BIENNH. Μετά την Πάρμα, όπου είχε μεγάλη επιτυχία, η έκθεση Ο Παρμιτζιανίνο και ο ευρωπαϊκός μανιερισμός θα μεταφερθεί στο Kunsthistorisches Museum της αυστριακής πρωτεύουσας από τις 4 Ιουνίου ως τις 14 Σεπτεμβρίου. H δύσκολη ζωή που πέρασε ο Τζιρόλαμο Φραντσέσκο Μαρία Ματσόλα, γνωστός ως Παρμιτζιανίνο (1503-1540) από τη γενέτειρά του την Πάρμα, έχει εικονογραφηθεί με τις δύο διάσημες αυτοπροσωπογραφίες του, τη μία όταν ήταν 21 ετών και την άλλη μόλις έξι χρόνια αργότερα. Στην πρώτη αυτοπροσωπογραφία, όπου εικονίζεται να κοιτάζεται μέσα σε έναν κοίλο καθρέφτη, «η φυσιογνωμία του ήταν τόσο γεμάτη χάρη ώστε έμοιαζε περισσότερο με άγγελο παρά με άνθρωπο» γράφει ο Τζιόρτζιο Βαζάρι. Ενώ στη δεύτερη, ο άγγελος έχει δώσει τη θέση του σε έναν άνθρωπο ατημέλητο, πρόωρα γερασμένο, καταπονημένο, κατηφή. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο αυτοπροσωπογραφίες εκτείνεται μια σύντομη καλλιτεχνική καριέρα που, ενώ προαγγέλθηκε λαμπρή, κατέληξε στην κοινωνική περιθωριοποίηση και στη μιζέρια. Ο Παρμιτζιανίνο μεγάλωσε στο ατελιέ του πατέρα του και των δύο θείων του οι οποίοι ήταν και οι τρεις τους μέτριοι ζωγράφοι. Από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του ο Παρμιτζιανίνο έδειξε ότι ήταν πολύ προικισμένος. Ηδη στα 16 του χρόνια πήρε την πρώτη του ανάθεση έργου: τις νωπογραφίες στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή της Πάρμας. Εκεί γνώρισε τον ήδη διάσημο και κατά 15 χρόνια μεγαλύτερό του Κορέτζιο, ο οποίος έγινε δάσκαλός του αλλά και σε πολλές περιπτώσεις ανταγωνιστής του. Στα 24 του χρόνια ο Παρμιτζιανίνο αποφάσισε να φύγει από την Πάρμα για τη Ρώμη όπου αρχικά τον υποδέχτηκαν σαν τον «αναστημένο Ραφαήλο». Ηταν όμως άτυχος. Ο ερχομός του στη Ρώμη συνέπεσε με τη λεηλασία της πόλης από τους στρατιώτες του αυτοκράτορα Καρόλου E’ το 1527. Αναγκάστηκε να καταφύγει στην Μπολόνια, όπου ωστόσο φιλοτέχνησε την προσωπογραφία του αυτοκράτορα, αλλά αυτός προτίμησε για ζωγράφο της Αυλής του τον Τισιανό και όχι τον νεαρό Παρμιτζιανίνο. Στη συνέχεια η ζωή του ήταν μια σειρά από απογοητεύσεις. Εκκεντρικός ως άνθρωπος αλλά και ως ζωγράφος συγκρούστηκε με τους εργοδότες του αρνούμενος να υποταχθεί στις απαιτήσεις τους. Πέθανε από τις κακουχίες σε ένα χωριό λίγο έξω από την Πάρμα στα 37 του χρόνια έχοντας δραπετεύσει από τη φυλακή όπου τον είχαν κλείσει για αθέτηση παραγγελίας. Και όμως ο «Χοντρός» θα τραγουδήσει


NEA ΥΟΡΚΗ. Μετά τον σάλο που ξεσήκωσε πέρυσι τον Μάιο με την ακύρωση δύο εμφανίσεών του με την Τόσκα του Πουτσίνι στη Metropolitan, ο Λουτσιάνο Παβαρότι δήλωσε πρόσφατα ότι δεν σκοπεύει να κλείσει την καριέρα του χωρίς να ξανατραγουδήσει τον ρόλο του Μάριο Καβαραντόσι στο σπουδαίο αυτό θέατρο. Ο Παβαρότι θα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη για να τραγουδήσει Τόσκα στις 6, 10 και 13 Μαρτίου του 2004 ξεκινώντας έτσι την αποχαιρετιστήρια περιοδεία του στις μεγάλες λυρικές σκηνές του κόσμου. Βέβαια και η περυσινή Τόσκα είχε θεωρηθεί ως «αντίο» του Παβαρότι προς το κοινό τής Metropolitan, κάτι που ο ίδιος δεν το έχει παραδεχτεί. Ωστόσο αυτό που κυρίως είχε εξοργίσει το κοινό τής Metropolitan ήταν ότι και στις δύο προγραμματισμένες παραστάσεις τής Τόσκα (8 και 11 Μαΐου 2002) ο Παβαρότι ειδοποίησε για την αδιαθεσία του λίγο προτού ανέβει η αυλαία και μάλιστα αρνήθηκε να βγει στη σκηνή και να δικαιολογηθεί στους θεατές οι οποίοι είχαν πληρώσει από 75 ως 1.875 δολάρια για να τον ακούσουν. Οι Νεοϋορκέζοι ήταν έξαλλοι με τη συμπεριφορά του διάσημου τενόρου. H εφημερίδα New York Post είχε μάλιστα προβλέψει στις 10 Μαΐου ότι την επομένη, 11 Μαΐου, «Ο χοντρός δεν θα τραγουδήσει» (φωτογραφία). Ολα αυτά όμως τώρα περασμένα ξεχασμένα. H Νέα Υόρκη περιμένει πάλι με αγωνία τον Παβαρότι, τον οποίο είχε λατρέψει στις 373 εμφανίσεις του στη Metropolitan, με τελευταία ως Ρανταμές στην Αΐντα του Βέρντι, στις 31 Ιανουαρίου 2001. Οι εφιάλτες ξυπνούν και την ημέρα


NEA ΥΟΡΚΗ. Από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά γεγονότα της αμερικανικής μεγαλούπολης είναι η παράσταση του έργου του Ευγένιου Ο’Νηλ Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα στο θέατρο Plymouth. Τα τέσσαρα μέλη της οικογένειας Τάιρον, τον πατέρα Τζέιμς, τη μητέρα Μαίρη και τους δύο γιους Τζέιμι και Εντμουντ, ενσαρκώνουν αντίστοιχα ο Μπράιαν Ντένεχι, η Βανέσα Ρέντγκρεϊβ (φωτογραφία του Ρίτσαρντ Αβεντον από τον New Yorker), ο Φίλιπ Σέμουρ Χόφμαν και ο Ρόμπερτ Σον Λέοναρντ. Στην κριτική του στον New Yorker ο Τζον Λαρ εκθειάζει την παράσταση και θυμίζει ότι «στο αριστούργημά του Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα ο Ευγένιος Ο’Νηλ μετέφερε στη σκηνή τη δική του στοιχειωμένη και συντριμμένη οικογένεια». Το έργο διαδραματίζεται μέσα σε μία μόνο ημέρα τού 1912 στο εξοχικό σπίτι της οικογένειας Τάιρον στο Κονέκτικατ «όπου αναβιώνουν οι τρελές σκηνές των παιδικών χρόνων τού Ο’Νηλ». Το Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα «είναι ένα είδος πνευματιστικής συγκέντρωσης με τους νεκρούς και ο Ο’Νηλ είδε το γράψιμο αυτού του έργου ως εξιλέωση, αλλά επίσης και ως ανάσταση – ένας θρήνος για την αυτοκαταστροφική οικογένειά του και ένας τρόπος για να τη διατηρήσει ζωντανή». Κατά τη διάρκεια αυτής της ημέρας οι τέσσερις Τάιρον πολεμούν τους δαίμονές τους, το παρελθόν τους και ο ένας τον άλλον. Ο Τζέιμς Τάιρον είναι ένας ηλικιωμένος, πρώην ηθοποιός ο οποίος ωστόσο θυσίασε το ταλέντο του στο εμπόριο. Ο μεγαλύτερος γιος του, ο Τζέιμι, είναι ένας αλκοολικός ο οποίος ζηλεύει το συγγραφικό ταλέντο του ασθενικού αδελφού του Εντμουντ. H Μαίρη, ανίκανη να αντιμετωπίσει την αρρώστια του γιου της Εντμουντ και τον εγωισμό του συζύγου της, ξανακυλάει στη μορφίνη. Οι παραστάσεις στο θέατρο Plymouth συνεχίζονται ως τις 31 Αυγούστου. Φεμινισμός στον Μολιέρο


ΠΑΡΙΣΙ. Είναι απίστευτο πώς ένα έργο του Μολιέρου, παρά τον έμμετρο λόγο του και τις αυλικές του ίντριγκες, μπορεί, με την κατάλληλη σκηνοθεσία, να μοιάσει σύγχρονο. Ο Κύριος ντε Πουρσονιάκ, μια κωμωδία-μπαλέτο που ο Μολιέρος την έγραψε για τον Λουδοβίκο ΙΔ´ το 1669, παίζεται τώρα στο Théâtre du Vieux-Colombier σε σκηνοθεσία του Φιλίπ Αντριέν, με πρωταγωνιστές την Κατρίν Φεράν, τον Τιερί Ανσίς, τον Μπρυνό Ραφαελί και τη Σεσίλ Μπρυν. Πρόκειται για μια απάνθρωπη φάρσα που γίνεται σε βάρος του φουκαρά Κυρίου ντε Πουρσονιάκ με τη δικαιολογία του έρωτα. H Ζυλί είναι ερωτευμένη με τον Εράστ αλλά ο πατέρας της Ορόντ δεν θέλει ούτε να ακούσει για το ειδύλλιο επειδή έχει σχεδιάσει να την παντρέψει με τον πλούσιο επαρχιώτη Πουρσονιάκ, ο οποίος αναμένεται στο Παρίσι από τη γενέτειρά του, τη Λιμόζ. Ωστόσο μόλις ο Πουρσονιάκ φθάνει στο Παρίσι πέφτει στη μία παγίδα μετά την άλλη που του στήνουν οι δύο εραστές προσπαθώντας να εμποδίσουν τον γάμο του με τη Ζυλί. Στη σκηνοθεσία τού Αντριέν, μολονότι το έργο παραμένει ακέραιο, τονίζονται κυρίως η επαναστατικότητα και η ευρηματικότητα της Ζυλί αφήνοντας αμφιβολίες ακόμη και για τα πραγματικά της αισθήματα απέναντι στον Εράστ. Είναι άραγε η Ζυλί πραγματικά ερωτευμένη ή μήπως είναι μια φεμινίστρια πριν από τον φεμινισμό η οποία διεκδικεί τα δικαιώματά της χρησιμοποιώντας τον ερωτευμένο Εραστ για να απαλλαγεί από έναν ηλίθιο μνηστήρα; H παράσταση στο Théâtre du Vieux-Colombier φαίνεται ότι είναι απολαυστική χάρη και στις εκπληκτικές ερμηνείες των Ανσίς και Ραφαελί (φωτογραφία).