Μπορεί τα χαμόγελα να περίσσευαν νωρίς το πρωί της Παρασκευής, καθώς η βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ έδιναν τα χέρια έπειτα από ολονύχτιες διαβουλεύσεις για την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων του Brexit, όμως ακόμη είναι νωρίς να πει κάποιος με βεβαιότητα ότι το «διαζύγιο» του Ηνωμένου Βασιλείου από την ευρωπαϊκή οικογένεια είναι μη αναστρέψιμο, μέχρι την καταληκτική ημερομηνία του Μαρτίου 2019.
Είναι ενδεικτική η τοποθέτηση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, αμέσως μετά την ολοκλήρωση του μαραθώνιου παζαριού που υποστήριξε ότι μολονότι βγήκε λευκός καπνός, χάθηκε πολύς χρόνος για το ευκολότερο μέρος. Και προειδοποίησε ότι τα δύσκολα είναι ακόμη μπροστά.
Ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Τόνι Μπλερ επιχειρηματολογεί υπέρ του σεναρίου μη εξόδου της χώρας από την Ενωση, σε πρόσφατη συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα «Liberation» και ο πρώην αναπληρωτής πρωθυπουργός και ηγέτης των Φιλελευθέρων Δημοκρατών Νικ Κλεγκ σε μια διαδικτυακή συζήτηση με τον αμερικανό νομπελίστα οικονομολόγο Ρίτσαρντ Θαλίρ, την οποία δημοσιεύει ο βρετανικός «Guardian», ισχυρίζεται σε μια αποστροφή του λόγου του ότι: «Το μόνο που χρειάζεται είναι καμιά εικοσαριά γενναίοι βουλευτές των Τόρις για να σταματήσει η επίπονη διαδικασία της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση».

Στενεύουν τα περιθώρια

Ηδη όπως έγινε γνωστό προ μηνός, διά στόματος του επικεφαλής της ευρωπαϊκής ομάδας διαπραγμάτευσης για το Brexit Μισέλ Μπαρνιέ, οι Βρυξέλλες καταρτίζουν εναλλακτικό σχέδιο προκειμένου να αντιμετωπίσουν την πιθανότητα οι διαπραγματεύσεις να ναυαγήσουν, καθώς τα χρονικά περιθώρια στενεύουν επικίνδυνα και η βρετανική πλευρά έχει σκαλώσει σε αρκετά ζητήματα-κλειδιά.
Εν τούτοις, και η άλλη πλευρά φέρει εξίσου μερίδιο ευθύνης για τη στασιμότητα στην όλη διαδικασία. Σε άτυπες ενημερώσεις των δημοσιογράφων στη Ντάουνινγκ Στριτ, οι εκπρόσωποι Τύπου της κυβέρνησης Μέι, off the record, ρίχνουν το μπαλάκι τής μέχρι σήμερα κωλυσιεργίας στα γραφειοκρατικά κωλύματα που επικαλούνται οι Βρυξέλλες, οι οποίες γνωρίζουν ότι ο χρόνος κυλά υπέρ τους.
Το ήδη βαρύ κλίμα των ατέρμονων διαπραγματεύσεων ήρθε να δυναμιτίσει η ένσταση στο αρχικό προσχέδιο που προέβαλε η επικεφαλής του υπερσυντηρητικού κόμματος DUΡ της Βόρειας Ιρλανδίας και κοινοβουλευτική εταίρος της Μέι.

Δεσμεύσεις

Η Αρλιν Φόστερ κατέστησε σαφές ότι μια συμφωνία που θα κατοχυρώνει διαφορετικό καθεστώς για τη Βόρεια Ιρλανδία σε σχέση με την υπόλοιπη Βρετανία (επί της ουσίας η Βόρεια Ιρλανδία θα παρέμενε εντός ενιαίας αγοράς και τελωνειακής ένωσης, ενώ η υπόλοιπη χώρα όχι) δεν είναι αποδεκτή από το κόμμα της.
Αν και η στάση της οδήγησε σε αποτυχία των συνομιλιών Μέι και Γιούνκερ στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, η Μέι επέστρεψε προχθές στις Βρυξέλλες έχοντας στις αποσκευές της δεσμεύσεις προς τη Βόρεια Ιρλανδία που επιτρέπουν στο κόμμα της Φόστερ να αποδεχτεί τη συμφωνία. Ετσι, νωρίς το πρωί της Παρασκευής και έπειτα από πολύμηνες καθυστερήσεις, ο συμβιβασμός είχε βρεθεί και οι Βρυξέλλες έδωσαν το πράσινο φως ώστε να δρομολογηθεί η επόμενη και πιο δύσκολη φάση του «διαζυγίου».
Σε ό,τι αφορά το ακανθώδες μέρος του «Ιρλανδικού», η Μέι εγγυήθηκε ότι θα διαφυλάσσεται πάντα το καθεστώς της Βόρειας Ιρλανδίας ως αναπόσπαστου μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ εγγυήθηκε ότι θα προστατευθεί η συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998 η οποία είχε βάλει τέλος στην πολυετή διαμάχη στην περιοχή και άρα δεν θα θεσπιστούν «σκληρά σύνορα» μεταξύ της αυτοδιοίκητης περιοχής και της Ιρλανδίας.
Ως προς τα άλλα θέματα που είχαν θέσει οι Βρυξέλλες, δηλαδή τον «λογαριασμό» του διαζυγίου και το καθεστώς των ευρωπαίων πολιτών στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Μέι είπε ότι ο οικονομικός διακανονισμός θα είναι «δίκαιος για τον βρετανό φορολογούμενο», ενώ εγγυήθηκε ότι τα δικαιώματα των τριών εκατομμυρίων πολιτών της ΕΕ που ζουν στη Βρετανία θα εγγραφούν στο βρετανικό Δίκαιο και θα εφαρμόζονται από τα βρετανικά δικαστήρια, με έναν λόγο όλοι θα διατηρούν τα ίδια δικαιώματα μόλις το Ηνωμένο Βασίλειο εγκαταλείψει την Ενωση.

