Ενας από τους πιο διακεκριμένους πολιτικούς επιστήμονες της Δύσης, ο Σάμιουελ Χάντινγκτον, στο διάσημο όσο και αμφιλεγόμενο βιβλίο του Η Σύγκρουση των Πολιτισμών αναφέρεται στις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους γράφοντας: «Ο Θεός και ο Καίσαρας, η Εκκλησία και το κράτος (…) ήταν η επικρατέστερη διαίρεση στη δυτική κουλτούρα. Μόνο στον ινδουιστικό πολιτισμό η θρησκεία και η πολιτική ήταν επίσης ξεχωριστά. Στο Ισλάμ ο Θεός είναι Καίσαρας, στην Κίνα και στην Ιαπωνία ο Καίσαρας είναι Θεός, ενώ στην Ορθοδοξία ο Θεός είναι ο συνεταίρος του Καίσαρα» (Σάμιουελ Π. Χάντινγκτον, Η Σύγκρουση των Πολιτισμών και ο Ανασχηματισμός της Παγκόσμιας Τάξης, Αθήνα, Terzo Books, 1998, σελ. 76).


Ο Φρανσουά Τυάλ, διευθυντής του γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και καθηγητής της Γεωστρατηγικής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, συμφωνεί με τον Χάντινγκτον: Η σχέση της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας με το κράτος, υποστηρίζει, είναι θεμελιωδώς διαφορετική από την αντίστοιχη σχέση στη Δύση ή σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Ορθόδοξος το θρήσκευμα ο ίδιος (αυτό έχει σημασία για τους προκατειλημμένους αναγνώστες), ο Τυάλ αναλύει στο βιβλίο Η Κληρονομιά του Βυζαντίου τη σημασία που είχε το ορθόδοξο στοιχείο για τη δημιουργία ή μη εθνών-κρατών στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Ευρώπη, στον Καύκασο και στη Μέση Ανατολή. «Η ορθόδοξη θρησκεία σ’ αυτή την περιοχή του κόσμου» τονίζει ο γάλλος καθηγητής «υπήρξε ο πρώτιστος παράγων για τη διατήρηση των εθνικών ταυτοτήτων και συγχρόνως ο κυριότερος συντελεστής των εθνικών αφυπνίσεων» (σελ. 16).


Το βιβλίο εντάσσεται σε μια ευρύτερη προσπάθεια του πολυγραφότατου συγγραφέα (Η Κληρονομιά του Βυζαντίου είναι το 17ο βιβλίο που έχει εκδώσει πάνω σε ζητήματα γεωπολιτικής) για τον καθορισμό μιας γενικής τυπολογίας ανάμεσα στη γεωγραφική περιοχή και στον αυτοπροσδιορισμό (σελ. 24). Η διαδικασία του αυτοπροσδιορισμού αφορά τη βολονταριστική προσπάθεια επικράτησης σ’ έναν χώρο προσφάτως αποκτηθέντα.


Η προσπάθεια είναι συχνά βίαιη αφού περιλαμβάνει εξόντωση μειονοτήτων και εξαναγκασμό σε αφομοίωση. «Ο αυτοπροσδιορισμός και η γεωγραφική περιοχή» γράφει ο Τυάλ «εξακολουθούν να διατηρούν διαπλεκόμενες και αλληλέγγυες σχέσεις: το ένα στοιχείο ενθαρρύνει το άλλο, το εμπνέει, το νομιμοποιεί» (σελ. 26).



Το βιβλίο είναι μια σύντομη αλλά και ταυτόχρονα περιεκτική περιγραφή και ανάλυση της δημιουργίας των εθνικών συνειδήσεων σε μια ομάδα κρατών μιας ευρύτερης γεωγραφικής ζώνης που ξεκινά από την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Ρουμανία και καταλήγει στην Ουκρανία, στην Αρμενία και στον αραβικό κόσμο. Ο έλληνας αναγνώστης μένει πραγματικά έκπληκτος με το πόσο λίγα γνωρίζουμε για την ιστορία και τους λαούς που αποτελούσαν τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Πόσοι γνωρίζουν στην Ελλάδα τη γενοκτονία των ορθόδοξων Ασσυροχαλδαίων; Και πόσοι ξέρουν ότι οι Αλβανοί της Καλαβρίας έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία της σύγχρονης Αλβανίας; Κι όμως, όπως με σαφήνεια επισημαίνει ο Τυάλ, η Ιστορία δεν αποτελεί παρελθόν αλλά συνεχίζει να επηρεάζει το παρόν και να προσδιορίζει το μέλλον. Ο συγγραφέας θέτει πολλά ερωτήματα που αφορούν το μέλλον των ορθόδοξων εθνών-κρατών μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Θα διατηρηθεί για πολύ καιρό ακόμη η Γιουγκοσλαβία;


