Από την Καζαμπλάνκα, όπου διεξήχθη την περασμένη εβδομάδα το συνέδριο «Παγκοσμιοποίηση και αναδιπλώσεις ταυτότητας», η κυρία Κατερίνα Στενού, συγγραφέας του ιστορικού λευκώματος για την προκατάληψη έναντι της ετερότητας, απάντησε στις ερωτήσεις του «Βήματος» όσον αφορά τις μορφές που παίρνει μια φανταστική ή κατασκευασμένη «διαφορά», φυλετική, εθνική, θρησκευτική ή άλλη.


­ Τη δεκαετία του ’60 κεντρικό ζήτημα υπήρξε η καταπολέμηση του ρατσισμού. Τη δεκαετία του ’90 θα λέγατε ότι είναι η ξενοφοβία;


«Πολύ σχηματικά θα έλεγα ότι η αντίθεση μεταξύ του ρατσισμού των δεκαετιών ’50-’60 και της ξενοφοβίας της δεκαετίας του ’70, με έξαρση τη δεκαετία του ’90, δεν είναι τόσο σαφής εφόσον και τα δύο ρεύματα αποτελούν σπασμωδικές απαντήσεις σε στιγμές κοινωνικής κρίσης. Είναι όμως αλήθεια ότι αμέσως μετά τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το τέλος της αποικιοκρατίας οι δυτικές κοινωνίες πίστεψαν ότι ο ρατσισμός θα υποχωρούσε. Πρέπει να σημειωθεί ότι μεγάλος αριθμός επιστημόνων και φιλοσόφων κινητοποιήθηκε τότε εναντίον των φασιστικών θεωριών για να αποδείξει ότι οι ρατσιστικές θεωρίες δεν είχαν κανένα επιστημονικό έρεισμα. Στη δεκαετία του ’70, όμως, με την οικονομική κρίση και τον έλεγχο ως την απαγόρευση της μετανάστευσης, η εξαγγελία της αυξανόμενης ανάπτυξης και δημοκρατίας και της μείωσης της φτώχειας δεν ίσχυσε, με αποτέλεσμα την εμφάνιση των εθνικισμών. Αυτοί στήριξαν την επιχειρηματολογία τους στην απειλούμενη εθνική ταυτότητα, κουλτούρα και θρησκεία. Η νέα αυτή μορφή απόρριψης της ετερότητας ονομάστηκε «πολιτισμικός ρατσισμός» και τροφοδοτεί συστηματικά το σύνδρομο της ξενοφοβίας».


­ Οι μετακινήσεις πληθυσμών επηρεάζουν την έξαρση της ξενοφοβίας;


«Στη διάρκεια του 1990, με την καλπάζουσα παγκοσμιοποίηση, ευνοήθηκε όχι μόνο η κινητικότητα των ιδεών, των κεφαλαίων και της τεχνολογίας αλλά κυρίως των ανθρώπων, δημιουργώντας έτσι ένα απίθανο μωσαϊκό σε τοπικό επίπεδο, που καθρεφτίζεται στις μεγαλουπόλεις. Σχεδόν κανένας δεν αποδέχεται πλέον τον χαρακτηρισμό του «ρατσιστή», η «ξενοφοβία» όμως παίρνει ύπουλα τη θέση αυτού του ρατσισμού, εφόσον ο «διαφορετικός», ο «ξένος», όχι μόνο πλημμυρίζει τις οθόνες της τηλεόρασης αλλά κατοικεί δίπλα μας και αποτελεί απειλή της μοναδικότητάς μας ­ σε φιλοσοφικό επίπεδο ­ καθώς και του ζωτικού μας χώρου ­ σε καθαρά πρακτικό επίπεδο καθημερινών αναγκών».


