Στην εκπνοή του 20ού αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».





«Η αλευροβιομηχανία είναι ο αρχαιότερος βιομηχανικός κλάδος της Ελλάδος και ανάγεται εις εκείνας τας βιομηχανίας αίτινες προήλθον εκ της εξελίξεως της οικοτεχνίας. Κατά την βιομηχανικήν απογραφήν του 1920 υφίσταντο εν όλω εν Ελλάδι 5.879 μικροί και μεγάλοι αλευρόμυλοι με 13.673 εργάτας και κινητήριον δύναμιν 40.664 ίππων. Εκ τούτων όμως μόνον περί τους 100 είναι κυλινδρόμυλοι εφωδιασμένοι με νεώτατας εγκαταστάσεις» έγραφε ο κ. Ξ. Ζολώτας στη μελέτη του «Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίσεως» (Εν Αθήναις, 1926).


Η οικογένεια Λούλη φημίζεται ότι παραμένει «οικογένεια μυλωνάδων» για έξι ολόκληρες γενιές, αν και εκτός από «μυλωνάδες» έβγαλε και πολιτικούς. Η καταγωγή της προέρχεται από το Fieri της Κεντρικής Αλβανίας ­ ενώ μία από τις ρίζες της έλκει την καταγωγή της από τον Ελληνισμό της Ρουμανίας ­ και είναι ίσως μία από τις λίγες οικογένειες που έχουν κατορθώσει να συγκροτήσουν το γενεαλογικό δέντρο τους στη διάρκεια των τριών τελευταίων αιώνων.


* Στα Ιωάννινα και στον Βόλο


Τα Ιωάννινα ήταν ο επόμενος σταθμός. Εκεί δημιούργησε όχι μόνο μύλο αλλά και τη μεγαλύτερη τράπεζα της περιοχής. Το 1912 η περιουσία των Λούληδων καταστράφηκε και ένα από τα εννέα αγόρια της οικογένειας, ο Κώστας, βρέθηκε εξόριστος στη Σκόπελο. Από τότε ο Βόλος, που λόγω του λιμανιού του απετέλεσε μία από τις «μήτρες» της νεοελληνικής οικονομικής ανάπτυξης, συνδέθηκε με την επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειας. Σύντομα βρέθηκαν εκεί και άλλα τρία από τα αδέλφια.


Ετσι οι αδελφοί Χρήστος, Κωνσταντίνος, Νίκος και Γιώργος Λούλης αντιλαμβάνονται ότι για να εξελιχθούν στον κλάδο της αλευροβιομηχανίας έπρεπε να εγκατασταθούν σε μια περιοχή που να βρίσκεται στο κέντρο της Ελλάδας, κοντά στις σιτοπαραγωγικές περιοχές και να διαθέτει και λιμάνι. Η περιοχή του Βόλου λοιπόν ήταν ιδανική επιλογή. Το 1914 κάνουν το πρώτο βήμα τους: αγοράζουν μερίδιο στον Μύλο Ι. Ξύδης – Ν. Χατζηνίκος και το 1917 ο μύλος περνάει στην κυριότητα των αδελφών Λούλη. Σύντομα μάλιστα εξελίσσεται στον μεγαλύτερο μύλο της περιοχής.


Μία ίσως άγνωστη πτυχή της επιχειρηματικής δραστηριότητας της οικογένειας αποτελεί το γεγονός ότι από το 1914 ως και το 1928 κατείχε το 25% των Μύλων Αλλατίνη στη Θεσσαλονίκη. Η συνεργασία αυτή ήταν αποτέλεσμα των καλών σχέσεων με την οικογένεια Γ. Πανούτσου (παππού του σημερινού πολιτικού κ. Στ. Μάνου). Και όταν πλέον οι Λούληδες έγιναν «μυλωνάδες» στον Βόλο, η οικογένεια Πανούτσου κατείχε και αυτή ως το 1928 το αντίστοιχο 25% του μύλου. Σε αυτό το διάστημα ο Γ. Λούλης ήταν διευθυντής των Μύλων Αλλατίνη και διετέλεσε παράλληλα πρώτος πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδος.


Το 1926 ήταν μία πολύ κακή χρονιά για την οικογένεια Λούλη. Ο κυλινδρόμυλος του Βόλου καταστράφηκε από πυρκαϊά. Ωστόσο λίγους μήνες αργότερα κατορθώνουν και κτίζουν καινούργιο μύλο. Λόγω όμως των συγκυριακών δυσκολιών που περνάει η οικογένεια, το 1928 αποχωρεί από τους Μύλους Αλλατίνη, ενώ το ίδιο διάστημα τίθεται σε λειτουργία ο νέος μύλος του Βόλου, με ελβετική τεχνολογία και δυναμικότητα 100 τόνων ανά 24ωρο.


Στο διάστημα του Μεσοπολέμου η οικογένεια Λούλη δεν αναδείχθηκε μόνο επιχειρηματικά αλλά και πολιτικά. Οι Γιώργος και Αλκιβιάδης Λούλης θήτευσαν κατ’ επανάληψη στη Βουλή, ενώ είναι χαρακτηριστικές του επιπέδου της πολιτικής τους παρουσίας οι στενές σχέσεις που είχαν τόσο με τον Ελ. Βενιζέλο όσο και με τον Γ. Παπανδρέου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Γ. Λούλης διαδέχθηκε τον Γ. Καρτάλη όταν ο δεύτερος πέθανε και αναδείχθηκε σε τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις της δεκαετίας του 1960 βουλευτής Μαγνησίας. Ωστόσο από τις παραδοσιακές αρχές της οικογένειας δύο είναι αξιοσημείωτες και ίσως να ακούγονται παράδοξες: η πρώτη «να μην εισέρχονται κορίτσια στην επιχείρηση» και η δεύτερη «όποιος ασχολείται με την πολιτική να αποχωρεί τύποις και ουσία από την επιχείρηση». Φαίνεται ότι σε ολόκληρη την επιχειρηματική ιστορία της η οικογένεια τις τήρησε με συνέπεια.


Το ίδιο διάστημα ο Χρ. Λούλης εκλέγεται πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Βόλου και πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Αλευροβιομηχάνων. Εν τω μεταξύ από το 1936 τη διοίκηση του μύλου αναλαμβάνει ο Κ. Λούλης.


Στη δεκαετία του 1940, στην πρώτη ακόμη περίοδο του πολέμου, η οικογένεια για να λειτουργήσει τον μύλο και να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της αναγκάζεται να εκποιήσει πολλά από τα περιουσιακά στοιχεία που διέθετε. Και όταν το μέτωπο έπεσε, οι ιδιοκτήτες της εταιρείας αναγκάζονται να αναστείλουν τη λειτουργία του μύλου, αφού πρώτα άλεσαν ό,τι απόθεμα σίτου υπήρχε και το μοιράστηκαν με το προσωπικό. Και στη διάρκεια της κατοχής η επιχείρηση επιτάθηκε και εργάστηκε για τον Ερυθρό Σταυρό.


* Περιπέτεια στην εξορία


Στο διάστημα της κατοχής αλλά και μετά την απελευθέρωση ο Αλκιβιάδης Λούλης έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα, αφού διετέλεσε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ, πρόεδρος της Εθνικής Αλληλεγγύης, καθώς και γενικός διοικητής Ηπείρου. Στη συνέχεια βρέθηκε σε διάφορους τόπους εξορίας.


Ωστόσο η επιχείρηση το 1945 επαναλειτούργησε και στις 24 Οκτωβρίου 1951 εισάγεται στο Χρηματιστήριο. Το ίδιο διάστημα η οικογένεια πουλάει ιδιόκτητο νησί, την Ψαθούρα, για να χρηματοδοτήσει την ανανέωση του εξοπλισμού της και το 1952 η εταιρεία κατασκευάζει τον πρώτο σιμιγδαλόμυλο στην Ελλάδα, προκαλώντας επανάσταση στον κλάδο της μακαρονοποιίας. Το 1954 ο Κ. Λούλης αποχωρεί και αναλαμβάνει ο νεότερος των εννέα αδελφών, ο Γεώργιος Λούλης, που διατηρείται στο τιμόνι της εταιρείας ως και το 1961, όταν εκλέγεται πρώτος βουλευτής Μαγνησίας της Ενωσης Κέντρου ­ πέθανε εκτοπισμένος το 1971 στη Σίφνο.


Στη διοίκηση λοιπόν της εταιρείας την προεδρία αναλαμβάνει ο Νικόλαος Κωνσταντίνου Λούλης. Η εταιρεία επεκτείνεται στην αγορά της Αττικής, όπου το 1969 δημιουργεί το πρώτο υποκατάστημά της, καθώς και στην αγορά της Ανατολικής Στερεάς και της Εύβοιας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο μύλος αποκτά νέο μηχανολογικό εξοπλισμό και το 1975, όταν ο Ν. Λούλης αποβιώνει, τη θέση του γενικού διευθυντή αναλαμβάνει ο 19χρονος κ. Κ. Λούλης. Τρία χρόνια αργότερα είναι έτοιμος ο νέος μύλος στη βιομηχανική περιοχή του Βόλου, δυναμικότητας 180 τόνων ανά 24ωρο. Ως και το 1985 οι επενδύσεις είναι συνεχείς έτσι ώστε η δυναμικότητα του εργοστασίου να φθάσει στους 700 τόνους ανά 24ωρο.


* Η δεκαετία της ανάπτυξης


Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 αρχίζει την εξαγωγική δραστηριότητά του στην Κίνα, στην Αίγυπτο, στη Συρία, στη Σοβιετική Ενωση, στο Ιράκ, στην Υεμένη, στην Αλγερία και στο Βιετνάμ. Το 1987 ο κ. Κ. Λούλης γίνεται απόλυτος κυρίαρχος της εταιρείας συγκεντρώνοντας το 99,9% των μετοχών και μετά από έναν χρόνο οι συνολικές αλέσεις σίτου την αναδεικνύουν σε δεύτερη εταιρεία του κλάδου της αλευροβιομηχανίας από δωδέκατη που ήταν πριν από 10 χρόνια.


Από εκεί και ύστερα η εταιρεία αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς. Αφού αυξάνει το μετοχικό κεφάλαιό της κατά 2,6 δισ. δρχ. το 1990, αγοράζει ακίνητο για την κατασκευή νέου μύλου στην περιοχή Σούρπης του Νομού Μαγνησίας. Επεκτείνεται στην περιοχή της Βορείου Ελλάδος και το 1995 εξαγοράζει τον μύλο Σιμιτζή στην Καβάλα. Εναν χρόνο αργότερα δημιουργεί στην Αλβανία την Albanian Flour Mills και πριν από λίγες εβδομάδες εγκαινίασε το νέο εργοστάσιο στην περιοχή των Τιράνων.


Η σημαντικότερη όμως επιχειρηματική κίνηση σε ολόκληρη ίσως την ιστορική διαδρομή της επιχείρησης ήταν, την περασμένη άνοιξη, η εξαγορά του 52% των Μύλων Αγίου Γεωργίου, της μεγαλύτερης αλευροβιομηχανίας της ελληνικής αγοράς, που ως τότε ανήκε στην οικογένεια Συμεώνογλου. Πέρα όμως από το γεγονός ότι με την εξαγορά των Μύλων Αγίου Γεωργίου ΑΕ ο κ. Κ. Λούλης κυριάρχησε στην εσωτερική αγορά, απέκτησε επίσης ισχυρότατη παρουσία και στη ρουμανική αγορά. Ετσι η εταιρεία Κυλινδρόμυλοι Λούλης ΑΕ ελέγχει σήμερα το 35% της εγχώριας αγοράς, προβλέπει πωλήσεις ύψους 50 δισ. δρχ. στη διάρκεια του 1999 και κέρδη 1,7 δισ. δρχ., ενώ σχεδιάζει αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της κατά 14,2 δισ. δρχ.


Μία από τις ιστορικότερες επιχειρήσεις στον κλάδο της αλευροβιομηχανίας σύντομα θα καταγράψει τον τρίτο αιώνα στην «ηλικία» της αποτελώντας ταυτόχρονα τεκμήριο της ελληνικής οικονομικής ιστορίας…