από την καταγωγή και τις καταβολές τους, τις οποίες μπορούμε να χρησιμοποιούμε κατά βούληση χωρίς ποτέ να μας φράζει τον δρόμο η Ιστορία; Υπάρχει όνομα για ετούτη την περίοδο της ζωής μας: «μεταμοντερνισμός».


Αυτά και άλλα πολλά σχετικά με την υπόσταση της εποχής μας μπορεί να συλλογιστεί κανείς περιδιαβάζοντας την έκθεση του Ηλία Παπαηλιάκη στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στη Θεσσαλονίκη.



Γνωρίζοντας ότι οι καλλιτέχνες συνήθως ανατριχιάζουν όταν τους αποδίδουμε έναν χαρακτηρισμό, όταν προ ημερών συνάντησα τον Ηλία Παπαηλιάκη στο εργαστήριό του έκανα μια υπέρβαση: τον είπα μεταμοντερνιστή.


«Πώς θα μπορούσα να είμαι κάτι διαφορετικό;» μου είπε. «Είμαι ένας άνθρωπος τριάντα ετών. Δεν παράγω στρατευμένη τέχνη. Εχω δει το τέλος πραγμάτων. Είμαι σε μια θέση εποπτική σε σχέση με δεδομένες κοσμοθεωρίες. Πέρα από ένα ευρύ ηθικό σύστημα αξιών δεν υπάρχει τίποτε άλλο το οποίο να με δεσμεύει». Τον ρώτησα μήπως όλη αυτή η υπόθεση δεν είναι παρά μια απόπειρα νομιμοποίησης της αίσθησης της εποχής, του κυρίαρχου «όλα χωράνε». «Δεν ξέρω αν είναι νομιμοποίηση» απάντησε. «Και ίσως πράγματι να χωράνε όλα. Αυτή όμως η χρήση των πάντων χωρίς κανένα φόβο (η δική μου δουλειά για παράδειγμα: ένα αναγεννησιακό θέμα και ένα ρηξικέλευθο μοντερνιστικό ζήτημα, σχεδιασμένα με μολύβι, ανακατεμένα στον υπολογιστή, όλα μαζί…) ως συμπεριφορά πρέπει να έχει μια αναφορά. Και αυτή η αναφορά είναι η ουσιαστική ουμανιστική παράδοση της Δύσης.


»Για εμένα είναι πολύ σημαντικό το από πού προέρχεται κανείς» συνεχίζει ο Παπαηλιάκης. Τότε γιατί ­εκφράζω την απορία μου­ η δουλειά του αφορά κυρίως δυτικές εικόνες; «Εχω την αίσθηση ότι ο δυτικός πολιτισμός παρήγαγε εικόνες κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του εαυτού του. Η Ανατολή αντίθετα παρήγαγε εικόνες διά μέσου των οποίων προσεγγίζουμε τα πράγματα. Η δυτική εικόνα είναι τα ίδια τα πράγματα. Και τότε η εικόνα αποκτά το συντακτικό του λόγου».


Τι εννοεί όμως όταν λέει, έτσι επιγραμματικά, «εικόνα»; «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η «κυρίαρχη εικόνα»» εξηγεί. «Η εικόνα η οποία κατά κύριο λόγο έχει φτιαχτεί για να μεταφέρει ένα μήνυμα. Επειδή στην κατασκευή αυτής της εικόνας εμπλέκεται το σύνολο των ανθρώπων, γι’ αυτό με αφορά. Δεν με ενδιαφέρει η προσωπική εικόνα που έχει κάποιος για τα πράγματα, με ενδιαφέρει η κεντρική εικόνα, αυτό που η Εκκλησία ονομάζει «εικόνα του Θεού», ο τρόπος με τον οποίο μια πολιτική οργάνωση εικονοποιεί τη συλλογική επιθυμία. Η εικόνα είναι ένα σύμβολο και ένα σύνθημα. Η εικόνα δεν υπάρχει ερήμην των εκάστοτε επιθυμιών τις οποίες ενσαρκώνει, ερήμην της ανάγκης την οποία καλύπτει».


Μια συναρπαστική θεωρητική ανάλυση. Δεν παύει όμως να είναι ανάλυση. Γιατί άραγε χρειάζεται να «κατασκευαστεί»; Γιατί δεν κάθεται ο Ηλίας Παπαηλιάκης να γράψει ένα βιβλίο; «Αυτά που συζητάμε» απαντάει «είναι το κομμάτι που μπορώ να πω με λόγια. Ερχονται όμως άνθρωποι που δεν ξέρουν τίποτε από αυτά και τους αρέσει κάτι επειδή είναι ένα καλό σχέδιο. Δεν έχω πρόβλημα με αυτό. Η ελπίδα παραμένει να φτιάξω κάτι το οποίο θα αφορά όλα αυτά που λέμε αλλά και πολύ περισσότερα. Αυτό ελπίζω. Και πάντοτε μιλάμε ως αυτή τη στιγμή. Αργότερα δεν ξέρω τι θα γίνει».


Είναι εξαιρετικά σημαντικό το ότι ένα μεγάλο μουσείο αφιέρωσε χώρο σε ένα νέο καλλιτέχνη. Βέβαια είναι προφανές ότι δεν είναι τυχαίος. Εχει τιμηθεί με το Α’ βραβείο του Ιδρύματος Σπυροπούλου. Εφέτος εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Και επιμένει σαν η επιτυχία να είναι απλώς ένα σύμπτωμα της πορείας του. «Η τέχνη μου είναι μια προσπάθεια κατανόησης» λέει «η οποία δεν συντάσσεται με τη μία ή την άλλη σχολή σκέψης. Αφορά μόνο τη συλλογική συμπεριφορά η οποία παράγει μια εικόνα και η οποία παράγεται από μια εικόνα». Ο Ηλίας Παπαηλιάκης πηγαίνει κάπου. Θα τον ακούμε…


Η έκθεση του Ηλία Παπαηλιάκη στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (στο συγκρότημα της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης, Εγνατίας 154, Θεσσαλονίκη, τηλ. 031 281.212, 240.002) θα διαρκέσει ως τις 7 Ιανουαρίου.