­ Ως κατασκευαστή των περισσότερων σημερινών μύθων που τρέφουν τη μισαλλοδοξία καταγγέλλετε την Ευρώπη και πρώτο τον πατέρα της Ιστορίας, τον Ηρόδοτο. Δεν είναι αντίφαση ο πιο προηγμένος πολιτισμός να έχει σπείρει τις περισσότερες προκαταλήψεις;



«Αποτελεί δυστυχώς θλιβερό προνόμιο της Ευρώπης το να έχει συλλάβει διανοητικά και πρακτικά τον ανθρωπισμό και να μην τον έχει πάντα τιμήσει στη διάρκεια της ιστορίας της. Γιατί η Ευρώπη συνέλαβε και υλοποίησε το σκλαβοπάζαρο, η Ευρώπη συνέλαβε και πραγματοποίησε τις μεγάλες γενοκτονίες του 20ού αιώνα. Οσο για τον Ηρόδοτο, αν διαβάσετε προσεκτικά το βιβλίο μου, θα δείτε ότι ο Ηρόδοτος δεν είναι ούτε ρατσιστής ούτε παρουσιάζει σύνδρομο ξενοφοβίας αλλά δοκιμάζει αυτό το όμορφο αίσθημα της έκπληξης, κάποτε και του θάμβους, μπροστά στις κάθε είδους «διαφορές» ­ διατροφής, ένδυσης, καθημερινής πρακτικής συμπεριφοράς, παιδείας κτλ. Θα λέγαμε ότι πολλά κεφάλαια της Ιστορίας του Ηροδότου αποτελούν την πρώτη ανθολογία περί ετερότητας, βασισμένη σε «ιστορικά» στοιχεία. Ο Ηρόδοτος, λοιπόν, «εκπλήσσεται» από τη συνάντησή του με τον Αλλο και θέτει έτσι τον θεμέλιο λίθο της κατασκευής της ταυτότητας, σε αντίθεση με την ετερότητα, που είναι βέβαια αναγκαίο στοιχείο για τη συγκρότηση της πρώτης. Αυτό όμως που είναι χτυπητό και πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι πολλοί ταξιδιώτες, ιεραπόστολοι, έμποροι, κατά τη διάρκεια αιώνων και αιώνων, χρησιμοποίησαν τον ίδιο τύπο εθνολογικού λόγου και επιχειρημάτων με τον Ηρόδοτο, απέδωσαν τις ίδιες ιδιότητες ­ στερεότυπα ­ με ανάλογους μηχανισμούς, με στόχο όμως να στιγματίσουν τους άλλους, στο όνομα της διαφοράς τους, ή να νομιμοποιήσουν την υπεροχή τους και την ιεραρχία τους».


­ Λέτε ότι η αποκάλυψη της γέννησης και της λειτουργίας των μύθων μπορεί να επισπεύσει τον θάνατό τους. Μπορούμε να ζήσουμε χωρίς συλλογικούς μύθους; Τι δείχνει η Ιστορία ως σήμερα;


«Αποτελεί κοινό τόπο ότι οι μύθοι, και ιδιαίτερα οι συλλογικοί, αποτελούν αξία, δηλαδή δεν έχουν ανάγκη επαλήθευσης ή απόδειξης. Αποκτούν κατά συνέπεια ισχύ καταστατικού λόγου ­ ή χάρτη ­ που ερμηνεύει, συμπληρώνει, διορθώνει ή διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, σύμφωνα με τις εκάστοτε συλλογικές ανάγκες. Αυτή η ρευστότητα της λειτουργίας τους αποτελεί μια διαρκή πρόκληση εφόσον οι μύθοι από τη φύση τους αναπαράγουν, με χειρουργικές μικροεπεμβάσεις, τα στερεότυπα υπέρ της αποκατάστασης της κοινωνικής τάξης. Η ταλάντευσή τους ανάμεσα στο φημολογούμενο και στο αληθές, στο οικείο και στο άγνωστο, στο φανταστικό και στο πραγματικό, τους προσδίδει την τεράστια δύναμη μιας νοητικής χαρτογραφίας που είναι γεμάτη από ρατσιστικές συνυποδηλώσεις ή εκτροπές. Μέσα από αυτές η ανθρωπότητα εξορκίζει τους αρχέγονους φόβους της στη συνάντησή της με την ετερότητα, τη διαφορά. Η Ιστορία μάς δείχνει ότι η τυφλή επανάληψη ή αναπαραγωγή ενός μυθικού παρελθόντος είναι εξαιρετικά επικίνδυνη γιατί απαγορεύει την ανάδυση ενός παρόντος απελευθερωμένου από προκατασκευασμένα πλέγματα. Ευχή μας είναι η νέα ανάγνωση των «πολιτισμικών κανόνων» να δείξει ότι δεν πρόκειται για μια αιώνια, αδιασάλευτη τάξη της ζωής αλλά για συγκεκριμένες ιστορικές εμπειρίες των οποίων η διάρκεια ή η επανάληψη δεν είναι υποχρεωτική».


