Ο Νεντίμ Γκιουρσέλ, ένας από τους λίγους τούρκους συγγραφείς που είναι γνωστοί στη Δύση, εξέδωσε τις τελευταίες ημέρες το τέταρτο βιβλίο του στα ελληνικά. Εκούσια εξόριστος από τη χώρα του, διαμένει στο Παρίσι και ταξιδεύει διαρκώς θεωρώντας μόνη πατρίδα του την τουρκική γλώσσα. Με τα βιβλία του, αλλά και με την αρθρογραφία του στον τουρκικό και στον γαλλικό Τύπο, προωθεί τα μάλα την άγνωστη εν πολλοίς σύγχρονη τουρκική λογοτεχνία. Λίγο πριν από το Πάσχα επισκέφθηκε την Αθήνα για την παρουσίαση του βιβλίου του «Ο ξενιτεμένος Μουσταφά κι η ψηλόκορμη λεύκα», μια συλλογή διηγημάτων (εκδόσεις Καστανιώτη). Τον συναντήσαμε στο περιθώριο αυτής της παρουσίασης.


­ Πότε αρχίσατε να γράφετε;


«Αρχισα να γράφω πολύ νέος, παιδί σχεδόν, όταν πήγαινα στο δημοτικό σχολείο σε μια επαρχιακή πόλη της Δυτικής Τουρκίας, όχι πολύ μακριά από τη Σμύρνη, και προσπαθούσα τότε να μιμηθώ τον τούρκο εθνικιστή ποιητή Γιαχγιάρ Κεμάλ ­ καμία σχέση με τον Γιασάρ Κεμάλ ­, έναν ποιητή των αρχών του 20ού αιώνα που είχε μιλήσει πολύ για τους κατακτητικούς πολέμους των Οθωμανών. Μετά, όταν πήγα στην Κωνσταντινούπολη εσωτερικός σε λύκειο, άρχισα να γράφω τα πρώτα μου διηγήματα, ίσως γιατί η μοναξιά του οικοτροφείου με βάρυνε πολύ, με έθλιβε, και η λογοτεχνία ήταν ένας τρόπος φυγής από αυτό το κλειστό σύμπαν. Αρχισα να δημοσιεύω τα πρώτα μου διηγήματα στα 18 μου σε λογοτεχνικά περιοδικά, και το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε στην Τουρκία όταν ήμουν 25 χρόνων. Λεγόταν «Μακρύ καλοκαίρι στην Ιστανμπούλ» (εκδόσεις Εξάντας) και περιέγραφε μια περίοδο καταστολής στην Τουρκία και τον αγώνα των νέων την περίοδο εκείνη, στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Για αυτό το βιβλίο έλαβα το 1976 το Βραβείο της Ακαδημίας της Τουρκικής Γλώσσας».


­ Δύο βιβλία σας είχαν απαγορευτεί στην Τουρκία. Για ποιον λόγο;


«Το ένα ήταν αυτό που μόλις σας είπα, το οποίο απαγορεύτηκε για προσβολή του στρατού μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980. Στο μεσοδιάστημα είχα δημοσιεύσει και άλλα βιβλία, βέβαια. Το επόμενο που απαγορεύτηκε ήταν η «Πρώτη γυναίκα» (εκδόσεις Εξάντας) για προσβολή της δημόσιας ηθικής, εξαιτίας του ερωτισμού που το διέπνεε. Τον περασμένο Μάρτιο εξέδωσα στην Τουρκία το 19ο βιβλίο μου, το οποίο επίσης ξεσήκωσε αντιδράσεις στον ισλαμικό Τύπο για προσβολή της ιστορικής μορφής του Μωάμεθ Β’ του Κατακτητή» (σ.σ.: Είναι το «Μυθιστόρημα του Κατακτητή», που μεταφράζεται και θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Εξάντας).


­ Δεκαεννέα βιβλία σε πόσα χρόνια;


«Σε 25 χρόνια. Ενα τέταρτο του αιώνα είναι πολύ. Σκέφτομαι, τώρα που γράφω το επόμενο βιβλίο μου, που θα είναι το 20ό, να σταματήσω να γράφω. Μερικές φορές, μου έρχεται αυτή η σκέψη. Θα βρω κάτι άλλο να κάνω μετά, γιατί, ξέρετε, το γράψιμο δεν είναι πηγή ευχαρίστησης. Για μένα, όχι. Δεν γράφω εύκολα. Κάθε φορά είναι μια δοκιμασία, υπάρχουν στιγμές γόνιμες και άλλες όχι, γράφω κατά περιόδους. Υπάρχουν περίοδοι στη ζωή μου που πέφτω πάνω σ’ ένα βιβλίο και δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο, και άλλες περίοδοι που ταξιδεύω, γνωρίζω κόσμο…».


­ Αυτή η δοκιμασία της γραφής αφορά το περιεχόμενο ή τον τρόπο έκφρασης;


«Δεν ξέρω πάντα. Ξεκινώ από μια ιδέα, έχω το σχέδιο ενός βιβλίου στο μυαλό μου, αλλά καθώς προχωρώ στο γράψιμο, η αρχική ιδέα αλλάζει. Το γράψιμο για μένα είναι σαν ένα άλμα στο κενό. Υπάρχουν εκπλήξεις, δεν ξέρω πού μπορεί να οδηγήσει η ιστορία που βρίσκεται σε εξέλιξη, κάθε φορά είναι μια δοκιμασία ­ γι’ αυτό χρησιμοποίησα αυτή τη λέξη. Καθώς ξεκίνησα να γράφω πολύ νέος και συνεχίζω να γράφω, το γράψιμο είναι πια ένα κομμάτι της ζωής μου, αλλά δεν είναι πάντα μεγάλη χαρά. Υπάρχουν άλλες χαρές στη ζωή, τα ταξίδια, οι ερωτικές συνευρέσεις, η ανάγνωση, αυτές είναι για μένα οι χαρές της ύπαρξης, όχι η δημιουργία».


­ Είναι μυθιστορήματα όλα αυτά τα βιβλία;


«Οχι, κυρίως γράφω διηγήματα. Εχω δημοσιεύσει πολλές συλλογές διηγημάτων, κάποια μυθιστορήματα, καθώς επίσης δοκίμια λογοτεχνικής κριτικής. Στο τελευταίο βιβλίο μου «Ο ξενιτεμένος Μουσταφά κι η ψηλόκορμη λεύκα», που μόλις κυκλοφόρησε από τον Καστανιώτη, περιλαμβάνονται είκοσι ιστορίες, χωρισμένες σε τρεις ενότητες, τις οποίες όμως διαπερνά ένα νήμα. Μπορεί να εκτυλίσσονται σε διαφορετικούς χρόνους, αλλά όσον αφορά το κύριο πρόσωπο, είτε είναι γραμμένες σε πρώτο ενικό είτε σε τρίτο ενικό, ο ήρωας είναι ο ίδιος και το θέμα είναι αυτό της μοναχικής περιπλάνησης του ήρωα, η ανάμνηση της Τουρκίας που τον ακολουθεί και, τέλος, το ερωτικό πάθος».


­ Υπάρχουν στο βιβλίο σας αναφορές στη σύγχρονη Τουρκία;


«Υπάρχουν πολλές, αλλά δεν είναι ευθείες. Στο πρώτο διήγημα της συλλογής, λόγου χάριν, έχουμε την ιστορία ενός νέου που πάει στον στρατό και, προτού γνωρίσει τη σεξουαλικότητα και τις γυναίκες, γνωρίζει την ομοφυλοφιλία. Αυτό είναι μια αναφορά στη σύγχρονη Τουρκία και, προφανώς, είναι επίσης μια αλληγορία για την περίοδο καταστολής που προηγήθηκε στην Τουρκία. Σε άλλη ιστορία, που λέγεται «Το νεκροταφείο των άγραφων βιβλίων», θίγεται το θέμα της αυτολογοκρισίας, της λογοκρισίας των βιβλίων, άλλη μία αναφορά στη σημερινή Τουρκία όπου ανεβαίνει ο ολοκληρωτισμός, γιατί το Κοράνι βρίσκεται πάντα στο υποσυνείδητο αυτού που γράφει».


­ Τι θα λέγατε για τη σύγχρονη τουρκική λογοτεχνία; Τι την χαρακτηρίζει;


«Η σύγχρονη τουρκική λογοτεχνία είναι μια λογοτεχνία πλούσια, ποικιλόμορφη, σε πλήρη άνθηση. Εχουμε μια ποίηση, κατά τη γνώμη μου ενδιαφέρουσα, που δεν είναι γνωστή στη Δύση εξαιτίας μεταφραστικών προβλημάτων. Εχουμε ποιητές, όπως ο Ναζίμ Χικμέτ βέβαια, ο οποίος είχε μια πολυκύμαντη ζωή και έγινε γνωστός περισσότερο γιατί ήταν ένας ποιητής του κομμουνιστικού κόμματος, αλλά δεν είναι αυτός ο μόνος μεγάλος τούρκος ποιητής, υπάρχουν και άλλοι. Εκτός από αυτή την πλούσια ποιητική παραγωγή, εκείνο που είναι ενδιαφέρον στη σύγχρονη τουρκική λογοτεχνία είναι ότι υπάρχουν σημαντικές γυναίκες συγγραφείς. Είχα δημοσιεύσει πριν από λίγα χρόνια στη Γαλλία, υπό την αιγίδα της Ουνέσκο, μια ανθολογία γυναικών συγγραφέων της Τουρκίας ­ 16 συγγραφείς. Το γεγονός ότι οι γυναίκες γράφουν σε ένα κράτος λαϊκό, σε μια μουσουλμανική χώρα που όμως μένει ακόμη λαϊκή ­ αναρωτιέμαι βέβαια ως πότε ­, μου φαίνεται σημαντικό. Εχουμε συγγραφείς γυναίκες, δεν είπα φεμινίστριες, αλλά γυναίκες, που είναι κατά τη γνώμη μου αντιπροσωπευτικές της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας ­ όπως η Φεριντέ Τσιτσέκογλου που εκδόθηκε στα ελληνικά από τον Καστανιώτη. Σήμερα στην Τουρκία η λογοτεχνία ανθεί, παρά τις περιόδους καταστολής που ανέφερα και πριν, γιατί είναι έντονη η απαίτηση του αναγνωστικού κοινού να ανακαλύψει νέους συγγραφείς».


­ Υπάρχει η αίσθηση ότι όλοι οι τούρκοι συγγραφείς που είναι γνωστοί εκτός Τουρκίας είναι αντικαθεστωτικοί, στρατευμένοι, εξόριστοι. Ισχύει αυτό;


«Είναι αλήθεια, αλλά δεν ισχύει τόσο σήμερα. Στην πραγματικότητα είναι λίγοι οι τούρκοι συγγραφείς που έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες. Και δεν είναι εξόριστοι. Μπορεί να είχαν ένα πρόβλημα κάποια δεδομένη στιγμή με την πολιτική εξουσία, αλλά αυτό που μετράει σήμερα είναι το έργο τους, τα βιβλία τους. Εγώ, λόγου χάριν, δεν είμαι στρατευμένος συγγραφέας. Ο Ορχάν Παμούκ επίσης δεν είναι στρατευμένος ούτε εξόριστος, ζει στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γιασάρ Κεμάλ επίσης μένει στην Τουρκία. Εγώ είμαι ο μόνος τούρκος συγγραφέας που διαμένει στο εξωτερικό, μεταξύ αυτών που είναι γνωστοί στην Ευρώπη. Αλλά πηγαίνω συχνά στην Τουρκία, αφού τα βιβλία μου εκδίδονται κατ’ αρχήν εκεί, και συνεργάζομαι τακτικά με τουρκικές εφημερίδες».


­ Θα επιστρέφατε στην Τουρκία;


«Οχι. Η Κωνσταντινούπολη, για την οποία έχω πολλές φορές μιλήσει στα βιβλία μου, είναι τώρα μια πόλη όπου πηγαίνω, αλλά δεν επιστρέφω. Οσο περνά ο χρόνος τόσο περισσότερο αισθάνομαι αποκομμένος από τις ρίζες μου. Ενα από τα θέματα που επανέρχονται στα βιβλία μου είναι το θέμα της μοναχικής περιπλάνησης. Γι’ αυτό είμαι τόσο ευαίσθητος δέκτης της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως την έχω γνωρίσει τουλάχιστον, κυρίως μέσω ποιητών όπως ο Σεφέρης, λόγου χάριν, που έχει μιλήσει πολύ για την αναχώρηση, για το ταξίδι. Το ίδιο το αρχέτυπο της ιδέας της περιπλάνησης είναι ο Οδυσσέας. Ταξιδεύω πολύ, έχοντας αφήσει την Τουρκία, κατοικώ στο Παρίσι, αλλά έχω την εντύπωση ότι δεν βρίσκομαι πουθενά. Η μόνη πατρίδα μου είναι η τουρκική γλώσσα».


