Αναγορεύσαμε ζητούμενο την τιμιότητα και παραμερίσαμε τα διλήμματα πολιτικής επιλογής
«Το Βήμα» είχε υπογραμμίσει από νωρίς ότι η ηθικολογική ρητορεία, με την οποία η ΝΔ κέρδισε την εξουσία, εκτοπίζει τα αληθινά ζητούμενα στην πολιτική. Τα κύρια άρθρα του εκδότη, η πείσμων επί του θέματος σχολιογραφία του κ. Ι. Πρετεντέρη και άλλων συνεργατών θύμιζαν ότι μέτρο κρίσης της πολιτικής είναι το πρόγραμμα και η αποτελεσματικότητα- όχι η απλή υπόσχεση ότι κάποιοι δεν κλέβουν.
Υποκαθιστώντας τον διάλογο για το τι και πώς πρέπει να γίνει (άρα και για το ποιας μερίδας του εκλογικού σώματος τα συμφέροντα θα θιγούν) με τη συζήτηση περί λαθροχειριών αναγορεύσαμε ζητούμενο το αυτονόητο (την τιμιότητα) και παραμερίσαμε τα διλήμματα πολιτικής επιλογής. Και όχι μόνο αυτό: αντιπαρήλθαμε κάθε σοβαρή συζήτηση περί πολιτικής διαφθοράς, ταυτίζοντάς την με κρούσματα προσωπικής ανεντιμότητας, χωρίς να ερευνήσουμε τα συστημικά χαρακτηριστικά του πολιτικού χρήματος. Η εμπειρία διαδοχικών αποτυχιών, με τελευταία την αδυναμία του υπουργού Οικονομίας να εκτελέσει τον προϋπολογισμό που είχε εκπονήσει ενώ είχε ήδη εκραγεί η πιστωτική κρίση, αλλά και κρουσμάτων υπουργικού πλουτισμού, έδειξε το λάθος μας: και πληρώνουμε (κυριολεκτικώς: με νέους φόρους) την ανεπάρκεια και συνειδητοποιούμε ότι η ηθικολογία ήταν αερολογία, αν όχι απάτη.
Σε αυτό το περιβάλλον είναι όντως ανάγκη για τη χώρα να ανακαλύψει εκ νέου την ουσία της πολιτικής. Κατά συνέπεια είναι ένδειξη σοβαρότητας από πλευράς των κομμάτων της αντιπολίτευσης να παρουσιάσουν απτές προγραμματικές θέσεις και όχι να ανταποδώσουν τα ίσα στη ΝΔ με επιθέσεις ηθικής. Ο κ. Γ. Παπανδρέου φάνηκε, έστω σε κάποιον βαθμό, να υιοθετεί τέτοια γραμμή στη Θεσσαλονίκη ανθιστάμενος στον πειρασμό του κηρύγματος, όσο και σε εκείνον της ακατάσχετης παροχολογίας.
Πόσο όμως αποδίδει αυτό; Ασφαλώς υπεύθυνο είναι να μιλήσουμε επιτέλους για το πρακτέο. Είναι όμως το υπεύθυνο και ελκυστικό; Φτάνει να πείσει και να μετακινήσει τους εκλογείς; Οι δημοσιογράφοι έχουμε βέβαια κάθε δίκιο να το ζητούμε. Οι πολιτικοί αρχηγοί όμως έχουν πρώτιστο μέλημα τη νίκη. Για τον κ. Παπανδρέου, π.χ., ο έπαινος της υπεύθυνης πολιτικής θα είναι κενός αν συνοδευθεί από νέα ήττα, ενώ ασφαλώς θα του επιφυλαχθεί «θρίαμβος» σε περίπτωση επικράτησης, ακόμη και αν η τελευταία επιτευχθεί με ακραίο λαϊκισμό.
Με απλούστερη διατύπωση, το ΠαΣοΚ καλείται να απαντήσει στο ερώτημα αν πρόσφορη μέθοδος να κεφαλαιοποιήσει τη δυσφορία του κόσμου είναι να επισημαίνει τις πολιτικές αστοχίες της κυβέρνησης και να εξηγεί πώς θα τις διορθώσει ή να εστιάζει στα «γατομπούκια» των στελεχών της με στόχο να διαβρώσει, αν όχι να εξευτελίσει, τους ισχυρισμούς τους περί ηθικού προβαδίσματος. Υπεύθυνο είναι το πρώτο. Αποτελεσματικό μπορεί, δυστυχώς, να είναι το δεύτερο.
Ως σχετικό παράδειγμα δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε πάλι στη νικηφόρο ηθικολογία του κ. Καραμανλή το 2004. Στρέφοντας το βλέμμα στις ΗΠΑ, υπερδύναμη και πρώτη οικονομία του πλανήτη, όπου σαρώνονται αυτόν τον καιρό κολοσσιαίες επιχειρήσεις με μέχρι προ τινος μυθική κεφαλαιοποίηση, διαπιστώνει κανείς ότι η ανάκαμψη του Μακ Κέιν στις δημοσκοπήσεις δεν ήρθε από κάποια εχέφρονα ανάλυση των προβλημάτων, αλλά από τη «χριστιανιστική» (όπως τη χαρακτήρισε συντηρητικός σχολιαστής, κατά το ισλαμιστική) παρουσία της υποψηφίας αντιπροέδρου Πέιλιν, της οποίας ο λόγος διεκδικεί έπαθλο φανατισμού, σίγουρα όμως ούτε ρεαλισμού ούτε γνώσεων.
Ειλικρινής μου προτίμηση θα ήταν να ακούσουμε στην Ελλάδα πολιτικό διάλογο για την οικονομία, τη διεθνή κρίση, την αναδιανομή εισοδήματος, τις εξωτερικές σχέσεις, τα προβλήματα του κοινοβουλευτισμού. Αν όμως η αντιπολίτευση διαπιστώνει πως η οργή του πληθυσμού δεν ενισχύεται με τέτοια, αλλά με τη συνδυαστική εντύπωση «αυτοί μας χαρατσώνουν, ενώ έχουν γίνει κροίσοι», τότε κοντά στην υπευθυνότητα ίσως δικαιολογείται να έχει και μια… γάτα- εν προκειμένω τον κ. Καρχιμάκη και τους φακέλους του.