­ Πώς θα περιγράφατε σχηματικά τον μηχανισμό που παράγει ρατσιστικές θεωρίες και στερεότυπα;


«Υπάρχει κατ’ αρχάς ο μηχανισμός αναζήτησης κάποιας παθολογίας, ανατομικής ή άλλης, που έχει ως στόχο να θεωρήσει τον «ξένο, παράξενο» ­ etrange, etranger ­ ανώμαλο, ούτε ακριβώς άνθρωπο ούτε ακριβώς κάτι άλλο, αλλά κάτι αιωρούμενο μεταξύ ανθρωποειδούς και ζωώδους. Εξ ου η ιδέα «ξένος ίσον τέρας», κοινός τόπος και ανοιχτός κατάλογος πολλών πολιτισμών, παγιδευμένων στον φαύλο κύκλο της αναπαραγωγής αυτών των σχημάτων λόγω ζήτησης ή της ζήτησης-κατανάλωσης αυτών των σχημάτων λόγω του αιχμαλωτισμένου φαντασιακού μας. Μην ξεχνάμε το χαρακτικό του Γκόγια που επιγράφεται «Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα». Αλλά ακόμη και όταν δεν αποδίδεται στον ξένο μια ειδική εικόνα ή ιδιότητα ζώου, εξακολουθεί να μην αναγνωρίζεται ως πλήρως ανθρώπινος εφόσον παραβιάζει τους κυρίαρχους κοινωνικούς κώδικες σε ό,τι αφορά τον τρόπο στέγασης, ένδυσης, διατροφής, θρησκευτικής πρακτικής, χωρίς να μιλήσουμε για τη γλώσσα του ή τη σεξουαλική συμπεριφορά του που τον ξεχωρίζει και τον εκθέτει πάντα στην ίδια υποψία: «Αν είναι τόσο διαφορετικός από τους κοινούς ανθρώπους ­ τους «ομοίους» μας ­, δεν θα είναι μάλλον πιο κοντά στα ζώα;»».


­ Ο εθνότυπος του μαύρου ή ο εθνότυπος του Εβραίου είναι η πιο ακραία περίπτωση εθνικής προκατάληψης και αποκλεισμού;


«Είναι πράγματι εξαιρετικά ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς αυτές τις δύο περιπτώσεις ως μεταφορά ή μεγεθυντικό φακό όλων των μηχανισμών απόρριψης, εφόσον και οι δύο «ομάδες» υπήρξαν θύματα κυνικών διακρίσεων και διώξεων. Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στους Εβραίους εντείνονται σε κάθε οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση και έτσι νομιμοποιούν τη δίωξη. Με τον ίδιο τρόπο ο εθνότυπος του μαύρου ενεργοποιήθηκε για την ηθική νομιμοποίηση της δουλείας και της θλιβερής περιπέτειας της αποικιοκρατίας».


­ Το βιβλίο σας είναι γεμάτο εικόνες. Πόσο ρόλο έχουν παίξει οι εικονογραφήσεις για την επιβολή των κυρίαρχων προτύπων;


«Η εικόνα έπαιξε στο παρελθόν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αντιλήψεων και συμπεριφορών στο μέτρο που αντικαθιστούσε το βιβλίο για τους αναλφάβητους. Ο ρόλος της διαφήμισης σήμερα μας επιτρέπει να κατανοήσουμε, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, τον ρόλο της εικόνας κατά τον Μεσαίωνα: διαμορφώνει συμπεριφορές, καθορίζει στάσεις και αντιδράσεις, δημιουργεί αυτοματισμούς».