Στα συντρίμμια της μεταπολεμικής Ευρώπης, ο γάλλος οικονομικός και πολιτικός σύμβουλος Ζαν Μονέ διέδιδε την ιδέα του για μια ευρωπαϊκή ομοσπονδιακή ένωση στην οποία η οικονομική ευημερία θα καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε μελλοντική σύγκρουση μεταξύ των μελών της. Πράγματι, στη διάρκεια των δεκαετιών που ακολούθησαν η ήπειρος βίωσε μια πρωτοφανή περίοδο οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα οδηγήθηκε σε μια ενιαία αγορά 500 εκατομμυρίων καταναλωτών και σε ένα κοινό νόμισμα που χρησιμοποιούν περισσότεροι από 300 εκατομμύρια ευρωπαίοι πολίτες. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ιδέας τρίζουν: η οικονομία αντί να ενώνει τα κράτη απειλεί να διαλύσει την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) και το ευρώ αντί να επιφέρει την ευημερία φέρνει εφιάλτες. «Θέλουμε να είμαστε οι επανιδρυτές της Ευρώπης ή οι νεκροθάφτες της;» διερωτήθηκε πρόσφατα ο γάλλος υπουργός Οικονομίας, Εμανουέλ Μακρόν, προτρέποντας σε μια «νέα συμφωνία» για την ήπειρο. Τι σημαίνει όμως «επανίδρυση» της Ευρώπης και πόσο εφικτή είναι;
Από τη μία άκρη των συνόρων της στην άλλη η ΕΕ έρχεται αντιμέτωπη με πρωτοφανείς προκλήσεις: η οικονομική κρίση, η ανεργία, η άνοδος της Ακροδεξιάς, η προσφυγική κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχουν οδηγήσει σε ένα χωρίς προηγούμενο κύμα ευρωσκεπτικισμού μεταξύ των πολιτών της. Το ερώτημα που τίθεται είναι επιτακτικό: «Αν η ΕΕ δεν χρειάζεται να εγγυάται πια την ειρήνη και σίγουρα δεν μπορεί να εγγυηθεί την ευημερία για όλα τα μέλη της, τότε ποιος είναι ο σκοπός της;». Μιλώντας στη γερμανική εφημερίδα «Suddeutsche Zeitung», ο Μακρόν αναγνώρισε ότι η ΕΕ και ειδικά η ευρωζώνη δεν μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται με τον ίδιο τρόπο. «Η τρέχουσα κατάσταση οδηγεί στην αυτοκαταστροφή» εκτίμησε ο Μακρόν, εξηγώντας ότι «οι φυγόκεντρες δυνάμεις είναι πολύ ισχυρές τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά».
Πρόταση για κοινή οικονομική κυβέρνηση
Πρότεινε τη δημιουργία μιας κοινής οικονομικής κυβέρνησης, της οποίας θα ηγείται ένας επίτροπος για το ευρώ με διευρυμένες εξουσίες, που θα είναι υπεύθυνος για τον συντονισμό των δημοσιονομικών και κοινωνικών πολιτικών και θα έχει λόγο σε εργασιακά και επενδυτικά ζητήματα. Ο γάλλος υπουργός τόνισε ότι ο επίτροπος θα έχει στη διάθεσή του έναν πολύ μεγαλύτερο προϋπολογισμό, ενώ τάχθηκε υπέρ της δημοσιονομικής εξίσωσης και ενός συστήματος μεταφοράς χρημάτων στην οποία τα πλουσιότερα κράτη-μέλη θα μεταφέρουν πόρους προς τα πιο αδύναμα. «Χωρίς αυτό, μπορούμε να ξεχάσουμε το ευρώ» είπε ο Μακρόν, φωτογραφίζοντας τη γερμανική καγκελαρία που αντιτίθεται σθεναρά στην ιδέα της μεταφοράς χρημάτων στο εσωτερικό της ευρωζώνης.
«Είναι εμφανές ότι η ιδέα μιας ένωσης μεταφοράς κεφαλαίων φαντάζει ως απειλή για τα πολλά κράτη» είπε στο «Βήμα» ο Σαρλ Βιπλόζ, καθηγητής Διεθνούς Οικονομίας στο Ινστιτούτο Διεθνών και Αναπτυξιακών Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Γενεύη της Ελβετίας και διευθυντής του Διεθνούς Κέντρου Νομισματικών και Τραπεζικών Σπουδών (ICMB). «Οι ευρωπαίοι πολιτικοί συχνά δηλώνουν ότι επιθυμούν «περισσότερη Ευρώπη», αλλά στην πραγματικότητα οι περισσότερες χώρες δεν προτίθενται να εκχωρήσουν σημαντικό μερίδιο εθνικής κυριαρχίας –σε ζητήματα όπως η φορολογία, οι δημόσιες δαπάνες, η εξωτερική πολιτική, ο στρατός, ακόμη και ο συνοριακός έλεγχος. Η Ευρώπη έχει γίνει μια πολύ περίπλοκη σύνθεση, την οποία πολύ λίγοι κατανοούν» προσέθεσε.
Ο Ντάνιελ Κέλεμεν, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Reuters στις Ηνωμένες Πολιτείες, πιστεύει ότι ο Μακρόν σωστά προτείνει «γενναίες αποφάσεις» για την επανίδρυση της Ευρώπης. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, «οι συγκεκριμένες πολιτικές που πρότεινε ο γάλλος υπουργός είναι εσφαλμένες και κατά κάποιον τρόπο καθόλου ρεαλιστικές». «Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η ΕΕ είναι νέοι θεσμοί, όπως αυτοί που πρότεινε ο Μακρόν, αφού απλά θα αναπαράγουν ό,τι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη κάνουν και θα βαθύνουν τη διαίρεση μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης και εκείνων που δεν συμμετέχουν στο κοινό νόμισμα. Επιπλέον, η Γερμανία ποτέ δεν θα συμφωνούσε σε μια ένωση μεταφοράς χρημάτων» μας εξήγησε.
Και συνέχισε: «Οι ευρωπαίοι πολιτικοί χρειάζονται μια διαφορετική ατζέντα για να μπορέσουν να σταθεροποιήσουν την ευρωζώνη. Πρώτον, πρέπει να εστιάσουν όχι στη λιτότητα και στους δημοσιονομικούς κανόνες αλλά στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη. Δεύτερον, πρέπει να ολοκληρώσουν την τραπεζική ένωση και τρίτον να εκδώσουν έναν περιορισμένο αριθμό ευρω-ομολόγων. Για την αναγέννηση της ΕΕ στο σύνολό της χρειάζονται και άλλα μέτρα, όπως η ενοποίηση της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, η υπεράσπιση των αξιών της ένωσης –για παράδειγμα η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, η ελευθερία του Τύπου και η ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης, που δέχονται επιθέσεις από μέλη της όπως η Ουγγαρία –και τέλος, να υιοθετηθεί μια κοινή πολιτική για τη διευθέτηση της προσφυγικής κρίσης».
ΣΤΟΝ ΓΟΛΓΟΘΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ «28»

