Σε μια διάλεξή του το 1967, ο Μισέλ Φουκώ έλεγε ότι η μεγάλη εμμονή του δέκατου ένατου αιώνα ήταν η ιστορία, ενώ η σύγχρονη εποχή επιμένει στο χώρο και στη συγχρονία. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο, πιστεύει ο Φουκώ, στην οποία η εμπειρία του κόσμου δεν βασίζεται στην αίσθηση μιας μακράς εξελικτικής χρονικής αλυσίδας, αλλά σε ένα δίκτυο που διαπλέκει μακρινά σημεία και φέρνει κοντά τόπους και ανθρώπους. Στη διάλεξή του, δηλαδή, διαγράφει μια μετατόπιση από την ιστορία στη γεωγραφία και από το χρόνο στο χώρο, η οποία μπορούμε να πούμε ότι οδήγησε και σε μια επανεκτίμηση των ταξιδιωτικών αφηγήσεων.
Σε διεθνές επίπεδο τα τελευταία χρόνια οι μελετητές της λογοτεχνίας, της ιστορίας, της γεωγραφίας και της ανθρωπολογίας λαμβάνουν υπόψη τους σοβαρά τα ταξιδιωτικά κείμενα με αποτέλεσμα οι μελέτες για χάρτες, ταξίδια και ταξιδιωτικές εξιστορήσεις να έχουν πολλαπλασιαστεί. Ο Οριενταλισμός (1978) του Εντουαρντ Σαΐντ ήταν το πρώτο βιβλίο-σταθμός που αξιοποίησε εκτενώς τα ταξιδιωτικά κείμενα ενώ η άνθηση των μετα-αποικιακών σπουδών έδωσε και αυτή μια νέα ώθηση στη μελέτη των ταξιδιωτικών αφηγήσεων. Αρκετοί ξένοι, όπως ο Αυστριακός συγγραφέας Ούγκο φον Χόφμανσταλ, είδαν το ταξίδι στην Ελλάδα ως το πιο πνευματικό απ΄ όλα, άλλοι το θεωρούσαν κάτι το ιδεατό, ταξιδεύοντας νοερά στη χώρα μέσα από αναγνώσματα ή τη φαντασία τους. Για κάποιους όμως Ελληνες συγγραφείς το ταξίδι στον τόπο τους ήταν ενίοτε μια οδυνηρή εμπειρία. Ο Σεφέρης, για παράδειγμα, έγραφε το 1936 «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει» ενώ ο Καζαντζάκης αρχίζοντας το ταξιδιωτικό του για το Μοριά, ένα χρόνο αργότερα, δήλωνε: «Για έναν Ελληνα, το ταξίδι στην Ελλάδα είναι γοητευτικό, εξαντλητικό μαρτύριο» ή διαπίστωνε πως «μία από τις μεγαλύτερες πίκρες του Ελληνα που ταξιδεύει στην Ελλάδα είναι και τούτη: η έλλειψη κάθε οργανικής επικοινωνίας του ανθρώπου με το τοπίο». Το ταξίδι του Καζαντζάκη στο Μοριά δεν είναι μόνο ταξίδι στο χώρο αλλά και στην ιστορία, ένας αναστοχασμός πάνω στις δυνατότητες και στα αδιέξοδα του ελληνισμού.
Ενώ όμως τα ταξιδιωτικά κείμενα ξένων ταξιδιωτών στον ελληνικό χώρο έχουν μελετηθεί συστηματικά, καταγράφοντας τάσεις και στάσεις, αναλύοντας προκαταλήψεις ή μιλώντας για επίγειους παραδείσους (βλ. Εντμουντ Κήλυ, Αναπλάθοντας τον παράδεισο:Το ελληνικό ταξίδι 1937-1947 ), τα ταξιδιωτικά κείμενα των Ελλήνων δεν έχουν προσεχτεί όσο θα άξιζε. Και τούτο νομίζω οφείλεται, ως ένα βαθμό, στο γεγονός ότι διαβάστηκαν και αξιολογήθηκαν περισσότερο ως λογοτεχνία παρά ως κείμενα ιδεών.
Παρά το γεγονός ότι η ταξιδιωτική λογοτεχνία στην Ελλάδα είναι σχετικά πρόσφατο φαινόμενο, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον Απόστολο Σαχίνη, καθιερώνεται ως λογοτεχνικό είδος μετά το 1927, όταν εκδόθηκε το Ταξιδεύοντας του Νίκου Καζαντζάκη, η λογοτεχνική προσέγγιση των ταξιδιωτικών δεν ευνόησε άλλες προσεγγίσεις. Ετσι οι ανθολογίες ή οι μελέτες που έχουμε για τις ελληνικές ταξιδιωτικές αφηγήσεις έχουν ως αφετηρία και κριτήριό
Ενώ τα ταξιδιωτικά κείμενα ξένων ταξιδιωτών στον ελληνικό χώρο έχουν μελετηθεί συστηματικά, τα ταξιδιωτικά κείμενα των Ελλήνων δεν έχουν προσεχτεί όσο θα άξιζε
τους κυρίως τη λογοτεχνικότητα, παραβλέποντας τα ιδεολογικά, πολιτισμικά ή κοινωνικά ζητήματα που μπορεί να θέτουν αυτές οι αφηγήσεις.
