Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϊ, ο Πολ Κρούγκμαν είναι ένας εκ των διασήμων αρθρογράφων της εφημερίδας «Τhe Νew Υork Τimes». Είναι επίσης ένας εκ των πλέον διαπρύσιων επικριτών του προέδρου Τζορτζ Μπους και της διακυβέρνησής του. Στο τελευταίο βιβλίο του, που κυκλοφορεί σήμερα στη Γαλλία, καλεί το Δημοκρατικό Κόμμα να επαναφέρει σε ισχύ το κράτος πρόνοιας που κατέλυσε ο νεοφιλελευθερισμός. Να ανακαλύψει το Νιου Ντιλ του 21ου αιώνα.
«Γεννήθηκα το 1953. Οπως σε όλους της γενιάς μου, η Αμερική στην οποία μεγάλωσα μου φαινόταν δεδομένηόπως πολλοί εξάλλου, καταδίκαζα τις αδικίες της κοινωνίας μας, διαδήλωνα κατά των βομβαρδισμών στην Καμπότζη, διένεμα πόρταπόρτα προεκλογικά φυλλάδια για τους φιλελεύθερους υποψηφίους (της Αριστεράς και τους υποστηρικτές του Κράτους Πρόνοιας). Η μεταπολεμική Αμερική ήταν πάνω απ΄ όλα μια κοινωνία της μεσαίας τάξης. Χάρη στις μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις που εγκαινιάστηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανοί- μεταξύ των οποίων και οι γονείς μουπου ζούσαν στις τρώγλες των πόλεων ή βυθισμένοι στην αγροτική φτώχεια απέκτησαν ιδιόκτητη στέγη και γνώρισαν ανέσεις χωρίς προηγούμενο. Οι πλούσιοι έμοιαζαν λιγότεροι και, συγκρινόμενοι με την ευημερούσα μεσαία τάξη, δεν φάνταζαν τόσο πλούσιοι όσο φάνταζαν κατά το παρελθόν. Οι φτωχοί ήταν σαφώς περισσότεροι από τους πλούσιους, αλλά παρά ταύτα συγκροτούσαν μια μειοψηφία αρκετά περιορισμένη. Υπήρχε λοιπόν ένα πολύ ισχυρό κοινό αίσθημα οικονομικής ισότητας: η πλειονότητα των Αμερικανών ζούσε υπό συνθήκες αρκετά ομογενείς και απολύτως ευπρεπείς σε ό,τι αφορά τα υλικά αγαθά που απολάμβαναν.
Η οικονομική κατάσταση της χώρας αντανακλούσε ένα κλίμα πολιτικής μετριοπάθειας που επικρατούσε. Τα χρόνια της νεότητάς μου ένα αίσθημα ευρείας συναίνεσης ένωνε Δημοκράτες και Ρεπουμπλικανούς, όχι μόνο στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, αλλά και σε πολλές πτυχές της εσωτερικής πολιτικής. Οι Ρεπουμπλικανοί δεν επιχειρούσαν να αμφισβητήσουν τις κατακτήσεις του Νιου Ντιλ: κάποιοι εξ αυτών στήριξαν μάλιστα το Ενιαίο Σύστημα Ασφάλισης και Νοσηλείας (Μedicare). Υπήρχε μια άτυπη διακομματική συμφωνία για τις βασικές αξίες της αμερικανικής κοινωνίας και παρά ταύτα ο “δικομματισμός” δεν ήταν μια λέξη άνευ περιεχομένου: υπήρχαν οι διαφορές για το Βιετνάμ, για τις διαφυλετικές σχέσεις, για τις μηχανορραφίες του Νίξον και του σιναφιού του.
(…) Τη δεκαετία του 1980 άρχισε να διαφαίνεται ότι η προοδευτική διαμόρφωση των ΗΠΑ ως χώρας στην οποία κυριαρχούσε μια πολιτικά μετριοπαθής μεσαία τάξη δεν συνιστούσε το τέλος της Ιστορίας. Οι οικονομολόγοι βάλθηκαν να προτείνουν μια ραγδαία όξυνση των ανισοτήτων: ένας μικρός αριθμός πολιτών θα αποκτούσε ένα τεράστιο προβάδισμα, ενώ η οικονομική κατάσταση της πλειονότητας των Αμερικανών θα βελτιωνόταν από ελάχιστα ως καθόλου. Οι πολιτολόγοι είχαν επισημάνει μια τάση πόλωσης της δημόσιας ζωής. Ο πολιτικός κόσμος άρχισε να αποκλίνει προς τα άκρα της βεντάλιας “Δεξιά- Αριστερά”. Σιγά σιγά οι χαρακτηρισμοί “Δημοκρατικός” και “Ρεπουμπλικανός” γίνονταν συνώνυμοι με τους χαρακτηρισμούς “Φιλελεύθερος” και “Συντηρητικός” αντιστοίχως. Η διαδικασία αυτή βρίσκεται εν εξελίξει: σήμερα οι εισοδηματικές ανισότητες στις ΗΠΑ είναι τόσο οξυμμένες όσο ήταν τη δεκαετία του 1920 και η πολιτική πόλωση έχει οξυνθεί σε σημείο πρωτόγνωρο στην αμερικανική ιστορία.