Θα κατορθώσει η Ρουμανία να ρυθμίσει το ουγγρικό πρόβλημα; Μπορεί η Βοσνία να γίνει ένα εθνικό κράτος; Πώς θα ισορροπήσει η Ρωσία τα αιτήματα για τη ρωσοορθόδοξη πρωτοκαθεδρία με την ανάγκη σεβασμού της εθνοτικής πολυπλοκότητας; Θα μπορέσει η Ουκρανία να επιζήσει ενωμένη; Θα καταφέρει η Γεωργία να αυτονομηθεί από τη Μόσχα ή θα εξελιχθεί σ’ ένα ντε φάκτο ρωσικό προτεκτοράτο, όπως η γειτονική Αρμενία;


Ο συγγραφέας δεν μιμείται τον Χάντινγκτον επιδιώκοντας να συρρικνώσει την ιστορία των κρατών που προήλθαν από τη «βυζαντινή κοινοπολιτεία» σε ένα είδος νεοκουλτουραλισμού που εστιάζει την προσοχή του στις πολιτισμικές διαφορές. Αναμφίβολα, γράφει, εξελίξεις όπως η εμφάνιση καπιταλιστικών δομών και η αστικοποίηση έπαιξαν επίσης ουσιαστικό ρόλο στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό των λαών της περιοχής.


Ο πρόλογος του Γιάννη Γεράση είναι διαφωτιστικός. Σωστά επισημαίνει την ανάγκη προσέγγισης της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με την καθολική (και προτεσταντική) Δύση προκειμένου «να επιτευχθεί η δική μας κάθαρση, με την έννοια της απαλλαγής από το σύνδρομο της απομόνωσης και της μαρτυρολογίας, του «πανταχόθεν βαλλόμενου Ελληνος της Ορθοδοξίας»» (σελ. 13). Ωστόσο η επίθεση του προλογίζοντος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο κατηγορεί για «αντιδυτική συμπεριφορά» και για «βυζαντινού μεγαλοϊδεατισμού ρητορεία», είναι συναισθηματικά φορτισμένη και δεν σχετίζεται με τις απόψεις του Τυάλ. Ο τελευταίος ασχολείται περισσότερο με το ον παρά με το δέον γενέσθαι. Ακόμη και όταν αναφέρεται τηλεγραφικά στο τελευταίο, ο συγγραφέας σημειώνει με πικρία ότι το Βυζάντιο άφησε στη θέση του «ένα άθροισμα εθνικών εγωισμών (…) που παράγουν μίση». «Ισως» γράφει ο γάλλος καθηγητής «αν η αίσθηση της βυζαντινής οικουμενικότητας ξανάβρισκε το αρχικό της μήνυμα, χωρίς να φιλοδοξεί να αναγεννήσει αυτή την αυτοκρατορία, αλλά αφήνοντας απλώς έναν κοινό πολιτικό χώρο, θα μπορούσαν οι λαοί με τη βυζαντινή παράδοση να περιορίσουν τα ρήγματα που τους χωρίζουν από την υπόλοιπη Ευρώπη» (σελ. 246).


Η μετάφραση είναι ικανοποιητική. Ισως ο όρος «ιρρεδεντισμός» έπρεπε να αποδοθεί στα ελληνικά ως «αλυτρωτισμός» (π.χ., σελ. 32). Ο ελληνικός υπότιτλος του βιβλίου «Γεωπολιτική της Ορθοδοξίας» είναι κάπως ανακριβής καθώς προέρχεται από άλλο βιβλίο του Τυάλ. Ο αντίστοιχος υπότιτλος στη γαλλική έκδοση είναι «Εδάφη και Ταυτότητες της Ορθοδοξίας».


Η έκδοση της Κληρονομιάς του Βυζαντίου στα ελληνικά είναι ένα σημαντικό γεγονός. Ο έλληνας αναγνώστης έχει να κερδίσει πολλά από αυτή την περιήγηση στις ιστορίες των γειτόνων μας. Η χώρα μας έχει πραγματικά απόλυτη ανάγκη μη προκατειλημμένης πληροφόρησης· πληροφόρησης που θα ανατρέψει λανθασμένες αντιλήψεις και θα βοηθήσει στη δημιουργία μιας συμπληρωματικής σχέσης ανάμεσα στην οικουμενικότητα και στην εθνική ιδιομορφία.


Ο πρόλογος του συγγραφέα στην ελληνική έκδοση είναι χαρακτηριστικός: «Η Ελλάδα» γράφει «γεννήθηκε πριν από πολλά χρόνια για να μεταδώσει στους ανθρώπους φρόνημα και φως. Δεν της αρμόζει να μειώσει και να εκχυδαΐσει αυτή την αποστολή της στα στενά πλαίσια των βαλκανικών διενέξεων» (σελ. 18).


Ο κ. Αστέρης Χουλιάρας είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων.