Αφορμή για να ξανακοιτάξω με προσοχή το βιβλίο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ’ Γυμνασίου μού έδωσαν τα ειρωνικά σχόλια μιας μαθήτριας για το «θλιβερό», όπως το αποκάλεσε, περιεχόμενό του.


Πράγματι, δε χρειάστηκε παρά να ξεφυλλίσουμε μαζί τα πρώτα κείμενα από το ανθολόγιο αυτό, για να διαπιστώσω πόσο δίκιο είχε. Από την πρώτη κιόλας ενότητα ­ τη «φάση της γνωριμίας», όπως θα την ονόμαζαν οι παιδαγωγοί ­ το παιδί (ή ο έφηβος, αν θέλετε) των 14-15 ετών εισάγεται σε μια καταθλιπτική, αληθινά ζοφερή θα λέγαμε, ατμόσφαιρα θλίψης, δακρύων και τραγικών καταστάσεων.


Ας τη δούμε με σύντομες πινελιές: Στο πρώτο πρώτο ποίημα, Του Γιοφυριού της Αρτας, για να στεριώσει ένα γεφύρι, χρειάζεται να χτιστεί στα θεμέλιά του η γυναίκα του πρωτομάστορα! Στο επόμενο, ο κυρ Βοριάς ήταν η αιτία που «γιόμισε η θάλασσα πανιά, το κύμα παλικάρια», με αποτέλεσμα το πικρό κλάμα μιας μάνας για το αδικοχαμένο παλικάρι της. Στο τρίτο, ο τίτλος του, Ο θάνατος του Διγενή, μιλάει από μόνος του. Να πάμε τώρα στα Ιστορικά Δημοτικά Τραγούδια που ακολουθούν; Στο ποίημα Της Αγια-Σοφιάς ευτυχώς τα δάκρυα της Παναγιάς και των εικόνων ισοσταθμίζονται με την ελπίδα της ανάστασης του γένους στον τελευταίο στίχο! Δε συμβαίνει όμως κάτι παρόμοιο στα επόμενα ποιήματα. Στο Παιδομάζωμα το κλάμα κυριαρχεί ­ εδώ κλαίνε οι πάντες ­ ενώ στο ποίημα Του Δράμαλη γενικεύεται, αφού «κλαίνε τ’ αχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους, κλαίνε μανούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες»! Με απόλυτη, επομένως, φυσικότητα ακολουθούν τρία αλλεπάλληλα μοιρολόγια, για τα οποία τα σχόλια περιττεύουν. Πώς κλείνει η ενότητα αυτή; Με ένα ωραιότατο ­ η αλήθεια να λέγεται ­ πεζογράφημα του Φ. Κόντογλου για «τα έμορφα τραγούδια μας», όπου όμως κάπου προς το τέλος πάλι διαβάζουμε:


Ποιος ήτανε απ’ έδεσε τ’ άλογο στο κεφάλι μ’


κι έσκαψε με το πόδι του και ξέχωσε τον τάφο;


Καλά τα λέει, βέβαια, ο Κόντογλου ότι τα δημοτικά μας τραγούδια είναι «η αναπνοή της φυλής μας», όμως αυτό που διαπιστώνουν τα παιδιά μας να αποπνέεται δεν είναι και τόσο αισιόδοξο για την κρίσιμη ηλικία που διανύουν. Χάθηκε, ας πούμε, να δοθούν και μερικά πιο αισιόδοξα τραγούδια, όπως του γάμου ή τα εργατικά ή τα νανουρίσματα, για να μη μείνει τελικά, από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, μόνο η αίσθηση της πίκρας και του θανάτου;


Η πρώτη ενότητα ­ καλή αρχή, που λένε ­ μου άνοιξε την όρεξη να δω τι γίνεται παρακάτω. Τα αποτελέσματα δεν ήταν δυστυχώς πολύ καλύτερα. Από καμιά εκατοστή συνολικά ­ ποιητικά και πεζά ­ κείμενα, σχεδόν τα μισά κινούνται μέσα στο ίδιο κλίμα του ζόφου, του πόνου, της μελαγχολίας, των δακρύων και του θανάτου. Δεν υπάρχει χώρος, αλλά ούτε και λόγος, να απαριθμηθούν ένα προς ένα. Ενδεικτικά μόνο επισημαίνονται κάποια πολύ χαρακτηριστικά σημεία:


­ Ο θρήνος της Σάρας στη Θυσία του Αβραάμ.


­ Η μονομαχία του Ερωτόκριτου με τον Αριστο, όπου ορίζεται ότι ο ένας από τους δύο οπωσδήποτε «θε να σκοτωθεί».


­ Η θλίψη της ξενιτιάς στο ποίημα Ο ξένος του Ιω. Βηλαρά.


­ Το τραγούδι του Μακρυγιάννη που είναι γεμάτο «’ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα / και μέσ’ το αίμα το πολύ είν’ όλα βουτηγμένα».


­ Η απειλή ότι οι Τούρκοι θα θεριστούν σαν «τ’ αστάχυα» στο απόσπασμα από τα Στρατιωτικά Ενθυμήματα του Ν. Κασομούλη. (Με την ευκαιρία, να δούμε τι θα γίνει και με την ελληνοτουρκική προσέγγιση, με όλα αυτά τα αντιτουρκικά κείμενα.)


­ Η κατακλείδα του ποιήματος Αι ευχαί, όπου ο Α. Κάλβος τονίζει: «ολόρθος στέκομαι / μπροστά στου μνήματός μου / τ’ ανοικτό στόμα».


­ Το παρόμοιο τέλος από το απόσπασμα του Φωτεινού του Βαλαωρίτη, όπου ο ήρωας του ποιήματος καταλήγει: «τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ’ αυτό το μνήμα».


­ Ο «σπουδαίος διάλογος» μεταξύ δύο ομάδων ­ ενός στρατιωτικού αποσπάσματος και μιας ληστοσυμμορίας ­ από τις οποίες «εκατέρα επεθύμει να κόψει όλας της άλλης τας κεφαλάς»! (Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι, αγνώστου συγγραφέα.)


­ Το απόσπασμα από τον Τάφο του Κ. Παλαμά.


­ Ο ήρωας του Μαλακάση Τάκης Πλούμας που το τέλος του ποιήματος τον βρίσκει «τριαντατρία χρόνια μες τη γης»!


­ Η μελαγχολία που, όπως είναι φυσικό, διαχέεται σε όλα ­ εκτός από ένα ­ τα ποιήματα του Καρυωτάκη, αλλά και του Χατζόπουλου.


Και λοιπά και λοιπά, από τα οποία ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες είναι τέσσερις… εκτελέσεις! Η πρώτη σε ένα ποίημα του Καβάφη (τίτλος του: 27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.), όπου «οι Χριστιανοί» οδήγησαν στην κρεμάλα ένα δεκαεφτάχρονο «αθώο παιδί». Η δεύτερη σε ένα πεζό απόσπασμα από το Αξιον εστί του Ελύτη, όπου «την άλλη μέρα έστησαν στον τοίχο τριάντα». Η Τρίτη στο Νούμερο 31328 του Βενέζη, όπου κυριαρχεί η μεταφορά «ξάφρισμα», για όσους αιχμαλώτους έπαιρναν στην τύχη οι Τούρκοι για να τους εκτελέσουν. Τέλος η τέταρτη είναι η εκτέλεση ενός… λυσσασμένου σκύλου στο διήγημα Ο Καπετάνιος του Μυριβήλη!


Το αστείο είναι ότι το μαύρο κι άραχλο αυτό κλίμα αλλάζει ολότελα προς το τέλος του βιβλίου, στις ενότητες που είναι αφιερωμένες στη μεταπολεμική περίοδο και στην ξένη λογοτεχνία. Ετσι όμως ­ μια και η διάταξη της ύλης υποχρεώνει να ακολουθηθεί η κατά χρονικές περιόδους διδασκαλία ­ μόνο προς το τέλος της χρονιάς ίσως προλαβαίνουν οι καθηγητές να διδάξουν κάποια κείμενα (τα ξένα εκ πείρας γνωρίζουμε ότι συνηθέστατα τα… τρώει το σκοτάδι), αφού στο μεταξύ για μήνες ολόκληρους τα παιδιά έχουν βουτηχτεί στο πένθος!


Φυσικά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η λογοτεχνική αξία όλων αυτών των ζοφερών κειμένων, πολλά από τα οποία είναι αναμφίβολα καταξιωμένα αριστουργήματα. Αλλο είναι το θέμα: Είναι παιδαγωγικά σωστό να υπάρχει τόση δόση μελαγχολίας και τραγικότητας σε ένα βιβλίο για παιδιά αυτής της κρίσιμης ηλικίας, κατά την οποία σε ένα μεγάλο μέρος χτίζεται η κατοπινή τους προσωπικότητα; Τι νεολαία γυρεύουμε να πλάσουμε; Απαισιόδοξη και πεισιθάνατη ή γεμάτη αισιοδοξία και αγάπη για τη ζωή; Δε λέει βέβαια κανείς να λείψει ολότελα κι η πικρή όψη της ζωής. Χρειάζεται όμως να παρουσιάζεται σε τόση έκταση σε ένα βιβλίο που έχει για κύριο σκοπό του να διαπλάσει ψυχές νέων ανθρώπων; Πολλά από τα παιδιά της τάξης αυτής δεν θα συνεχίσουν στο Λύκειο. Ποια θα είναι η τελευταία τους εντύπωση για τη λογοτεχνία της πατρίδας τους; Θα είναι αδικαιολόγητα, αν δεν την ξαναπιάσουν στα χέρια τους;


Και κάτι ακόμη, τελευταίο. Σε καμιά περίπτωση τα παραπάνω δεν αποτελούν αιχμή για τους συναδέλφους μου που ανθολόγησαν αυτά τα κείμενα. Είναι όλοι τους εκλεκτοί φιλόλογοι, και κάποιοι από αυτούς και καλοί μου φίλοι. Αλλωστε έχουν κάνει μια πολύ αξιόλογη δουλειά ως ερανιστές. Η παιδαγωγικότητα της δουλειάς τους είναι αυτή που ελέγχεται. Σ’ αυτό το θέμα δεν μπόρεσαν δυστυχώς να ξεφύγουν από το γενικότερο κλίμα του «μελαγχολικού ελληνικού σχολείου», όπως εύστοχα το χαρακτήρισε κάποτε ο Αντώνης Σαμαράκης. Ευτυχώς το δικό του διήγημα, που είναι επίσης ένα από τα κείμενα του βιβλίου, αν και ξετυλίγεται κι αυτό μέσα στη ζοφερή ατμόσφαιρα μιας μάχης, έχει για κατάληξη ένα μήνυμα ελπίδας, που συνοψίζεται στη φράση «έσωσα ένα παιδί». Να δούμε τα παιδιά της Γ’ Γυμνασίου ποιος θα τα σώσει από τόση μαυρίλα!


Ο κ. Χρήστος Χρηστίδης είναι δόκτωρ Φιλοσοφίας του αγγλικού Πανεπιστημίου Reading, πρώην σχολικός σύμβουλος, αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων του Νομού Θεσσαλονίκης.