Η νέα Ρωσία θα προσπαθήσει, για την ώρα, να κινηθεί στο ρεύμα άλλων μεγάλων δυνάμεων για όσο αυτό συμπίπτει με τα συμφέροντά της. Θα επικεντρωθεί στη δική της σφαίρα επιρροής και στον ρόλο της ως παγκόσμιας ενεργειακής δύναμης

Η στρατηγική της Ρωσίας να αναθεωρήσει τη μετασοβιετική τάξη σε αυτό που αποκαλεί «γειτονικό εξωτερικό» θα επιδιωχθεί με ακόμη μεγαλύτερη επιμονή μετά τη νίκη της στη Γεωργία. Η Ευρώπη δεν θα πρέπει να τρέφει αυταπάτες γύρω από αυτό και θα πρέπει να αρχίσει να προετοιμάζεται. Αλλά, καθώς η Ευρωπαϊκή Ενωση μελετά ποια θα πρέπει να είναι η αντίδρασή της, αυτό που θα πρέπει να επικρατήσει είναι ο ψυχρός ρεαλισμός και όχι η υστερική υπερβολική αντίδραση. Δυστυχώς, το να εξομοιώνεται η σημερινή κατάσταση στον Καύκασο με τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968 δεν συνάδει προς αυτού του είδους τον ρεαλισμό. Ούτε η Δύση ούτε το ΝΑΤΟ αποτελούν την αποφασιστική στρατηγική απειλή που αντιμετωπίζει η Ρωσία· αυτή προέρχεται από τον ισλαμικό Νότο και από την Απω Ανατολή, κυρίως από την ανερχόμενη υπερδύναμη Κίνα. Επιπλέον, η ισχύς της Ρωσίας δεν συγκρίνεται με κανέναν τρόπο με αυτήν της πρώην Σοβιετικής Ενωσης.

Πράγματι, δημογραφικώς η Ρωσία διέρχεται μια δραματική μείωση. Εκτός από τις εξαγωγές εμπορευμάτων, δεν έχει να προσφέρει πολλά στην παγκόσμια οικονομία. Παρά τα αυξανόμενα έσοδά της από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, η υποδομή της παραμένει υπανάπτυκτη και ο επιτυχής οικονομικός εκσυγχρονισμός της απέχει πάρα πολύ από το να γίνει πραγματικότητα. Παρομοίως, το πολιτικό και νομικό της σύστημα είναι αυταρχικό και τα αρκετά μειονοτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει παραμένουν άλυτα. Το αποτέλεσμα θα είναι η τελευταία αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητος της Γεωργίας να αποδειχθεί τεράστιο σφάλμα στο όχι πολύ μακρινό μέλλον.

Δεδομένων των διαρθρωτικών αδυναμιών της, η ιδέα ενός νέου Ψυχρού Πολέμου είναι παραπλανητική. Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν ένας διαρκής ανταγωνισμός μεταξύ δύο σχεδόν ισοδύναμων αντιπάλων, ο ασθενέστερος εκ των οποίων τελικώς έπρεπε να παραδοθεί. Η Ρωσία δεν έχει τη δυνατότητα να εξαπολύσει άλλον έναν ανταγωνισμό τέτοιου τύπου.

Παρ΄ όλα αυτά, ως αποκατασταθείσα μεγάλη δύναμη, η νέα Ρωσία θα προσπαθήσει, για την ώρα, να κινηθεί στο ρεύμα άλλων μεγάλων δυνάμεων για όσο αυτό συμπίπτει με τα συμφέροντά της. Θα επικε ντρωθεί στη δική της σφαίρα επιρροής και στον ρόλο της ως παγκοσμίου ενεργειακής δύναμης και θα κάνει χρήση των ευκαιριών που θα της δοθούν σε παγκόσμια κλίμακα για να περιορίσει την ισχύ των ΗΠΑ. Δεν θα μπορέσει όμως να απειλήσει σοβαρά τις Ηνωμένες Πολιτείες ήστο μέλλον- την Κίνα με τρόπους που κάποτε χρησιμοποιούσε η Σοβιετική Ενωση.

Είναι τώρα ξεκάθαρο ότι στο μέλλον η Ρωσία θα επιδιώξει για μία ακόμη φορά να προωθήσει τα ζωτικά της συμφέροντα με τη στρατιωτική ισχύ της, ειδικά στο «γειτονικό εξωτερικό». Αλλά η Ευρώπη δεν πρέπει ποτέ να αποδεχθεί μια αναγέννηση της ρωσικής πολιτικής που ως μεγάλη δύναμη ενεργεί σύμφωνα με την ιδέα του δικαίου του ισχυροτέρου. Πράγματι, αυτό είναι το σημείο απ΄ όπου ξεκίνησε η νέα αντιπαράθεση της Ρωσίας με τη Δύση, γιατί η νέα Ευρώπη βασίζεται στην αρχή της μη αλλαγής των συνόρων, στην ειρηνική επίλυση των διενέξεων και στον σεβασμό των νόμων. Ετσι, το να παραβλέψουμε αυτές τις αρχές επ΄ ωφελεία αυτοκρατορικών ζωνών επιρροής θα ισοδυναμούσε με αυτόβουλη απεμπόλησή τους. Η περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς πάντως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά τις σφοδρές ρωσικές αντιδράσεις. Ούτε η άσκηση τέτοιου είδους πολιτικής θα δημιουργήσει μεγαλύτερη ασφάλεια, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, γιατί εμπεριέχει την πραγματοποίηση υποσχέσεων που σε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όπως βλέπουμε τώρα στη Γεωργία, δεν θα τηρηθούν. Επί μακρόν η Δύση αγνοούσε την ανάκτηση ισχύος από τη Ρωσία και δεν ήταν προετοιμασμένη να αποδεχθεί τις συνέπειες. Αλλά δεν έχει αλλάξει μόνον η Ρωσία, έχει αλλάξει ολόκληρος ο κόσμος. Οι νεοσυντηρητικοί της Αμερικής έχουν κατασπαταλήσει ένα μεγάλο μέρος της ισχύος της χώρας τους και του ηθικού κύρους της σε έναν αχρείαστο πόλεμο στο Ιράκ, εξασθενίζοντας με τη θέλησή τους τη μοναδική παγκόσμια δύναμη στη Δύση. Η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, η Ρωσία και ο Περσικός Κόλπος είναι σήμερα τα νέα κέντρα ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και σύντομα θα αποτελέσουν τα κέντρα εξουσίας τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Υπό το φως αυτών των δεδομένων η απειλή της εξαίρεσης της Ρωσίας από την «ομάδα των οκτώ» (G8) δεν σημαίνει για τη Μόσχα το τέλος του κόσμου. Ο διχασμός και η αδυναμία της Ευρώπης υπογραμμίζουν την εικόνα μιας Δύσης η οποία, εν μέρει, έχει χάσει την επαφή με τις γεωπολιτικές πραγματικότητες.

Η απάντηση στην επιστροφή της αυτοκρατορικής πολιτικής μεγάλης δύναμης που ακολουθεί η Ρωσία δεν θα πρέπει να είναι η τιμωρία της, αλλά η δημιουργία δυτικών- ειδικά ευρωπαϊκών- θέσεων ισχύος. Αυτό απαιτεί τη λήψη ορισμένων μέτρων:

– Μια νέα πολιτική δυναμική, σε σχέση με την Τουρκία, ώστε να συνδεθεί αυτή η χώρα, που είναι κρίσιμη για την ασφάλεια της Ευρώπης, μόνιμα με την Ευρώπη.

– Να τεθεί ένας φραγμός στη διχαστική και κατακτητική πολιτική της Μόσχας, με την υιοθέτηση μιας κοινής ενεργειακής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

– Να αναληφθεί μια σοβαρή πρωτοβουλία για την ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της Ευρώπης. – Μεγαλύτερη δέσμευση της ΕΕ με την Ουκρανία για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της.

– Μεγαλύτερη ελευθερία μετακινήσεων για τους πολίτες όλων των ανατολικών χωρών, γειτόνων της ΕΕ. Ολα αυτά και πολύ περισσότερα απαιτούνται για να σταλεί ένα σαφές μήνυμα στη Ρωσία, ότι η Ευρώπη δεν προτίθεται να την παρακολουθήσει απαθώς να εφαρμόζει πολιτική μεγάλης δύναμης.

Προφανώς, τίποτε από αυτά δεν θα συμβεί και είναι αυτή ακριβώς η έλλειψη αντίδρασης που σε μεγάλο ποσοστό ευθύνεται για την ισχύ της Ρωσίας και την αδυναμία της Ευρώπης. Την ίδια ώρα πάντως κανείς δεν πρέπει να παραβλέψει τα κοινά συμφέροντα Ρωσίας και Δύσης. Οι σχέσεις συνεργασίας θα πρέπει να διατηρηθούν, για όσο γίνεται. Είναι φανερό ότι για τις ελίτ της Ρωσίας η αδυναμία και η συνεργασία δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Οποιος επιθυμεί συνεργασία με τη Ρωσία, όπως η Ευρώπη, πρέπει να είναι ισχυρός. Αυτό είναι το μάθημα από τη βία στον Καύκασο που η Ευρώπη πρέπει επειγόντως να λάβει σοβαρά υπόψη της.

Copyright: Ρroject Syndicate/Ιnstitute for Ηuman Sciences, 2008 Ο κ. Γιόσκα Φίσερ διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας, από το 1998 ως το 2005, ενώ ηγήθηκε του Κόμματος των Πρασίνων της χώρας του επί περίπου 20 χρόνια.