Η κασέτα ­ μοναδικό ντοκουμέντο ­ τρέχει κι εγώ δεν μπορώ να σταματήσω να θυμάμαι.


Καλοκαίρι του 1985 και η Αθήνα λάμπει σαν πρώτη πολιτιστική πρωτεύουσα. Η Αθήνα της Μελίνας και η Ρωμαϊκή Αγορά του Κόσμου. Μαγική η βραδιά και η στιγμή μεγάλη για μένα, να βρεθώ στη σκηνή με τη Φλέρυ Νταντωνάκη.


Ελευθερία τ’ όνομά της, ελεύθερη η ψυχή της τώρα πια και εμείς, που είχαμε την τύχη να νιώσουμε τ’ άγγιγμα της φωνής της και εκείνη τη βραδιά, εδώ, φυλακισμένοι στην αθλιότητα που ζούμε καθημερινά.


Ο κόσμος εκείνο το βράδυ ήταν κρεμασμένος από παντού. Χιλιάδες άνθρωποι, χιλιάδες πρόσωπα, γεμάτα αναμονή. Αυτός ο κόσμος ήξερε και περίμενε υπομονετικά. Αυτός ο κόσμος που ξέρει να διακρίνει.


Η φωτογραφία πάνω στο γραφείο μου μού θυμίζει πόσο κοριτσάκι ένιωθε εκείνο το βράδυ. Το ίδιο και η αίσθηση του χεριού της που κρατούσα στο χέρι μου, οδηγώντας την πάνω στη σκηνή της Ρωμαϊκής Αγοράς σα να την πήγαινα στον γάμο της. Ζούσε γι’ αυτό το χειροκρότημα που μας αγκάλιασε. Ζούσε γι’ αυτό σαν κάθε τραγουδίστρια, σαν κάθε καλλιτέχνης, και έτρεμε. Τα μέτρα όμως αυτής της φορεσιάς, του τραγουδιστή της ματαιοδοξίας και του ανεγκέφαλου ανταγωνισμού, δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτή και μ’ αυτό που έφερε στην ψυχή της και στη φωνή της.


Η Φλέρυ Νταντωνάκη ήταν ένας άγγελος ­ όπως έλεγε για τους τραγουδιστές ­ που τυχαία έπεσε σ’ αυτή τη διάσταση. Η φωνή της κι αυτό που υπήρχε πίσω από τη φωνή της ήταν ένας ιδανικός τρόπος για να διακρίνει κάποιος ­ που έχει φυσικά τη δυνατότητα ­ την ένωση με το θείο.


Οι «πρόβες» που κάναμε στο σπίτι μου γι’ αυτή τη συναυλία ήταν ό,τι πιο πολύτιμο έχω να θυμάμαι. Μιλούσαμε ατέλειωτες ώρες. Μου ‘λεγε σε τι μεγάλη δοκιμασία έμπαινε κάθε φορά που τραγουδούσε, πώς αισθανόταν τον λόγο να ανεβαίνει και πώς χανόταν στην ομορφιά αυτής της γλώσσας. Μου ‘λεγε πόσο ελευθερωμένη αισθανόταν μέσα από τους ήχους της μουσικής και πώς θα ήθελε η σκηνή να ήταν το σαλόνι του σπιτιού της που θα δεχόταν τους φίλους της. Το σκηνικό των ονείρων της. Κι ανάμεσα απ’ αυτές τις κουβέντες τραγουδούσαμε και στήναμε το πρόγραμμα που όπως ήταν φυσικό δεν έγινε ποτέ έτσι. Οταν τελικά τραγουδήσαμε εκείνο το βράδυ ήταν σα να συναντιόμασταν εκείνη τη στιγμή. Ολα ήταν μαγικά όσο και απρόβλεπτα. Και να σας πω και κάτι. Το γεγονός ότι καταφέραμε να τη φέρουμε πίσω και να μας κάνει όλους τόσο ευτυχισμένους είναι ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία της ζωής μου.


«Αυτό είναι το πρώτο μου κοντσέρτο εν Ελλάδι μετά από 13 χρόνια απουσίας μου και θα ακολουθήσουν κι άλλα πολλά» είπε.


Οχι. Ηταν η τελευταία φορά που την είδαμε. Μετά ξαναγύρισε στο προσωπικό της ταξίδι και τώρα έφυγε, ησύχασε κοντά στον άνθρωπο που αγάπησε όσο τίποτ’ άλλο. Τον Μάνο Χατζιδάκι.


Και εμείς;


Το μόνο που μας μένει να κάνουμε, να μεταφέρουμε το φως της και να τη θυμόμαστε κοιτώντας τη Ζωή. Τη Ζωή της, ίδια φιγούρα με τη μάνα της όταν την πρωτοείδαμε, πανέμορφη ιέρεια του Μεγάλου Ερωτικού.