Ο μεγάλος οραματιστής

Ηταν ο γάλλος διπλωμάτης και οικονομολόγος Ζαν Μονέ. Το 1949 κατέθεσε στον τότε υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας Ρομπέρ Σουμάν την πρόταση που θα άλλαζε για πάντα την πορεία της μεταπολεμικής Ευρώπης. Εμεινε στην Ιστορία ως Σχέδιο Σουμάν και ανακοινώθηκε επίσημα στις 9 Μαΐου 1950 από το Salon de l’ Horloge του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών θέτοντας τις βάσεις για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1951.
Μία υπογραφή για την ειρήνη
Στις 25 Μαρτίου 1957 οι υπουργοί Εξωτερικών των έξι ιδρυτικών κρατών-μελών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος συναντήθηκαν στην ιταλική πρωτεύουσα για να υπογράψουν τις Συνθήκες της Ρώμης, που θα αποτελούσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της σημερινής Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι υπογραφές «έπεσαν» και η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ) απέκτησαν σάρκα και οστά. Στόχος, η διασφάλιση της ευημερίας και της ειρήνης στη μεταπολεμική Γηραιά Ηπειρο.
Διευρύνσεις και δυσλειτουργία
Η πρώτη διεύρυνση της ΕΟΚ συντελέστηκε το 1973 και εκτός από τα έξι ιδρυτικά κράτη μέλη (Βέλγιο, Δυτική Γερμανία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Γαλλία και Ιταλία) συμπεριέλαβε τη Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία. Η Ελλάδα εισήλθε την 1η Ιανουαρίου 1981. Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση, γνωστή ως Συνθήκη του Μάαστριχτ, ετέθη εν ισχύι την 1η Νοεμβρίου 1993. Η τελευταία χώρα που εισήλθε στην ΕΕ, μόλις το 2013, είναι η Κροατία, αυξάνοντας τον αριθμό των μελών στα 28, σε ένα ήδη δυσλειτουργικό σχήμα με χάσμα ανάμεσα σε πλούσια και φτωχά κράτη.

