Ηεπικαιρότητα, ατυχώς, οδηγεί και πάλι στη συζήτηση ενός μεγάλου και πολυδιάστατου ζητήματος, εκείνου της εκκλησιαστικής και ιδίως της μοναστηριακής περιουσίας, χωρίς την αναγκαία νηφαλιότητα, εν πολλοίς χωρίς καν εδραία γνώση του θέματος…

Ας πούμε, λοιπόν, για άλλη μια φορά τα ουσιώδη.

Η Εκκλησία ανέκαθεν, ήδη από την ίδρυσή της, χρειαζόταν υλικά μέσα για να επιτελέσει τους σκοπούς της. Αυτά ήδη από τους αποστολικούς χρόνους τα προσπόριζαν οι πιστοί της, με εκούσιες εισφορές, δωρεές, εν ζωή και αιτία θανάτου, και έκτακτες συνεισφορές. Το ίδιο ισχύει και για τα μοναστήρια, ιδίως μετά την επικράτηση του κοινοβιακού συστήματος. Η Εκκλησία, λοιπόν, διαθέτει ανέκαθεν και πρέπει να διαθέτει περιουσία. Και τούτο για να είναι σε θέση να επιβιώσει η ίδια και να εκπληρώσει τους σκοπούς της.

Είναι γεγονός ότι, στη διάρκεια των αιώνων που πέρασαν, η περιουσία αυτή αυξήθηκε, κυρίως στην περίοδο του Βυζαντίου, αλλά και στη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Σε αυτό συνετέλεσαν ασφαλώς δαψιλείς κρατικές ενισχύσεις και φορολογικές απαλλαγές. Δεν θα πρέπει να παραβλέπεται όμως και το γεγονός ότι η Εκκλησία έχει μια ιστορία είκοσι αιώνων, ενώ το νεότερο ελληνικό κράτος δεν έχει συμπληρώσει ακόμη ζωή εκατόν ογδόντα ετών!

Εξάλλου στην εκκλησιαστική περιουσία δεν ανήκει μόνο η λεγόμενη μεγάλη περιουσία. Ανήκει και η περιουσία κάθε μικρής ενορίας, η οποία έχει τον ναό της και ενδεχομένως και κάποιο διαμέρισμα ή οικόπεδο που της χάρισαν ή της άφησαν μετά θάνατον οι πιστοί της.

Τα έσοδα από την εκμετάλλευση της περιουσίας της ανέκαθεν χρησιμοποιούσε και οφείλει να χρησιμοποιεί η Εκκλησία για την κάλυψη των αναγκών της λατρείας, τη συντήρηση των ναών και των λοιπών ιδρυμάτων της, αλλά και των ίδιων των λειτουργών της και των μοναστικών αδελφοτήτων. Κυρίως όμως για την άσκηση φιλανθρωπίας και κοινωνικής γενικώς προνοίας, της οποίας ήταν ο κυριότερος φορέας κατά τη βυζαντινή περίοδο, εξακολουθεί όμως, έστω και συμπληρωματικώς προς το κράτος, να είναι ακόμη και σήμερα.

Η άσκηση της φιλανθρωπίας δεν γινόταν, ούτε γίνεται, μόνο από την Εκκλησία, τις Μητροπόλεις, τις Ενορίες, τις Μονές, αλλά και από αυτοτελή ιδρύματα της Εκκλησίας, όπως ορφανοτροφεία, ξενοδοχεία, πτωχοτροφεία, γηροκομεία, νοσοκομεία, βρεφοτροφεία, λεπροκομεία κ.λπ. Και είναι γνωστό ότι, ακόμη και σήμερα, δεκάδες χιλιάδες συνανθρώπων μας βρίσκουν κάθε ημέρα ένα ζεστό πιάτο φαγητό σε στέγες της Εκκλησίας.

Το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν η διατήρηση της περιουσίας. Είναι η διαχείριση της περιουσίας και ο έλεγχος αυτής της διαχείρισης.

Το δίκαιο της Εκκλησίας αναθέτει τη διοίκηση της περιουσίας της σε πρόσωπα, κατ΄ εξοχήν στον Επίσκοπο. Ασφαλιστική δικλίδα στη διαχείριση αποτελεί όμως η ενεργός συμμετοχή του κλήρου και του λαού στον έλεγχο της διοίκησης.

Η εμπλοκή, στη χώρα μας κατ΄ εξοχήν, της πολιτείας στην ανάδειξη των οργάνων διοίκησης της Εκκλησίας, και κατ΄ επέκταση η διαπλοκή Εκκλησίας και πολιτικής, οδήγησε βαθμιαίως στη χαλάρωση των όποιων ελεγκτικών μηχανισμών με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην ασκείται στην πραγματικότητα κανένας κρατικός έλεγχος, αλλά τα τελευταία χρόνια να μεταφερθεί ο έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης των χιλιάδων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου της Εκκλησίας σε υπηρεσία που η ίδια συνέστησε…

Εφόσον όμως και ενόσω η Εκκλησία έχει αυτόν τον ιδιαίτερο θεσμικό σύνδεσμο με την ελληνική πολιτεία, ευθύνη και υποχρέωση της τελευταίας είναι να ασκεί τον ελεγκτικό της ρόλο και να τον ασκεί πραγματικά, σοβαρά και υπεύθυνα. Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.