Σ
τις αρχές της δεκαετίας του 1920 η Εκκλησία της Ελλάδος θα αντιμετωπίσει για πρώτη φορά την Ουνία μέσα στο σπίτι της. Οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες που είχαν χάσει τα αδέλφια τους και τις περιουσίες τους θα αποτελέσουν στόχο για τους ουνίτες. Παρά το γεγονός όμως ότι προσέφεραν τρόφιμα στους πρόσφυγες, δεν θα μπορέσουν τελικά να τους πείσουν να μνημονεύουν τον Πάπα και να δεχθούν το δικό τους σύμβολο πίστεως.


Το Βατικανό κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου θα προσπαθήσει να ρίξει γέφυρες προς την Εκκλησία της Ελλάδος. Τα επιχειρήματα που προβάλλονται στην προσπάθεια προσέγγισης ήταν: η επέκταση του κομμουνισμού και οι διεκδικήσεις των Σλάβων στη Βόρεια Ελλάδα. Η απάντηση όμως του τότε Μητροπολίτη Ζακύνθου θα είναι καταλυτική. Βρισκόμαστε, θα πει, εν μέσω των συμπληγάδων του Παπισμού και του κομμουνισμού.


* Η επίθεση στον Πατριάρχη


Η απόφαση του Αθηναγόρα να συναντηθεί με τον Πάπα συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Β’ (Χατζησταύρου). Τα όσα έγραφε τότε ο Αρχιεπίσκοπος είναι ενδεικτικά της αντίληψης που επικρατούσε στην Εκκλησία: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος δεν έλαβαν αρνητικήν θέσιν, ως υπούλως διετυμπανίσθη υπό των κακοπίστων λατινοφρόνων, εις το θέμα της μελέτης προς προσέγγισιν των Εκκλησιών Δύσεως και Ανατολής. Αλλά προ πάσης περί τούτου συζητήσεως, την άτεγκτον τήρησιν της ad hoc κανονικής, ήτοι την λήψιν δεούσης αποφάσεως εν Πανορθοδόξω Συνόδω Επισκόπων, και ουχί την έναρξιν πορείας διά πελωρίων βημάτων, ασπασμών και άλλων φαιδρών εκδηλώσεων προς την Αιωνίαν Πόλιν, καθ’ ην στιγμήν ο αφορισμός του Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου και πάσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας κείται ακόμη επί της Αγίας Τραπέζης του Ι. Ναού τής του Θεού Σοφίας, αφ’ ης αυτόθι ετοποθετήθη υπό του αζυμίτου καρδιναλίου Αρχιεπισκόπου της Silva Candida Ουβέρτου κατά την ώραν της Θ. Λατρείας της 16ης Ιουλίου 1054, παρουσία μάλιστα του Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου, ουδέποτε, έκτοτε έως τη σήμερον κανονικώς αρθείς υπό της Εκκλησίας Ρώμης».


Λίγα χρόνια αργότερα, οι κυβερνήσεις της Ευρώπης δέχονται συνεχείς πιέσεις από παράγοντες των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ να στηρίξουν την προσπάθεια για την Ενωση των Εκκλησιών, αφού θεωρούν ότι μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί η Σοβιετική Ενωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.


Οι απόψεις του Χρυσόστομου Χατζησταύρου, του Αρχιεπισκόπου που «επιτέθηκε» στον Πατριάρχη Αθηναγόρα και κυρίως στην απόφαση του Πατριάρχη να συναντηθεί με τον Πάπα Παύλο Στ’ είναι αντίθετη σε κάθε είδους προσέγγιση με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.


Από το 1960 ο Χρυσόστομος Χατζησταύρου, όπως λένε άνθρωποι που τον έζησαν, γνώρισε από κοντά τη σύμπραξη του Βατικανού με τους Κομιτατζήδες στον Μακεδονικό Αγώνα, τη βοήθεια που προσέφερε το Βατικανό στον Κεμάλ Ατατούρκ και τη δράση της Ουνίας.


Χαρακτηριστικές των απόψεών του είναι οι θέσεις που εξέφρασε στις 23 Ιουνίου του 1966 σε συζήτηση που διεξήχθη για τις σχέσεις Οικουμενικού Πατριαρχείου – Βατικανού στον αντιπρόεδρο της τότε κυβέρνησης Γ. Αθανασιάδη – Νόβα και στον υπουργό Παιδείας Στ. Αλαμανή (Γ. Καραγιάννη: «Εκκλησία και Κράτος», σελ. 154).


Στ. Αλαμανής: Το δεύτερον ζήτημα, επί του οποίου εφιστώ την προσοχή σας, είναι η διαφωνία σας προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχη. Και επ’ αυτού δε του ζητήματος είναι μεγίστη η προσωπική σας ευθύνη. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι η κεφαλή της Ορθοδοξίας ολοκλήρου. Η κυβέρνησις δε βαρέως φέρει την αντίθεσιν της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και το Πατριαρχείον, διότι η αντίθεσις αυτή ενθαρρύνει τας Σλαυικάς Εκκλησίας εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δεν πρέπει να δίδεται η αφορμή αύτη από την Εκκλησία της Ελλάδος.


Χρυσόστομος: Οχι. Δεν είμεθα διατεθειμένοι να εγκαταλείψωμεν την Ορθοδοξίαν μας, η οποία είναι απ’ αιώνων συνυφασμένη με την Ιστορίαν του Εθνους. Είμεθα πρόθυμοι να υποστώμεν και θυσίαν χάριν της ορθοδόξου πίστεώς μας. Εις το Βιετνάμ θυσιάζονται εις την πυράν Βουδισταί μοναχοί χάριν της πίστεώς των…


Γ. Αθανασιάδης – Νόβας: Μη δίδωμεν όπλα και αφορμάς εις τους Σλαύους διά τα ζητήματα αυτά, διότι αυτοί εποφθαλμιούν το Πατριαρχείον και ημάς ως Εθνος. Σήμερον μάλιστα, πολύ περισσότερον από άλλοτε, κινδυνεύομεν εξ αυτών και ως Εθνος και ως άτομα.


* Η εποχή του Σεραφείμ


Στα 25 χρόνια Αρχιεπισκοπίας Σεραφείμ κάθε προσέγγιση για τον διάλογο με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θεωρείτο τολμηρή, όσοι δε ήταν υπέρ της προσέγγισης αντιμετωπίζονταν με σκεπτικισμό.


Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 η κυβέρνηση Καραμανλή επιθυμούσε την έναρξη διπλωματικών σχέσεων με το Βατικανό. Η αντίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν έντονη. Η πίεση όμως των ευρωπαϊκών κρατών, υπό το βάρος μάλιστα του στόχου που είχε θέσει η ελληνική κυβέρνηση για την ένταξη της χώρας στην Κοινότητα, ήταν οι λόγοι για τους οποίους μπόρεσε τελικά το Βατικανό να αποκτήσει πρεσβεία στην Αθήνα. Ενδεικτική είναι η ανακοίνωση των μελών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου που συνήλθε εκτάκτως για να τοποθετηθεί στο θέμα. Σύμφωνα με εκείνη την ανακοίνωση, η ΔΙΣ διά το τετελεσμένον γεγονός της ανταλλαγής πρεσβευτών μεταξύ του Ελληνικού Κράτους και του Βατικανού, η Ιερά Σύνοδος εκφράζει την βαθυτάτην ανησυχίαν αυτής διά τας συνεπείας αυτής της πολιτικής πράξεως, διαδηλοί την απόφασίν της να διασφαλίση και πάλιν τας πνευματικάς δικαιοδοσίας της επί του Ελληνικού Λαού, επιρρίπτει την ευθύνην εις τους ώμους της Ελληνικής Πολιτείας δι’ όσα τυχόν θα επακολουθήσουν, μη παραλείπουσα να ομολογήση ότι «η αναγνώρισις της Παπικής Εκκλησίας ως κράτους με κοσμικήν επί γης εξουσίαν είναι θεολογικώς και εκκλησιολογικώς απαράδεκτος». Ανάλογες ήταν και οι απόψεις που εξέφρασαν τότε η Θεολογική Σχολή της Αθήνας αλλά και οι Μοναχοί του Αγίου Ορους


Την ίδια περίοδο τίθεται για πρώτη φορά το ενδεχόμενο επίσκεψης Ποντίφικα στην Αθήνα. Η απάντηση της Εκκλησίας είναι άμεση: «Καλέστε τον ως αρχηγό κράτους. Ως αρχηγός Εκκλησίας δεν είναι επιθυμητός».


Στις αρχές του ’90 οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος και του Βατικανού εισέρχονται σε νέα περίοδο έντασης. Στις 25 Δεκεμβρίου 1991 ο Πάπας μετά την ανάγνωση του μηνύματός του στην ιταλική γλώσσα ευχήθηκε «Καλά Χριστούγεννα» κάνοντας χρήση μιας έκφρασης του σλαυομακεδονικού γλωσσικού ιδιώματος. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ αντέδρασε έντονα, γιατί με αυτόν τον τρόπο θεωρούσε ότι ο Πάπας ανεγνώριζε τη Σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων.


* Η αλλαγή του Χριστόδουλου


Ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Χριστόδουλος δείχνει να επιθυμεί την αλλαγή αυτού του status. Οι παγιωμένες απόψεις όμως που υπάρχουν στην Ιεραρχία δείχνουν αδύνατον να υπερπηδηθούν.


Με μία κίνησή του άλλωστε ο κ. Χριστόδουλος έδειξε ότι αντιμετωπίζει το θέμα διαφορετικά από τον μακαριστό Σεραφείμ. Η αποστολή μηνύματος του κ. Χριστόδουλου στο Συνέδριο που διοργάνωσαν από κοινού το τμήμα Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ και το Ateneum Antonianum της Ρώμης για τον διάλογο των δύο Εκκλησιών στη Βέροια έδειξε τη διαφορετική του άποψη. Ο μακαριστός Σεραφείμ, παρά το γεγονός ότι το Συνέδριο διεξάγεται τα τελευταία χρόνια, ουδέποτε έστειλε μήνυμα ή εκπρόσωπο.


Οι σταθμοί και τα «αγκάθια»



Τον Ιούνιο του 2000 τα μέλη των επιτροπών της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας αναμένεται να συναντηθούν στη Βαλτιμόρη σε μια προσπάθεια να τοποθετηθούν και να επιλύσουν ένα εξαιρετικά δύσκολο θέμα: τις κανονικές και εκκλησιολογικές επιπτώσεις της Ουνίας.


Πρόκειται για ένα θέμα η αδυναμία επίλυσης του οποίου προκαλεί ισχυρούς κραδασμούς στην προσπάθεια συνέχισης του διαλόγου που ξεκίνησε το 1980 στην Πάτμο. Στην πρώτη εκείνη ιστορική συνεδρίαση (από 29 Μαΐου ως 4 Ιουνίου) συμμετείχαν 28 αντιπρόσωποι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και 28 αντιπρόσωποι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και εκπροσωπήθηκαν όλα τα πατριαρχεία και οι αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Σκοπός της έναρξης του διαλόγου ήταν «η αποκατάστασις πλήρους κοινωνίας μεταξύ των δύο Εκκλησιών».


Στον διάλογο, σύμφωνα όσα αποφασίστηκαν το 1980, κύρια θέματα των συζητήσεων αποτελούν τα σημεία που ενώνουν τις δύο Εκκλησίες («από τα ενούντα την Ορθόδοξον και τη Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν στοιχεία»).


Από τότε πέρασαν 19 ολόκληρα χρόνια και ενώ οι αντιπρόσωποι των δύο Εκκλησιών ήταν έτοιμοι να αρχίσουν τη συζήτηση ενός θέματος που αποτέλεσε και αποτελεί ζήτημα μείζονος σημασίας για την Ορθόδοξη Εκκλησία, το πρωτείο του Πάπα, ανέκυψε ένα σημαντικό πρόβλημα: η Ουνία.


Η Ουνία αποτελεί αυτή τη στιγμή το μεγάλο αγκάθι στη συνέχιση του διαλόγου μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών. Αν και ως το 1990 η Ουνία δεν συγκαταλεγόταν στα άμεσα προς συζήτησιν θέματα του επίσημου διαλόγου, το ζήτημα προέκυψε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και την πτώση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης.


Οι ουνίτες αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα κινήματα που δημιούργησε το Βατικανό. Κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση ουσιαστικά μερικά χρόνια μετά το τέλος και της τελευταίας σταυροφορίας, σε μια σαφή προσπάθεια προσηλυτισμού των ορθοδόξων στον ρωμαιοκαθολικισμό. Οι ουνίτες φορούν τα ίδια ακριβώς άμφια με τους ορθοδόξους, οι ναοί τους είναι ακριβώς ίδιου ρυθμού και τεχνοτροπίας με τους ορθοδόξους, όπως ίδιο είναι και το τελετουργικό που χρησιμοποιούν. Υπάρχουν όμως δύο σημαντικές διαφορές μεταξύ ορθοδόξων και ουνιτών: Οι ουνίτες μνημονεύουν αφενός τον Πάπα, αφετέρου στο Σύμβολο της Πίστεως, ακριβώς όπως οι καθολικοί, χρησιμοποιούν το ex Patre Filioque procedit. Ενώ όμως ο Πατριάρχης των ουνιτών εκλέγεται από τη σύνοδο των επισκόπων του Πατριαρχείου του, είναι υποχρεωμένος να ζητά εκκλησιαστική «κοινωνία» από τον Επίσκοπο Ρώμης.


Ετσι οι ουνίτες επί αιώνες προσηλύτιζαν ορθοδόξους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να διακρίνουν τις δογματικές διαφορές, αφού όλο το τυπικό της Εκκλησίας και η εμφάνιση των κληρικών είναι ίδια με της Ορθοδόξου Εκκλησίας.


Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ’90 εκατοντάδες νέοι μοναχοί άρχισαν να ενισχύουν το ουνιτικό κίνημα που επί δεκαετίες είχε καταφέρει να δημιουργήσει συμπαγείς ομάδες, κοινότητες και ενορίες σε διάφορες περιοχές των ανατολικών κρατών. Τα κονδύλια που διαθέτει το Βατικανό για τον σκοπό αυτό φαίνεται να είναι εκατοντάδες.


Η αντίδραση των ορθοδόξων Εκκλησιών ήταν άμεση και σφοδρή.


Παρά το γεγονός ότι τον Ιούνιο του 1990 στο Freising της Βαυαρίας η Ουνία καταδικάστηκε, κατά τη διάρκεια του επίσημου διαλόγου των δύο επιτροπών, οι αποφάσεις ουδέποτε εφαρμόστηκαν. Σύμφωνα με τα όσα συμφωνήθηκαν τότε: «Στη χρησιμοποίησι της Ουνίας δεν ελήφθη υπ’ όψιν (από το Βατικανό) ότι, κατά την Εκκλησιολογία, η Ορθόδοξη Εκκλησία προσφέρει η ίδια τα μέσα της σωτηρίας και της Χάριτος. Με την έννοια αυτή και συμφώνως προς το έγγραφο που καταρτίσθηκε, απορρίπτομε τον θεσμό της Ουνίας ως μέθοδο αναζητήσεως της ενότητος, διότι είναι αντίθετος προς την κοινή παράδοσι των Εκκλησιών μας». Σε άλλο σημείο του κειμένου επισημαίνεται: «Η κατάσταση που δημιούργησε (σ.σ.: εννοείται η Ουνία) υπήρξε αιτία συγκρούσεων και οδυνών, που σημάδεψαν βαθιά τη συλλογική μνήμη και τη συλλογική συνείδηση των δύο Εκκλησιών».


Οι αποφάσεις αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο έντονης κριτικής στο εσωτερικό του Βατικανού.


Στις 30 Νοεμβρίου του 1991 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος απευθυνόμενος σε εκπρόσωπο του Βατικανού ­ που επισκεπτόταν το Φανάρι με αφορμή τη θρονική εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου ­ εμμέσως πλην σαφώς απείλησε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με άμεση διακοπή του διαλόγου.


«Το επί δεκαετίαν επιτελεσθέν όντως ιστορικόν διά τα καθ’ όλα διαχριστιανικά πράγματα έργον του θεολογικού ημών διαλόγου κινδυνεύει ατυχώς όχι μόνον να ανασταλή ­ επ’ αόριστον και με αγνώστους προοπτικάς ­ αλλά ίσως και να ματαιωθή εξ ολοκλήρου, ως μη ώφειλε, λόγω της δημιουργηθείσης υπό των ουνιτών εις την Ανατολικήν και Κεντρώαν Ευρώπην απαραδέκτου καταστάσεως, εις τας σχέσεις αυτών προς τας τοπικάς ορθοδόξους Εκκλησίας, αίτινες αποτελούν το αρχαιοπαράδοτον κυρίαρχον χριστιανικόν δόγμα, ενώ θα έπρεπε να επιδειχθή μεγαλύτερος σεβασμός και αδελφική εμπιστοσύνη» τόνισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης.


Το θέμα της Ουνίας επανήλθε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στη Γενική Συνέλευση της μεικτής Διεθνούς Επιτροπής για τον Θεολογικό Διάλογο μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Balamond του Λιβάνου) τον Ιούνιο του 1993. Από τη συνέλευση απουσίαζε μεταξύ άλλων και η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία εκφράζει τις αντιρρήσεις της για το κείμενο που υπεγράφη στον Λίβανο. Ενώ από το 1984 δεν συμμετέχει στον διάλογο και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.


Ετσι ο διάλογος που ξεκίνησε το 1980 αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στη συνέχισή του εξαιτίας του θέματος της Ουνίας.


Αυτός άλλωστε είναι ένας από τους λόγους που και η ελληνική Εκκλησία επιδεικνύει επιφυλακτική στάση έναντι του Βατικανού. Είναι ο ένας από τους λόγους που επικαλέστηκε και ο Πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος όταν ο Πάπας εξέφρασε την επιθυμία (τρεις φορές) να επισκεφθεί την πρωτεύουσα της Ρωσίας.


Ολες οι ορθόδοξες Εκκλησίες συμμετέχουν με εκπροσώπους τους στον διάλογο με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, φέρουν όμως το βάρος μιας κληρονομιάς που ξεκινάει με το Σχίσμα, συνεχίζεται με τις σταυροφορίες, τις προσπάθειες προσηλυτισμού, τη στάση του Βατικανού στη Μικρασιατική Καταστροφή και φθάνει στην Ουνία αλλά και στα όσα συντελέστηκαν προσφάτως στα Βαλκάνια. Κυρίως για τις ελληνόφωνες Εκκλησίες όλα αυτά τα ιστορικά δεδομένα θεωρούνται μείζονος σημασίας.


Το χρονικό του Σχίσματος



Σάββατο 16 Ιουλίου 1054. Μια βούλα κατατίθεται στην Αγία Τράπεζα του Ναού της του Θεού Αγίας Σοφίας. Περιέχει τον αφορισμό του Μιχαήλ Κηρουλάριου του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Κατατίθεται από τρεις παπικούς απεσταλμένους υπό την ηγεσία του καρδιναλίου Ουβέρτου, παρά το γεγονός ότι ο Πάπας Λέων έχει πεθάνει στις 13 Απριλίου. Ενώπιον του αυτοκράτορα και του λαού που εκκλησιαζόταν οι τρεις εκπρόσωποι αφήνουν στην Αγία Τράπεζα το κείμενο του αφορισμού και αναθεματίζουν τον Πατριάρχη. Οι κατηγορίες που απευθύνουν στους ποιμένες του Πατριαρχείου είναι για σιμωνία (ότι δηλαδή ελάμβαναν χρήματα για να εκλέξουν Επισκόπους) αλλά και διότι «χειροτονούσιν ευνούχους, αναβαπτίζουσι τους λατίνους, θεωρούσιν έγκυρα μυστήρια μόνον τα ιδικά των, επιτρέπουσι γάμον εις κληρικούς, απέκοψαν το Filioque εκ του συμβόλου της Πίστεως, παν εν ζυμώσει θεωρούσιν έμψυχον, δεν βαφτίζουσι τα θνήσκοντα νήπια προ του καθαρμού της ογδόης ημέρας, δεν δίδουσι το βάπτισμα και την Θείαν Ευχαριστίαν εις κινδυνευούσας γυναίκας εν εμμήνω ή τοκετώ, τρέφουσι κόμην και γένεια και δεν δέχονται εις κοινωνίαν τους ταναντία πράττοντας κληρικούς. Ο Μιχαήλ ο Κηρουλάριος, νουθετηθείς υπό του Πάπα, εδείχθη αδιόρθωτος, ύβρισε τους λατίνους ως αζυμίτας, παντού λόγω και έργω κατεδίωξεν αυτούς εν τοις υιοίς αυτού ανεθεμάτισε την αποστολικήν έδραν», αναφέρει το σκεπτικό του αφορισμού έτσι όπως καταγράφεται στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του Βασίλειου Στεφανίδη.