Αναζητεί βηματισμό

Ωστόσο, για να φθάσουν ως εδώ τα πράγματα, ο δρόμος για τη Μέι ήταν ανηφορικός και δύσβατος.
Οπως επισημαίνει καιρό τώρα ο εγχώριος Τύπος, η βρετανίδα πρωθυπουργός βάλλεται από όλες τις πολιτικές δυνάμεις, κυρίως όμως από το ίδιο της το κόμμα, το οποίο αμφισβητεί ανοιχτά την ικανότητά της να ολοκληρώσει την επίπονη διαδικασία του διαζυγίου με την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Στην πραγματικότητα η Μέι προσπαθεί να βρει βηματισμό ανάμεσα στις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες τάσεις εντός των Τόρις αλλά και του Υπουργικού Συμβουλίου της.
Η πρώτη είναι αυτή όλων όσοι υιοθετούν μια πιο μετριοπαθή στάση και τάσσονται υπέρ ενός συναινετικού διαζυγίου με την Ευρώπη –όπως για παράδειγμα ο υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ –ώστε να μην υπάρξουν κλυδωνισμοί στην οικονομία σε περίπτωση που η έξοδος δεν γίνει συντεταγμένα. Η δεύτερη και πιο σκληροπυρηνική, με μπροστάρηδες τους υπουργούς Εξωτερικών και Περιβάλλοντος, Μπόρις Τζονσον και Μάικλ Γκόουβ αντίστοιχα, αρνούνται να υπάρξει «χαλαρή» προσέγγιση και τάσσονται υπέρ ενός σκληρού Brexit.
Την ίδια ώρα, και οι βρετανοί ψηφοφόροι ασκούν κριτική στους χειρισμούς της Μέι θεωρώντας ότι δεν χειρίζεται με τον κατάλληλο τρόπο τις διαπραγματεύσεις. Είναι χαρακτηριστικό το αποτέλεσμα πρόσφατης έρευνας που εκπόνησε το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (National Centre for Social Research) που αναφέρει ότι ένα 52% του κόσμου πιστεύει ότι θα υπάρξει κακή συμφωνία, σε αντίθεση με τον μήνα Φεβρουάριο που το ποσοστό αυτό άγγιζε το 37%.

Δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας θα χαθούν από το Σίτι

Το «αγκάθι» της Βόρειας Ιρλανδίας αναδεικνύει με ανάγλυφο τρόπο την πολυπλοκότητα του Brexit και τα ρήγματα που έχει δημιουργήσει σε όλη τη χώρα.

Και τούτο, διότι μόλις διέρρευσε το αρχικό προσχέδιο οι διαμαρτυρίες ήταν αλυσιδωτές, με τον πρωθυπουργό της Ουαλίας Κάρουιν Τζόουνς, την πρώτη υπουργό της Σκωτίας Νίκολα Στέρτζιον αλλά και τον δήμαρχο του Λονδίνου Σαντίκ Χαν να αξιώνουν παρόμοια μεταχείριση.
Ωστόσο, με δεδομένο ότι το αναθεωρημένο προσχέδιο που αναφέρει ότι όλο το Ηνωμένο Βασίλειο θα βγει από την ενιαία αγορά, οι εκτιμήσεις των αναλυτών αναφέρουν ότιτο πλήγμα για τη βρετανική οικονομία θα είναι βαρύ.
Πολύ δε περισσότερο για το Λονδίνο όπου δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας θα χαθούν από το Σίτι, τον οικονομικό πνεύμονα της Μεγάλης Βρετανίας.
Ηδη, όλες οι μεγάλες τράπεζες και τα πιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στο Σίτι έχουν διαμηνύσει στην κυβέρνηση Μέι πως εάν δεν τους εξασφαλίσει το προνόμιο του «passporting», δηλαδή τη νομοθεσία που τους επιτρέπει να επιχειρούν και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχοντας ως βάση το Λονδίνο, χωρίς να πληρώνουν επιπλέον φόρους, θα αναγκαστούν να μεταφέρουν την έδρα τους σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