Οι αριθμοί είναι ζοφεροί: σε ανθρωπιστική καταστροφή με 120.000 απελπισμένους πρόσφυγες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έχει εξελιχθεί μέσα σε λίγες μέρες η βίαιη σύγκρουση μεταξύ κυβερνητικών στρατευμάτων και ενόπλων ανταρτών Ροχίνγκια στη Μιανμάρ. Μόνο τα τελευταία 24ωρα 35.000 άνθρωποι έχουν περάσει τα σύνορα με το Μπανγκλαντές, ενώ ο στρατός της Μιανμάρ κατηγορείται για δεκάδες σφαγές αμάχων που ανήκουν σε αυτή την καταπιεσμένη μουσουλμανική μειονότητα, στη δυτική επαρχία Ρακίν.
«Γενοκτονία» χαρακτήρισε τη σφαγή των μουσουλμάνων εκεί ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για «εθνοκάθαρση» μιλάνε ανθρωπιστικές οργανώσεις. Αλλά ποιοι είναι οι Ροχίνγκια, ένα εκατομμύριο άνθρωποι που περιγράφονται συχνά ως «η πιο διωγμένη μειονότητα στον κόσμο»;
Είναι μια εθνοτική μουσουλμανική ομάδα που ζει εδώ και αιώνες στην κατά πλειονότητα βουδιστική Μιανμάρ. Σήμερα, υπάρχουν περίπου 1,1 εκατομμύρια μουσουλμάνοι Ροχίνγκια στη χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας. Μιλάνε τα Rohingya ή Ruaingga, μια διάλεκτο που διακρίνεται από άλλες που ομιλούνται στο Ρακίν και σε όλη τη Μιανμάρ. Δεν θεωρούνται μία από τις 135 επισήμως αναγνωρισμένες εθνοτικές ομάδες της χώρας, και από το 1982 έχουν στερηθεί την ιθαγένεια στη Μιανμάρ, πράγμα που σημαίνει ότι είναι απάτριδες.
Σχεδόν όλοι ζουν στη δυτική παράκτια επαρχία Ρακίν και δεν επιτρέπεται να φύγουν χωρίς άδεια από τις Αρχές. Είναι ούτως ή άλλως μία από τις πιο φτωχές περιοχές της χώρας, και οι μουσουλμάνοι ζουν σε καταυλισμούς που μοιάζουν με γκέτο, με ελλείψεις τροφίμων, φαρμάκων, βασικών υπηρεσιών και ευκαιριών.
Λόγω της συνεχιζόμενης βίας και των διώξεων, εκατοντάδες χιλιάδες Ροχίνγκια έχουν καταφύγει σε γειτονικές χώρες, από τη στεριά και τη θάλασσα, εδώ και δεκαετίες. Μόνο από τις 25 Αυγούστου και την τελευταία έκρηξη της βίας υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 120.000 έχουν περάσει για να σωθούν στο γειτονικό Μπανγκλαντές.
Μουσουλμάνοι ζουν στην περιοχή της σημερινής Μιανμάρ από τον 12ο αιώνα. Στα χρόνια της βρετανικής κυριαρχίας (1824-1948) υπήρξε σημαντική μετανάστευση εργατών στην τότε Βιρμανία από τη σημερινή Ινδία και το Μπανγκλαντές. Επειδή οι βρετανοί αποικιοκράτες διοικούσαν τη Μιανμάρ ως επαρχία της Ινδίας, αυτή η μετανάστευση ήταν εσωτερική.
Μετά την ανεξαρτησία, η κυβέρνηση θεώρησε τη μετανάστευση που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της βρετανικής κυριαρχίας ως «παράνομη», και στη βάση αυτή αρνείται την ιθαγένεια στην πλειοψηφία των Ροχίνγκια.
Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1962 στη Μιανμάρ τα πράγματα άλλαξαν δραματικά και για τους Ροχίνγκια. Επί της στυγνής, πολύχρονης χούντας, οι Ροχίνγκια πήραν ξένες ταυτότητες, οι οποίες περιόρισαν τις πιθανότητες να βρουν δουλειά. Το 1982 τα πράγματα έγιναν χειρότερα με την ψήφιση νέου νόμου περί ιθαγένειας, ο οποίος κατέστησε ουσιαστικά τους Ροχίνγκια απάτριδες.