Η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης δεν έμεινε άπραγη μπροστά σε αυτή την κατάσταση. Και ενώ, όπως παρατηρούν σήμερα οι ιστορικοί, ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος θα μπορούσε να επικαλεστεί την αντικανονικότητα του κειμένου και των τριών εκπροσώπων της Ρώμης, αφού ο Πάπας είχε πεθάνει προτού προκύψει το θέμα, αντιθέτως προέβη σε ενέργειες που όξυναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση.


Είκοσι τέσσερις ώρες μετά την κατάθεση του κειμένου στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας ο Πατριάρχης συγκαλεί τη Σύνοδο με απόφαση της οποίας αναθεματίζεται το έγγραφο της Ρώμης. Ολα τα αντίγραφα του επίμαχου κειμένου θα ριχτούν στην πυρά. Θα διασωθεί μόνο ένα, το οποίο θα κρατηθεί καλά φυλαγμένο στο αρχείο του Πατριαρχείου. Με τις αποφάσεις του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως θα συνταχθούν και οι υπόλοιποι Πατριάρχες της Ανατολής: Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.


Ετσι ξεκίνησε το σχίσμα των Εκκλησιών, οι βάσεις του οποίου τέθηκαν από τις αρχές του 8ου αιώνα και είχαν άμεσες πολιτικές, κοινωνικές και θεολογικές παραμέτρους, ενώ οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην Ευρώπη και οι προσωπικές φιλοδοξίες έπαιξαν καταλυτικό ρόλο σε ένα γεγονός που ταλάνισε και ταλανίζει τους χριστιανούς.


* Οι προσπάθειες επανένωσης


Οι προσπάθειες επανένωσης ήταν πολλές και επίπονες, κατεβλήθησαν δε κυρίως από τους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης. Επρεπε να περάσουν όμως εκατοντάδες χρόνια για να αρθούν ακόμη και τα αναθέματα. Θα χρειαστεί να βρεθούν στο τιμόνι των Εκκλησιών δύο μεγάλες μορφές της Εκκλησίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Πάπας Παύλος Στ’, για να αρθούν τα αναθέματα και να μπορέσουν να συναντηθούν οι προκαθήμενοι της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Δυτικής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Οι αντιδράσεις που συνάντησαν στο εσωτερικό των Εκκλησιών τους ήταν τεράστιες, δεν στάθηκαν όμως ικανές να ανακόψουν τις προσπάθειές τους και να τεθούν οι βάσεις για τον διμερή διάλογο που διεξάγεται από το 1980 ως και σήμερα μεταξύ των δύο Εκκλησιών.


Στις 7 Δεκεμβρίου 1965 ο καρδινάλιος Αυγουστίνος Μπέα θα διαβάσει το έγγραφο του Πάπα Παύλου Στ’ με το οποίο έγινε η άρση του αναθέματος. «… διακηρύττομεν ενώπιον των επισκόπων των συναθροισθέντων εν τη Β’ Βατικανώ οικουμενική 9 (sic) συνόδω ότι λυπούμεθα δι’ όσα ελέχθησαν και συνέβησαν τότε, άτινα αδύνατον να εγκριθώσι. Προσέτι δε, την τότε δημοσιευθείσαν απόφασιν του αναθέματος θέλομεν να απαλείψωμεν από της μνήμης της Εκκλησίας και απομακρύνωμεν απ’ αυτής, καλύπτοντες και εξαφανίζοντες αυτήν τη λήθη».


Με εισήγηση του Πατριάρχη Αθηναγόρα η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Θρόνου θα άρει από την πλευρά της τις αποφάσεις του Μιχαήλ Κηρουλάριου. «Οθεν, γράφοντες, αποφαινόμεθα ότι το εν έτει σωτηρίω χιλιοστώ πεντηκοστώ τετάρτω, μηνί Ιουλίω Ινδικτιώνος ζ’ εν τω μεγάλω σεκρέτω της καθ’ ημάς μεγάλης Εκκλησίας γενόμενον ανάθεμα τούτο, υπάρχη από του νυν και παρά πάσι γιγνώσκηται ηρμένον από της μνήμης και εκ του μέσου της Εκκλησίας…». Η απόφαση για την άρση του αναθέματος, στις 27 Νοεμβρίου 1965, ελήφθη από τη συντριπτική πλειοψηφία των Μητροπολιτών του Οικουμενικού Θρόνου.