­ Δεν γράφετε στα γαλλικά;


«Εχω δημοσιεύσει βιβλία γραμμένα απευθείας στα γαλλικά, αλλά είναι μόνο τα δοκίμια που αφορούν την τουρκική λογοτεχνία. Τα λογοτεχνικά βιβλία μου τα γράφω πάντα στα τουρκικά».


­ Είναι αυτοβιογραφικά τα βιβλία σας;


«Αυτό που έχει σημασία στη λογοτεχνία δεν είναι να γράφεις τη ζωή σου. Είναι να φαντάζεσαι μια ζωή για κάθε χαρακτήρα, να επινοείς μια ζωή για τον καθένα, η οποία μπορεί να έχει κάποια σχέση με τις εμπειρίες σου, αλλά εσύ προσπαθείς να βγεις από τον εαυτό σου. Αναγκαστικά, τα πρώτα βιβλία μου ήταν αυτοβιογραφικά».


­ Γιατί; Είναι πιο δύσκολο να γράφει κανείς στο τρίτο ενικό;


«Είναι πιο δύσκολο, ναι. Αλλά συγγραφέας δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτός που γράφει για τον εαυτό του, αλλά αυτός που γράφει για τους άλλους. Υπ’ αυτή την έννοια, προσπαθώ να είμαι συγγραφέας».


­ Πιστεύετε ότι η τουρκική λογοτεχνία είναι επαρκώς γνωστή στη Γαλλία και στη Δύση γενικότερα;


«Δεν είναι γνωστή όσο θα της άξιζε. Τώρα αρχίζει να γίνεται περισσότερο γνωστή, κυρίως στη Γαλλία. Υπήρξε στην αρχή μια περίοδος Ναζίμ Χικμέτ, αλλά τώρα τελείωσε, τα βιβλία του Χικμέτ δεν επανεκδίδονται πια στη Γαλλία. Επίσης είναι γνωστός ο Γιασάρ Κεμάλ καθώς κι εγώ. Ακόμη και στη Γαλλία όμως, όπου έχουν μεταφραστεί τα τελευταία χρόνια αρκετοί τούρκοι συγγραφείς ­ θα σας έλεγα ονόματα, αλλά δεν θα σας είναι γνωστά ­, δεν δίδεται συνέχεια από τους εκδότες. Εκδίδεται ένας εδώ, ένας εκεί, σαν κοκτέιλ. Δεν υπάρχει διάθεση επένδυσης εκ μέρους των γάλλων εκδοτών στην τουρκική λογοτεχνία. Εγώ μόνο, που μένω εκεί, έχω δέκα βιβλία μεταφρασμένα στα γαλλικά. Τα βιβλία μου έχουν μεταφραστεί και σε πολλές άλλες γλώσσες, αλλά όχι στα αγγλικά. Ο αγγλοσαξονικός κόσμος είναι πολύ κλειστός».


­ Αλλοι τούρκοι συγγραφείς έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά;


«Οχι ιδιαίτερα. Ο Ορχάν Παμούκ έχει ένα μόνο βιβλίο μεταφρασμένο στα αγγλικά, ο Γιασάρ Κεμάλ ίσως έχει περισσότερα. Η τουρκική λογοτεχνία είναι λιγότερο μεταφρασμένη απ’ ό,τι η ελληνική. Εκτός των τριών συγγραφέων, που είπαμε, δεν είναι γνωστοί άλλοι τούρκοι συγγραφείς στη Δύση. Είναι κρίμα, γιατί υπάρχουν πολύ περισσότεροι που αξίζουν».


* Τα βιβλία του Νεντίμ Γκιουρσέλ που κυκλοφορούν στα ελληνικά είναι: «Το μακρύ καλοκαίρι στην Ισταμπούλ» (Εξάντας), «Αγαπημένη μου Ισταμπούλ» (Εξάντας), «Πρώτη γυναίκα» (Εξάντας) και «Ο ξενιτεμένος Μουσταφά κι η ψηλόκορμη λεύκα» (Καστανιώτης).