Αν και πρόσφατα εμφανίστηκε ο όρος «ταξιδιογραφία», ενδεχομένως μετάφραση του αγγλικού όρου «travel writing» και μέχρι τώρα αθησαύριστος στα λεξικά, παλαιότερα ο καθιερωμένος όρος στα ελληνικά ήταν «ταξιδιωτικές ή οδοιπορικές εντυπώσεις», που μάλλον παραπέμπει στην παθητική πρόσληψη των εντυπώσεων από το ταξίδι παρά στην ενεργητική συμμετοχή των ταξιδιωτών στην κατασκευή και στη σύνθεση αυτών των εντυπώσεων.
Μπορεί η ταξιδιωτική λογοτεχνία ως είδος να μην προσφέρεται για πειραματισμούς και η ελληνική να μην διαθέτει σημαντικούς ταξιδιώτες-επιστήμονες ή εξερευνητές, αξίζει όμως μιας ευρύτερης μελέτης πέρα από το να απολαμβάνουμε τις λυρικές της εξάρσεις ή να εξακριβώνουμε τη λογοτεχνική της ποιότητα. Αν, λόγου χάρη, Το Ταξίδι μου θεωρείται το μανιφέστο του δημοτικισμού ή προβληματίζει η ειδολογική του ασάφεια, άλλο τόσο πρέπει να μας απασχολεί ότι ο Ψυχάρης μιλάει ελάχιστα για την αστική ζωή της Ελλάδας την οποία επισκέπτεται. Τη μόνη αναφορά που συναντούμε είναι η ακόλουθη: «κοντέβουν τριάντα χρόνια που πήγα πρώτη φορά παιδί στον Περαιά, και μόλις είταν ο Περαιάς. Σήμερα βλέπεις παντού δρόμους, μαγαζιά, μηχανές, φάμπρικες, βιομηχανία, κίνηση κ΄ εμπόριο. Οι φάμπρικες αφτές πόσο μ΄ αρέσουν!». Αποτελεί η μοναδική αυτή μνεία επιβεβαίωση της αδιαφορίας του για την αστική εξέλιξη της Ελλάδας, της αμφίθυμης ή αφελούς στάσης ενός Ελληνα του εξωτερικού, ή μας λέει κάτι για τις κοινωνικές ιδέες του Ψυχάρη σε σχέση με αυτές του Βικέλα, όπως ξεδιπλώνονται στο ταξιδιωτικό του Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν, για το οποίο μίλησα στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (17 Αυγούστου);
Το ταξίδι επίσης μπορεί να συνιστά ένα βολικό πρόσχημα για να εκφραστούν σκόρπιες σκέψεις ή ιδέες ενός ταξιδιώτη για τον τόπο του, όπως συμβαίνει με τον Μπρουσό (1921) του Α. Πάλλη. Μόνο το 20% του ταξιδιωτικού αναφέρεται στο ταξίδι προς το ομώνυμο μοναστήρι και το υπόλοιπο αφορά γενικότερες παρατηρήσεις, μνήμες από άλλα ταξίδια ή παρεκβάσεις. Οι συγκρίσεις μάλιστα με την Ινδία ή τη Βρετανία αναδεικνύουν τη δυτική του προοπτική ή ακόμη και την αποικιοκρατική του νοοτροπία. Ο Μπρουσός είναι προσχηματικά ταξιδιωτικό και περισσότερο μια σειρά, αρνητικών κυρίως, σχολίων για την Ελλάδα.
Τα ταξιδιωτικά δεν πρέπει να τα βλέπουμε απλώς ως εύπεπτα ή ξεκούραστα αναγνώσματα αλλά ως κείμενα που προκαλούν ερωτήματα: πώς είδαν, λόγου χάρη, την Αμερική τόσοι Ελληνες συγγραφείς που την επισκέφτηκαν και έγραψαν ταξιδιωτικές αφηγήσεις ή γιατί ο Καζαντζάκης δεν την επισκέφτηκε ποτέ ενώ γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο; Η ταξιδιογραφία δεν είναι εν τέλει λογοτεχνικό πάρεργο αλλά ιδεολογική και φαντασιακή ανάπλαση ενός τόπου και μιας εποχής.
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας.