Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τουρκίας δεν συγκεντρώθηκε η απαραίτητη πλειοψηφία (απαιτούνταν επτά ψήφοι και μόνο έξι δικαστές ψήφισαν υπέρ) για την απαγόρευση του κυβερνώντος κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) καθώς και εβδομήντα ενός πρωτοκλασάτων στελεχών του, συμπεριλαμβανομένων του προέδρου της τουρκικής Δημοκρατίας Αμπντουλάχ Γκιουλ και του πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν. Το δικαστήριο αποφάσισε την επιβολή οικονομικών κυρώσεων επί του ΑΚΡ και χαρακτήρισε την απόφασή του ως προειδοποίηση προς το κυβερνών κόμμα.

Η απόφαση αποτελεί μια μικρή έκπληξη αφού η μεγάλη πλειοψηφία των αναλυτών και πολιτικών παρατηρητών θεωρούσε ως βεβαία την απαγόρευση του ΑΚΡ και το ίδιο το κόμμα είχε αρχίσει να προετοιμάζεται για την «επόμενη μέρα» και την επανίδρυσή του με διαφορετικό όνομα, ενώ η διενέργεια πρόωρων εκλογών θεωρούνταν πολύ πιθανή. Το κλίμα είχε αρχίσει, βεβαίως, να αλλάζει μετά την αθωωτική (αλλά μη δεσμευτική) τοποθέτηση του εισηγητή στο Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά η αισιοδοξία παρέμενε σε μάλλον χαμηλά επίπεδα.

Πού οφείλεται η μη απαγόρευση του ΑΚΡ και πώς διαμορφώνεται το πολιτικό σκηνικό στην Τουρκία; Προφανώς η αντίθεση της τουρκικής κοινής γνώμης (ακόμη και μη ψηφοφόρων του ΑΚΡ) επηρέασε σε έναν- πιθανώς περιορισμένο- βαθμό τα μέλη του δικαστηρίου, όπως και η ανησυχία για τις οικονομικές συνέπειες σε περίπτωση κλιμάκωσης της πολιτικής κρίσης. Αυτοί οι παράγοντες δεν φαίνονται αρκούντως πειστικοί για να εξηγήσουν γιατί το κεμαλικό κατεστημένο (το οποίο είχε διορίσει και τα έντεκα μέλη του δικαστηρίου) δεν χρησιμοποίησε το τελευταίο του «όπλο» για την εξουδετέρωση της «ισλαμικής απειλής». Είναι αρκετά πιθανό ότι δεν θα υπάρξει ανάλογη ευκαιρία στο μέλλον αφού ο κ. Ερντογάν θα επιχειρήσει, μέσω του Κοινοβουλίου, να περιορίσει τις αρμοδιότητες του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Το πιθανότερο σενάριο, σύμφωνα με πολλούς τούρκους αναλυτές, είναι ότι υπήρξε παρασκηνιακή συναλλαγή του κ. Ερντογάν με την ηγεσία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων (και συγκεκριμένα με τον επόμενο αρχηγό των ΤΕΔ, στρατηγό Μπασμπούγ), που οδήγησε στην αποκλιμάκωση της κρίσης. Αυτό θα εξηγούσε και τη συγκατάθεση του στρατού στη σύλληψη αποστράτων ανώτατων αξιωματικών που κατηγορούνται για συμμετοχή στην παρακρατική οργάνωση Εργκένεκον. Αν το σενάριο ευσταθεί, τίθεται βεβαίως το ερώτημα των ανταλλαγμάτων και των όρων της συμφωνίας. Εδώ μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν. Ενδεχομένως ζητήθηκαν, και πιθανώς δόθηκαν, εγγυήσεις για τη διατήρηση σημαντικού βαθμού θεσμικής και οικονομικής αυτονομίας των ενόπλων δυνάμεων, περιορισμό των ερευνών για την Εργκένεκον τουλάχιστον όσον αφορά τον χώρο των ενόπλων δυνάμεων, καθώς και διαβεβαιώσεις περί μη επαναφοράς του θέματος της μαντίλας ή παρομοίων ζητημάτων υψηλής συμβολικής σημασίας για τις «κοσμικές» δυνάμεις στη γείτονα χώρα. Αγνωστο είναι αν μια τέτοια «συνεννόηση» επεκτάθηκε σε θέματα ασφαλείας (όπως το Κουρδικό) ή εξωτερικής πολιτικής (συμπεριλαμβανομένων του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων), διατηρώντας τον βαρύνοντα ρόλο των στρατιωτικών στα ζητήματα αυτά. Αντιθέτως φαίνεται ότι το ζήτημα της Θράκης αποτελεί προτεραιότητα για το ΑΚΡ, το οποίο θα θελήσει να διατηρήσει τον πρώτο λόγο.

Ο κ. Ερντογάν είναι ο νικητής και αυτής της αντιπαράθεσης με το κεμαλικό κατεστημένο, αλλά είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί κατά πόσον εξέρχεται ενισχυμένος και αποφασισμένος για νέες ρήξεις ή ολίγον «τσαλακωμένος» από αυτή την κρίση. Το βέβαιο είναι ότι εξέρχεται σοφότερος, με καλύτερη γνώση των περιθωρίων του για κινήσεις και ελιγμούς. Είναι αρκετά πιθανό ότι θα προσπαθήσει να προωθήσει μια σειρά μεταρρυθμίσεων που σχετίζονται με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, αλλά και με την πολιτική ατζέντα του κόμματός του, προσέχοντας ωστόσο να μην ανοίξει αναιτίως νέα μέτωπα με τους πολιτικούς και ιδεολογικούς αντιπάλους του. Το κρίσιμο ερώτημα για τη Λευκωσία και την Αθήνα είναι αν ο κ. Ερντογάν έχει τη βούληση και την απαραίτητη πολιτική ισχύ για να δώσει το πράσινο φως στον τουρκοκύπριο ηγέτη κ. Ταλάτ για ουσιαστική πρόοδο στις διαπραγματεύσεις επίλυσης του Κυπριακού που θα ξεκινήσουν το φθινόπωρο.

Ο κ. Θ. Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).