Η περίοδος της διακομματικής συναίνεσης στις θεμελιώδεις αμερικανικές αξίες έχει παραχωρήσει τη θέση της σε μια νέα εποχή που χαρακτηρίζεται από την ανάδυση μιας καινοφανούς ριζοσπαστικής ισχύος που βαρύνει καταλυτικά την πολιτική, οικονομική και κοινωνική καθημερινότητα των Αμερικανών και διαμορφώνει την αμερικανική πολιτική σκηνή: πρόκειται για τον “κινηματικό συντηρητισμό”, που θα αναλυθεί διεξοδικά στο παρόν εγχειρίδιο. Η κομματική αυτή μετεξέλιξη έφθασε στο απόγειό της μετά τις προεδρικές εκλογές του 2004, όταν ο επανεκλεγείς Τζορτζ Μπους προσπάθησε να κατεδαφίσει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, την κορωνίδα των θεσμών που εισήγαγε το Νιου Ντιλ. (…)
Η πολιτική της ανισότητας
«Οι εισοδηματικές ανισότητες στις ΗΠΑ είναι τόσο οξυμμένες όσο ήταν τη δεκαετία του 1920»
Για να αντιληφθεί κανείς πώς ο Τζορτζ Μπους και ο Ντικ Τσένι έφθασαν να κυβερνούν τη χώρα πρέπει να ανατρέξουμε μισόν αιώνα πίσω, στην εποχή που το “Νational Review” υπερασπιζόταν το δικαίωμα του Νότου να απαγορεύσει στους μαύρους να ψηφίζουν και έπλεκε το εγκώμιο του ισπανού στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο χαρακτηρίζοντάς τον “αυθεντικό εθνικό ήρωα”. Ο “νέος συντηρητισμός”, το νεότευκτο κίνημα που αριθμούσε τότε ελάχιστους οπαδούς, προέκυψε ως αντίδραση στην απόφαση του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και των άλλων ρεπουμπλικανών ηγετών να συμφιλιωθούν με την κληρονομιά του Φραγκλίνου Ρούζβελτ. Με την πάροδο των ετών το μικρής απήχησης αυτό κίνημα μεγεθύνθηκε και μετεξελίχθηκε σε ισχυρή πολιτική δύναμη. Πήρε τη μορφή ενός δικτύου προσώπων και θεσμών που τοποθετούνται πέρα από την “πολιτική ζωή”, όπως την εννοούμε συνήθως. Αρχισε να περιλαμβάνει εκδοτικούς ομίλους και τηλεοράσεις, ινστιτούτα μελετών και “δεξαμενές σκέψεις” κτλ. Τα μέλη των “νέων Συντηρητικών” μπορούσαν να κάνουν λαμπρή καριέρα μέσα στο δίκτυο που περιγράψαμε. (…)
Για ένα νέο Νιου Ντιλ
«Η πολιτική πόλωση έχει οξυνθεί σε σημείο πρωτόγνωρο στην αμερικανική ιστορία»
Μετά τις εκλογές του 2004 πολλοί συνάδελφοί μου δημοσιογράφοι με πίεζαν να σταματήσω να σπαταλώ τον χρόνο μου ασκώντας κριτική στη διακυβέρνηση Μπους. “Οι κάλπες μίλησαν” μου έλεγαν. Αλλά από τότε που ο Μπους μπήκε στον Λευκό Οίκο κάθε Δημοκρατικό αντίβαρο είχε χαθεί. Ο νεοσυντηρητισμός είχε τον απόλυτο έλεγχο της εξουσίας. Είχε εγκαταστήσει μια παρεΐστικη κουλτούρα διακυβέρνησης, που σύντομα αποκαλύφθηκε πόσο διεφθαρμένη, ατελέσφορη και ανάξια ήταν. Η αρνητική τροπή που πήρε ο πόλεμος στο Ιράκ, οι καταστροφές που προξένησε ο τυφώνας Κατρίνα αλλά και τα οικονομικά σκάνδαλα και η εξαθλίωση μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων αυτό αποδεικνύουν. Ο νεοσυντηρητισμός έχει ακόμη το χρήμα με το μέρος του. Αλλά αυτό δεν αρκεί πλέον. Αν το 2009 αποκτήσουμε έναν Δημοκρατικό πρόεδρο, εκείνο που έχω να του προτείνω είναι να επεκτείνει την κοινωνική ασφάλιση και να μειώσει τις ανισότητες. Να ανακαλύψει το Νιου Ντιλ του 21ου αιώνα».