Η φορολογική εύνοια προς την εύπορη πελατεία της ΝΔ δεν ανακόπτεται ούτε όταν το κράτος αντιμετωπίζει οξύ ταμειακό πρόβλημα
Στο σφυρί έβγαλαν, όπως διαβάσαμε, οι κληρονόμοι του Τζέιμς Μπράουν εκατοντάδες προσωπικά αντικείμενα του βασιλιά της σόουλ για να πληρώσουν τους φόρους και τα έξοδα συντήρησης της κληρονομιάς του. Σπεύδω να διευκρινίσω ότι θέμα αυτού του σημειώματος δεν είναι τα περιουσιακά του μεγάλου ερμηνευτή, που πέθανε ανήμερα Χριστούγεννα του 2006. Δεν μπορεί, ωστόσο, να μη θυμίσει κανείς μερικές λεπτομέρειες που ταλανίζουν τους κληρονόμους του (και πλουτίζουν τους δικηγόρους τους). Πρώτον, ότι ο Μπράουν έκανε την τελευταία του διαθήκη τον Αύγουστο του 2000, αφήνοντας την περιουσία του σε τότε συγγενείς του και αποκληρώνοντας οποιονδήποτε δεν ανέφερε ρητά σε αυτήν. Το πρόβλημα είναι ότι στη συνέχεια παντρεύτηκε ξανά και έκανε και έναν γιο. (Δίκη υπ΄ αριθμ. 1.) Δεύτερον, ότι η τελευταία του σύζυγος, όταν παντρεύτηκε τον Μπράουν, ήταν ακόμη παντρεμένη με άλλον, ώστε ο γάμος της με τον βάρδο να είναι ενδεχομένως άκυρος λόγω διγαμίας. (Δίκη υπ΄ αριθμ. 2.) Οπως σημείωσε αμερικανός σχολιαστής, ο Μπράουν αν από εκεί που είναι βλέπει πώς τα… έκανε, μάλλον δεν θα ξαναπεί τις διασημότερες τρεις λέξεις του: «Ι feel good».
Παρά ταύτα επιμένω ότι θέμα της στήλης δεν είναι ο Μπράουν. Είναι ο… κ. Αλογοσκούφης. Τα παθήματα των κληρονόμων του τραγουδιστή ενδιαφέρουν μόνον κατά τούτο: Η εκποίηση των προσωπικών αντικειμένων του αγαπημένου (η κληρονομιά του εκτιμάται σε 100-200 εκατ. δολάρια)
εκλιπόντος γίνεται και για να πληρωθούν οι φόροι κληρονομιάς. Οι οποίοι στις ΗΠΑ υπολογίζονται με συντελεστή 45% στο καθαρό ποσόν, αφού αφαιρεθεί αφορολόγητο δύο εκατομμυρίων. Αυτά στην αμείλικτη καπιταλιστική μητρόπολη. Γιατί στο κοινωνικού προσανατολισμού ελληνικό κράτος οι συγγενείς πρώτου βαθμού πληρώνουν για ακίνητα, δηλαδή για το κύριο αντικείμενο που καταλαμβάνει η φορολογία κληρονομιών, μόνο 1%. Δώρο στους κροίσους, σε ισχύ από τα τέλη του προηγουμένου έτους. Δώρο που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία, αν αποβλέψει κανείς στο τι λέγει έκτοτε η κυβέρνηση για τα δημοσιονομικά: Οτι αδυνατεί να εγγυηθεί την εκτέλεση του προϋπολογισμού της (εκείνου, υπενθυμίζεται για πολλοστή φορά, για τον οποίον προκηρύχθηκαν πρόωρες εκλογές). Οτι θα ήθελε την αύξηση του ΦΠΑ, αλλά διστάζει λόγω του πολιτικού κόστους. Οτι τα αυξημένα φορολογικά έσοδα από την ιλιγγιώδη άνοδο των τιμών των καυσίμων δεν επαρκούν. Οτι μελετάται γενναία αύξηση των τελών κυκλοφορίας. Οτι ελπίζεται να είναι γερή η άμελξη όλων των ιδιοκτητών ακινήτων (και των μικρών) μέσω του ΕΤΑΚ. Συμπέρασμα; Η κυβέρνηση κατάργησε τον κατ΄ εξοχήν αναδιανεμητικό φόρο, που διαφοροποιούσε αποφασιστικά τη συνεισφορά πλουσίων και πενήτων, ενώ βρίσκεται σε αδυναμία να διευθετήσει τα οικονομικά του κράτους και αναζητεί συνεχώς νέες φορολογικές πηγές- που κατά σύμπτωση πλήττουν αναλογικά περισσότερο τους ασθενέστερους. Με έναν σμπάρο, δύο αποδείξεις. Πρώτον, ότι πίσω από το υποτιθέμενο νοικοκύρεμα των δημοσιονομικών απογραφών, κρύβεται απρονοησία και προχειρότητα. Δεύτερον, ότι η φορολογική εύνοια προς την εύπορη πελατεία της ΝΔ δεν ανακόπτεται ούτε όταν το κράτος αντιμετωπίζει οξύ ταμειακό πρόβλημα: τα «δώρα» δίδονται και τότε, το δε διογκούμενο έλλειμμα πληρώνουν οι φτωχότεροι.
Η περίπτωση των κληρονόμων του Τζέιμς Μπράουν βοηθάει, ίσως, να συνειδητοποιήσουμε ότι ούτε στις ΗΠΑ με τη μακρά ρεπουμπλικανική πλουτοκρατική λαίλαπα δεν ισοπεδώθηκαν οι φόροι κληρονομιάς όπως στο σεμνά και ταπεινά επανιδρυθέν ελληνικό κράτος. Αν πάλι το αμερικανικό παράδειγμα δεν αρκεί, μπορεί κανείς να ανατρέξει απευθείας στον Ανταμ Σμιθ. Θα διαπιστώσει ότι ο υμνητής του αόρατου χεριού που μετατρέπει την ιδιωτική δράση σε κοινό καλό (όποτε συμβαίνει να το κάνει, γιατί χωρίς κρατικό έλεγχο δεν το συνηθίζει συχνά) ήταν υπέρ των φόρων κληρονομιάς. Αλλά ίσως ο Σμιθ να λογίζεται σοσιαλιστής με τα μέτρα της νέας διακυβέρνησης.