Τρεις ειδικοί μιλούν στο «Βήμα»
Οι προοπτικές για την «αναγέννηση» της Γηραιάς Ηπείρου, πόση και ποια Ευρώπη θέλουμε

Μάικλ Tz. Γκίρι

Συνεργάτης του Wilson Center στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ και καθηγητής Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μάαστριχ στην Ολλανδία
«Η ΕΕ δεν χρειάζεται αναγέννηση αλλά εφαρμογή των δικών της κανόνων»
Η κρίση χρέους στην ευρωζώνη προέκυψε επειδή υπήρχαν προβλήματα στον σχεδιασμό της οικονομικής και νομισματικής ένωσης εξαρχής. Η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία δεν θα έπρεπε να έχουν μπει στο ευρώ αλλά, όπως συμβαίνει συχνά, η πολιτική επιβλήθηκε στην οικονομία. Το φιάσκο που ακολούθησε ήταν εξαιτίας της έλλειψης επίβλεψης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ και σε εθνικό επίπεδο από τις κεντρικές τράπεζες και άλλες ρυθμιστικές Αρχές.
Το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν χρειάζεται «αναγέννηση». Αντίθετα, είναι αναγκαίο τα κράτη-μέλη να εφαρμόσουν τους κανόνες που τα ίδια δημιούργησαν. Ο Μακρόν κάνει λάθος. Οι μεταφορές κεφαλαίων θα ενθαρρύνουν την κακή ή αμελή οικονομική συμπεριφορά. Η δημοσιονομική εναρμόνιση μπορεί να εξυπηρετεί τους Γάλλους και άλλες υψηλού εισοδηματικού επιπέδου χώρες που βασίζονται στη φορολογία αλλά θα σκοτώσει τον ανταγωνισμό, ειδικά στις εξωτερικές «στιβάδες» της ΕΕ. Αντίθετα, υπάρχει ανάγκη για εξατομικευμένα προγράμματα που θα λαμβάνουν υπόψη τις δυνατότητες των τόσο διαφορετικών 28 κρατών-μελών. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτό, ο κοντόφθαλμος πολιτικός οπορτουνισμός και οι εκλογικοί κύκλοι μπαίνουν στη μέση. Η έλλειψη ηγεσίας στην Ευρώπη είναι εμφανής. Κάποιοι σχολιαστές δείχνουν την Ανγκελα Μέρκελ, καγκελάριο της Γερμανίας και «φύλακα» του ταμείου.
Ο παραδοσιακός γαλλο-γερμανικός άξονας, η μηχανή της διαδικασίας της εσνωμάτωσης, δεν προσφέρει πια την ίδια κινητήρια δύναμη που χρειάζεται για να μετατραπεί η κρίση σε ευκαιρία για περαιτέρω ενοποίηση, όπως συνέβη στο παρελθόν. Με τη γρήγορη διεύρυνση από τα έξι στα 28 μέλη τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες η συμφωνία και ο συμβιβασμός είναι πιο δύσκολο να επιτευχθούν. Η ΕΕ που οραματίστηκαν οι ιδρυτές της έχει αλλάξει, όπως έχει αλλάξει και ο υπόλοιπος κόσμος. Η ένωση έχει την ικανότητα να επιδείξει πραγματική ηγεσία, η συμμετοχή της στις διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά του Ιράν είναι ένα παράδειγμα.
Αλλά πολλά ζητήματα, όπως το Μεταναστευτικό, τα αντιμετωπίζει στη βάση της ανάλυσης κόστους – οφέλους. Το όραμα της Ενωσης είναι θολό, πάει από τη μία κρίση στην άλλη, δεν διαθέτει ξεκάθαρη ατζέντα ή οδικό χάρτη, κυρίως στην οικονομική της πολιτική. Κατά κάποιον τρόπο μεγάλωσε πολύ και σε σύντομο χρονικό διάστημα, με πολλά επιμέρους συμφέροντα και διαφορές. Η ΕΕ δεν χρειάζεται ακόμη έναν Ζαν Μονέ ή Ρομπέρ Σουμάν –χρειάζεται απτές λύσεις στα πιεστικά προβλήματα.

Ιαν Μπεγκ
Καθηγητής της London School of Economics στη Βρετανία, ειδικός σε ζητήματα πολιτικής οικονομίας της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης και διακυβέρνησης

«Ο φεντεραλισμός έχει βγει από την ατζέντα των σημερινών ηγετών»

Αυτό που δείχνουν τα πέντε – έξι τελευταία χρόνια είναι ότι από πολιτικής πλευράς χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, που πρέπει να γίνει πιο αποδοτική. Η εκτελεστική εξουσία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πρέπει να γίνει πιο αποτελεσματική, να επανακτήσει κάποιες εξουσίες που είχε τη δεκαετία του 1980. Επιπλέον χρειάζεται μια νέα ματιά στο ζήτημα της διαχείρισης κρίσεων. Μια νέα συμφωνία για την Ευρώπη πρέπει να συμπεριλάβει αυτόν τον δύσκολο τομέα, όχι μόνο για τις χώρες με οικονομικές δυσκολίες αλλά και για διαφορετικούς λόγους, για παράδειγμα, κάποια φυσική καταστροφή ή η τρέχουσα μεταναστευτική κρίση.
Πρέπει να βρεθούν τρόποι να δοθεί φωνή στα εθνικά κοινοβούλια, να βρεθούν τρόποι ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα διαφορετικών ομάδων των πολιτών –όλα αυτά απαιτούν μια δημοκρατική καινοτομία. Από οικονομικής πλευράς πρέπει να αποκατασταθεί η οικονομική ανάπτυξη και αυτό είναι ένας συνδυασμός μακροοικονομικών πολιτικών, που είναι ιδιαίτερα προβληματικές, και των πολιτικών που αφορούν την προσφορά, ένας τομέας στον οποίο πολλές χώρες έχουν πολύ αργά αντανακλαστικά. Πρωτοβουλίες όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων του σχεδίου Γιούνκερ δείχνουν πολύ ωραία στο χαρτί, αλλά στην εφαρμογή τους δεν βοηθούν τον ρυθμό ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Για πολύ μεγάλο διάστημα αγνοούσαμε τις ανισορροπίες στην ΕΕ και συγκεκριμένα στην ευρωζώνη. Ρεαλιστικά δεν μπορείς να έχεις μια ένωση στην οποία συνυπάρχουν χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία που έχουν θετικά ισοζύγια συχνά με χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία που έχουν τόσο μεγάλα ελλείμματα. Αυτό δεν είναι βιώσιμο και η οικονομική διακυβέρνηση πρέπει να επανεξετασθεί. Θα έλεγα επίσης ότι ενδέχεται να χρειαστούν κάποια νέα οικονομικά όργανα και σε αυτό το σημείο πρέπει να εξετάσουμε την ιδέα του Μακρόν για μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση και προϋπολογισμό.
Οι σημερινοί ηγέτες της ΕΕ κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση που οι ιδρυτές της θα ήθελαν και αυτός είναι φεντεραλισμός, που πια έχει βγει από την ατζέντα. Πιστεύω ότι η οπτική που έχουν οι σημερινοί ηγέτες για την Ευρωπαϊκή Ενωση είναι περισσότερο λειτουργική, διαχειριστική. Δεν έχουν μακροπρόθεσμο όραμα για να δημιουργήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Σήμερα η ΕΕ αφορά τη βέλτιστη οικονομική διαχείριση, πώς θα λειτουργήσει καλύτερα η οικονομία και δεν απασχολεί κανέναν η δημιουργία μιας Ευρώπης που θα μεταμορφώσει τη ζωή των πολιτών της.

Γιόζεφ Γιάνινγκ

Πολιτικός επιστήμονας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR)

«Ενδυνάμωση της Ευρώπης σημαίνει επιστροφή στον αρχικό πυρήνα της»

Μια νέα συμφωνία για την Ευρώπη των 28 πρέπει να χτιστεί σε δύο πυλώνες: ο πρώτος είναι η ολοκλήρωση της κοινής αγοράς στους τομείς της ενέργειας, του Διαδικτύου και των υπηρεσιών και ο δεύτερος η ενίσχυση της «κοινωνικής Ευρώπης» δηλαδή η πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση και η ενισχυμένη βασική κοινωνική ασφάλιση. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε το αίσθημα δικαίου στην Ευρώπη. Μια πιο αποτελεσματική ΕΕ είναι πιθανή αλλά δύσκολο να προκύψει. Θα βασίζεται λιγότερο στον διακυβερνητισμό και θα επεκτείνει τις μεθόδους της κοινότητας σε περισσότερους τομείς. Μια πιο απλή ΕΕ θα μπορούσε επίσης να προκύψει αν βασιζόταν σε έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό των εξουσιών και τον αντίστοιχο καταμερισμό τους.
Οσοι λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις πρέπει να λογοδοτούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο θα εκλέγεται στη βάση ενός ενιαίου και δίκαιου εκλογικού νόμου. Είτε μας αρέσει είτε όχι, ενδυνάμωση της ΕΕ σημαίνει επιστροφή στην ιδέα του αρχικού «πυρήνα» της, κάτι το οποίο από μόνο του είναι αρκετά διχαστικό.
Καλύτερη διακυβέρνηση σημαίνει την υιοθέτηση ενός βέτο της ευρωζώνης στους εθνικούς προϋπολογισμούς, κοινό προϋπολογισμό για επενδύσεις και προγράμματα, ενδεχομένως έκδοση ευρω-ομολόγων για να συμπληρώνουν τον προϋπολογισμό, ένα κοινοβουλευτικό όργανο που θα διασφαλίζει τον δημοκρατικό έλεγχο και τη νομιμότητα. Αυτά τα βήματα δεν σημαίνουν μια πλήρη δημοσιονομική ένωση, αλλά θα φέρουν την ευρωζώνη πιο κοντά.
Μια πραγματική εμβάθυνση της ενοποίησης μεταξύ των κρατών της ευρωζώνης στην πραγματικότητα θα δημιουργούσε μια πολιτική ένωση μέσα στην ΕΕ –αυτή μπορεί να είναι η επανίδρυση της Ευρώπης στην οποία αναφέρεται ο Μακρόν.
Κάποιοι ηγέτες ανακάλυψαν εκ νέου την ανάγκη για ένα «όραμα» για την ένωση, μια εναλλακτική στο status quo, που συνδέει τις φιλοδοξίες ηγετών και κρατών με την πρόοδο της Ευρώπης.
Πολλοί άλλοι είναι πιο πραγματιστές σε ό,τι αφορά την ενοποίηση, προτιμώντας να βελτιστοποιούν τα οφέλη και να περιορίζουν τις δεσμεύσεις και το κόστος. Το «στρατόπεδο» του οράματος δεν έχει συνοχή. Ξεπετάγονται ιδέες και εξαφανίζονται. Πρωτοβουλίες ανακοινώνονται αλλά σπάνια ακολουθούνται. Η στρατηγική δημιουργία συμμαχιών μεταξύ των κρατών-μελών λείπει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