Από τη δεκαετία του 1970, βίαιες καταστολές στη Ρακίν ανάγκασαν εκατοντάδες χιλιάδες Ροχίνγκια να γίνουν πρόσφυγες στο Μπανγκλαντές, στη Μαλαισία, στην Ταϊλάνδη και άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Οι πρόσφυγες αυτοί κατήγγειλαν συστηματικούς βιασμούς, βασανιστήρια, εμπρησμούς και δολοφονίες από τις δυνάμεις ασφαλείας της Μιανμάρ.
Μετά τις δολοφονίες εννέα ανδρών της συνοριακής αστυνομίας τον Οκτώβριο του 2016, στρατεύματα άρχισαν να συρρέουν σε χωριά στο Ρακίν όπου ξέσπασαν συγκρούσεις με τους μαχητές του λεγόμενου Στρατού Σωτηρίας Ροχίνγκια του Αρακάν (ARSA), ένοπλης οργάνωσης που θεωρείται «τρομοκρατική» από την κυβέρνηση. Οι αντάρτες μιλάνε για «νόμιμη αυτοάμυνα του πληθυσμού».
Kυβερνητικά στρατεύματα κατηγορήθηκαν για σειρά παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δολοφονιών, βιασμών και εμπρησμών. Κάτοικοι και ακτιβιστές περιέγραψαν σκηνές με στρατιώτες που πυροβολούσαν αδιάκριτα άοπλους άνδρες, γυναίκες και παιδιά στα χωριά των Ροχίνγκια. Αλλά η κυβέρνηση δήλωσε ότι περίπου 100 άνθρωποι σκοτώθηκαν αφότου ένοπλοι από τον ARSA έκαναν επιδρομές σε αστυνομικά φυλάκια της περιοχής, στα τέλη του Αυγούστου.
Μετά τη νέα έκρηξη της βίας, περισσότεροι από 60.000 άνθρωποι έχουν προσπαθήσει να περάσουν τα σύνορα με το Μπανγκλαντές, όπου συχνά απωθούνται με τη βία, συλλαμβάνονται και επιστρέφονται στη Μιανμάρ.
Πολλοί Ροχίνγκια βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή τους προσπαθώντας να φτάσουν στη Μαλαισία με βάρκα πέρα από τον κόλπο της Βεγγάλης και τη θάλασσα Ανταμάν. Μεταξύ 2012 και 2015 περισσότεροι από 112.000 έκαναν το επικίνδυνο ταξίδι.
Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι υπάρχουν περίπου 420.000 πρόσφυγες Ροχίνγκια στη Νοτιοανατολική Ασία. Επιπλέον, υπάρχουν περίπου 120.000 εσωτερικά εκτοπισμένοι στη Μιανμάρ.
Αλλά η Αουνγκ Σαν Σούου Κίι, η οποία είναι η de facto ηγέτις της Μιανμάρ, αρνείται να συζητήσει πραγματικά την ανθρωπιστική κρίση των Ροχίνγκια. Η βραβευμένη με Νομπέλ Ειρήνης για τη γενναία αντίστασή της στη χούντα της Μιανμάρ, δεν έχει τον έλεγχο του στρατού, αλλά έχει επικριθεί έντονα για την αποτυχία να καταδικάσει την αδιάκριτη, ωμή βία που χρησιμοποιούν τα στρατεύματα, καθώς και για το γεγονός ότι δεν έχει υπερασπιστεί τα δικαιώματα του ενός εκατομμυρίου Ροχίνγκια στη Μιανμάρ.
Σε μια σπάνια συνέντευξή της στο BBC τον Απρίλιο, είπε μόνο ότι η λέξη «εθνοκάθαρση» ήταν «πολύ ισχυρή, πολύ υπερβολική» για να περιγράψει την κατάσταση στο Ρακίν. Η κυβέρνηση έχει περιορίσει την πρόσβαση στα εδάφη των Ροχίνγκια για δημοσιογράφους και οργανώσεις αρωγής, τους οποίους έχει κατηγορήσει ότι βοηθούν τους «τρομοκράτες».

HeliosPlus